Ο καληνυχτάκιας, ποτεγαμήσης, μουνοφύλαξ, bye sexual, μουνοβοσκός, χαρεμάκιας.

Με λίγα λόγια ο πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα.

Για την σλανγκικότητα του ονόματος Θόδωρος, πρβλ πτωχοθόδωρος, παστρικοθοδώρα και πολλά άλλα...

- Δέκα επικές μουνάρες τριγύρω του αλλά αν έχει γαμήσει καμία ο μουνογιάννης, εμένα να μην με λένε Θόδωρο!
- Γλώσσεψες την μπέρδα σου; Αντίστροφα έπρεπε να το πεις ρε Γιαννάκη!
- Δεν γαμείται; Τώρα το γαμήσαμε και ψόφησε.

Για περισσότερα σύνθετα σε -θόδωρος και σε άλλα κύρια ονόματα, δες σχόλια στο γυναικοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς τo έχει πήξει το μουνί μας. Χρησιμοποιείται ιδίως στην φανταρική διάλεκτο. Επειδή είναι γαλλοπρεπές και τα γαλλικά, ως γνωστόν, τα αγαπάνε οι σλανγκιστές, όπως και το πιάνο. Ίσως και κατ' επίδραση του πυξ λαξ, που δεν έχει νοηματικά καμία σχέση.

Ασίστ: Πονηρόσκυλο.

- Έτσι, κωλόψαρο, πηξ λα μουν! Θα πήξει η μούνα σου, στραβάδι.

Από φοριαμό στη Λήμνο... (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγαπημένο τραγούδι των χριστιανοταλιμπάν που πιστεύουν ότι βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν το χάραγμα του Αντιχρίστου και την συντέλεια.
Συνώνυμο: Ηλεκτρικό φασκέλωμα. (Έτσι απέδωσε το «ηλεκτρονικό φακέλωμα» μια κυρα-περμαθούλα σε ρεπορτάζ).

- Πριν το χάραγμα βρισκόμαστε, πηδάκι μ'. Θα μας φασκελώσουν όλους!

Στελάρας (από Dirty Talking, 11/04/09)(από GATZMAN, 11/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα πάλαι ποτέ παιχνίδια που παίζαμε όταν είμαστε παιδιά. (Σ.ς.: Αν κρίνω από όσα λέγονται για την πρόσφατη συνάντα αυτό θα ήταν στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες... Ή μήπως στον Μεσοπόλεμο;).

Η προέλευση έχει ως εξής: Παίζαμε λ.χ. βόλευ, ή ακόμη καλύτερα «μήλα» κ.ο.κ. και η μπάλα έβρισκε στο λεγόμενο «φυσικό εμπόδιο», δηλαδή στα κλαδιά μιας συκιάς, μουριάς, πεύκου κ.τ.λ. που δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε, γιατί δεν είχαμε πολύ χώρο για να διαλέξουμε πού θα παίξουμε.

Για αυτούς που μεγάλωσαν σε πόλεις, το «φυσικό εμπόδιο» μπορεί να ήταν κολώνα της ΔΕΗ ή η μπουγάδα της κυρα-περμαθούλας. Έτσι η φάση χάλαγε αδικώντας την μία ομάδα, η οποία φώναζε «φυσικό εμπόδιο» και διεκδικούσε την εξαρχής επανάληψή της.

Από εκεί προήλθε το «φυσικό» χάριν συντομίας, το οποίο σλανγκίστηκε με το αυθόρμητο σλανγκικό αισθητήριο που είχαμε ως παιδιά σε «φυσικός» και για μεγαλύτερη σλανγκ αίσθηση σε «χημικός». Αν ήταν τεχνητό εμπόδιο, λ.χ. κολώνα ΔΕΗ, λέγαμε και «τεχνητό». Αατα.

- Μπραααφ! (Κολώνα ΔΕΗ).

Κακομαθημένο παιδί: Δεν παίζω! Φυσικός! Φυσικός! Απ' την αρχή!
Αντίπαλη ομάδα: Σιγά μην σας δώσουμε και χημικό! Εμείς φταίμε που σημάδεψες την κολώνα;
Κ. Π. : Δεν παίζω! Δεν παίζω! Α. Ο. (ρυθμικά): Υ-πο-χώ-ρη-ση! Υ-πο-χώ-ρη-ση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αντί για χέρια έχει μανταλάκια. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για αθλήματα και παιδικές αθλοπαιδιές για τους διάφορους δεντηβρίσκοβιτς, που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους, ιδίως σε μπάσκετ, βόλευ, bitch volley κ.τ.ό.

- Πιάσ' τη μπάλα ρε μανταλάκια! Μανταλάκια έχεις στα χέρια σου ρε παράλjυτε;

Βλ. και παράλjυτος, παρμένο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρύτατη βρισιά στη Νοτιοδυτική Πελοπόννησο, αντιστοίχως προς το μινάρας στην Αχαία, και το μαλάκας στην υπόλοιπη Ελλάδα. Κυριολεκτικά, σημαίνει αυτόν που είναι παράλυτος, δηλαδή ανίκανος να κάνει ο,τιδήποτε, άχρηστος, άχθος αρούρης ομηριστί, γιωτάς, μανταλάκιας. Όλα τα λεφτά είναι η μεσσηνιακή προφορά με το -λj.

Εμπρός στον δρόμο που χάραξε η Mes! Ζήτω το πελοποννjησιακό λόμπι, κι ας μας μαυρίζουν αυτοί που δεν μας καταλαβαίνουν!

  1. Μεταξύ οδηγών: Προχώρα τη σακαράκα σου ρε παράλjυτε!

  2. Μεταξύ φίλων, που έχουν αρχίσει να καίνε φλάντζες: Θα μου λjύσεις μια απορία, μάνα μου; Είσαι μαλάκας, γιωτάς ή απλώς παράλjυτος;

rap straight from the block (από jesus, 09/10/10)Στο 2.10. (από Galadriel, 21/10/12)

Βλ. και μανταλάκια, παρμένο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν κάνει τίποτα άλλο στην ζωή του παρά μόνο γαμάει!

- Εμείς οι άντρες είμαστε μονογαμικά όντα!... Μόνο γαμάμε!...

(Απόφθεγμα του bourdela.tv).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά διαφήμιση της εταιρείας ηλεκτρικών ειδών Πίτσος. Σλανγκίζεται σεξουαλικώς για κάποιον που μας εμπνέει εμπιστοσύνη κατά το «ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ, μεγάλη και σίγουρη!» και το αυτόν ξέρετε, αυτόν εμπιστεύεστε!. Το λέμε για μεγαλόπουτσο fuck buddy που δεν επιθυμούμε το κατιτίς παραπάνω (γάμο, οικογένεια), αλλά ξέρουμε ότι είναι σταθερή αξία, θα μας περιμένει, όποτε ξεμείνουμε (για γυναίκες μιλάω), θα ικανοποιήσει κτλ... Αποφασιστική εν προκειμένω είναι η ομοιότητα του «Πίτσος» με το «πούτσος». Πρόκειται για συνήθη σλανγκισμό, βλ. λ.χ. και το λήμμα πιτσαράς, ο.

Πηγή: GATZMAN, σχόλιο Hank στο αυτόν ξέρετε, αυτόν εμπιστεύεστε!

- Καλά, πώς και η Λάουρα μια κοπέλα με τόση εκχειλίζουσα σεξουαλικότητα μένει τόσα χρόνια με τον Μένιο; Σχεδόν μονογαμική θα την έλεγες...
- Πίτσος! Εμπιστοσύνη! Κι η Λάουρα, ως γνωστόν, πάνω απ' όλα είναι νοικοκυρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, αυτός που το γλεντάει «και από μπρός και από πίσω». Άρα πιο πολύ μάλλον πάει για μπάι. Άλλος ένας θετικός ορισμός για τους γκέι, όπως και τα γλέντης, γλεντζές και αβρός.

Assist: Pointman.

Με ποιους την βρίσκουν τώρα τα Λίλιαν και οι Λάουρες; Με κάτι double-energy men σαν τον Πέρι και τον Βάγγουρα! Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας Νίκο Τσιαμτσίκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρυφερός, χαδιάρικος τρόπος για να αποκαλέσεις έναν έγχρωμο, έναν Αφρογενή, έναν μελαψό αγγλοσάξονα, έναν αράπακλα ντε! Δηλαδή, είναι ο έγχρωμος, που εμπνέει στοργή και προδέρμ.

Slang quiz: Ποιος ήρωας του The Slang & the Restless έχει αδυναμία στους μαυρούκους;

Η απάντηση είναι, νομίζω, αυτονόητη...

Got a better definition? Add it!

Published