Κλασικό μαργαριτάρι που έχει πλέον παγιωθεί ως η σλανγκική εκφορά του «οι μεν και οι δε». Πρβλ. αφενός, αφεδύο. Υπήρχε και ομώνυμη κωμική σειρά στον Αντένα. Μερικές φορές λέγεται με νόημα, όταν οι μεν κάνουν κάτι, ενώ οι δε δεν το κάνουν.

Άρης: - Πώς πάνε οι γκόμενές σου Μένιο;
Μένιος: - Με την μεν Λάουρα έχουμε ξεσκιστεί στο γαμήσι. Με την δεν Λίλιαν δεν... Πολύ απλά δεν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το οι μισοί Έλληνες θα μάθουν τέχνες, οι άλλοι μισοί γάματα, υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες μυαλών.

Τα μεν είναι τα θετικά, δηλαδή αυτοί που ασχολούνται με τις θετικές επιστήμες και την τεχνολογία.

Τα δεν είναι, αντιθέτως, τα αρνητικά, δηλαδή αυτοί που ασχολούνται με τις και καλούα «ανθρωπιστικές» «επιστήμες» και τις «καλές» τέχνες (οι άλλες τι είναι δηλαδής, κακές;), δηλαδή οι άχρηστοι παρασιτικοί κηφήνες, που ζουν εις βάρος των πρώτων...

- Τι κάνουν οι γιοι σου ρε Χαρίλαε, πρέπει να έχουν μεγαλώσει πια...
- Ο πρώτος μας βγήκε θετικό μυαλό! Πολιτικός μηχανικός. Χτίζει ουρανοξύστες στην Κηφισσίας.
- Κι ο δεύτερος;
- Αυτός βγήκε αρνητικό μυαλό. Έκανε ντοκτορά στο Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ για την ποίηση της γενιάς του '30 (βλ. λήμμα «Κωστής Παλαμάς») και τώρα είναι άνεργος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον Μπαμπινιώτη, το -μπουρας είναι επιτατικό, ίσως κατ' επίδραση του «κουμπούρας». Οπότε αλητάμπουρας είναι ο μεγάλος αλήτης, ο αληταράς.

Ασίστ: Mes.

Λίλιαν: Μ' αρέσει ο άντρας να είναι αλητάμπουρας!
Πέρι: Και μένα! Γι' αυτό έχω κολλήσει στον Πιερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάνω μαντάρα = τα κάνω θάλασσα, σκατά, σκατά κι απόσκατα, άνω-κάτω, μαλλιά-κουβάρια. Αποτυγχάνω παταγωδώς.

Γίναμε μαντάρα = Τσακωθήκαμε, τα χαλάσαμε, γίναμε από δυο χωριά χωριάτες.

Ετυμολογία: μαντάρα < μεσαιωνικό μαδάρα = ορεινή και άγονη περιοχή < αρχαίο μαδαρός = βρεγμένος, φαλακρός, άδεντρος < μαδώ.

Ασίστ: ironick.

Πήγε να σερβίρει και τα έκανε μαντάρα στην κουζίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τουριστικό θέρετρο, που σε σκοτώνει από την ακρίβεια του.

Τι τό 'θελα το τουριστικό φέρετρο; Δεν έκανα καλύτερα Πορτο-ράφτινγκ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό που, σλανγκιστί, κλίνεται σε όλα τα γένη: το βυζί, ο βύζος, η βυζάρα.
Πρβλ. ο πούτσος, η πούτσα, το πουτσίδι.
Ο πούτανος, η πουτάνα, το πουτανάκι.
Ο πούστης, η πούστρα, το πουστρόνι.

Μυδασίστ: Τζον Μπλακ (από Khan, 30/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στα τραπουλόχαρτα το μπαστούνι.

  2. Το πείσμα, ο θυμός λόγω ενόχλησης. «Έχω πίκα κάποιον» = τον έχω άχτι. Συνώνυμο: φούρκα.

  3. Το σκωπτικό πείραγμα.

Ετυμολογία: πίκα < ιταλικό picca = αιχμή < γαλλικό pique < ρήμα piquer < λατινικό **piccare* = τρυπώ, κεντώ < picus = δρυοκολάπτης.
Πρβλ. pique-nique = πικνίκ, piquant = πικάντικος. Οπότε ίσως υπάρχει ετυμολογική συγγένεια ανάμεσα στην πικάντικη πουστάρδα και το πισωκέντης.

Ασίστ: Άψογος acg.

Πιερ: Δεν τον γαμώ εδώ και μια βδομάδα από πίκα. Ντάμα πίκα του Πούσκ(τ)ιν έχει καταντήσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του κλασικού ζμπούτσαμ για χρήση και μπροστά σε ανηλίκους. Αρχικά ως απάντηση στην Χαρρυ-Κλυννική έκφραση «Ωράιος κάιρος!».

Πηγή: Άψογος acg.

- Ακόμη στο Αμπιτζάν βρίσκεται ο Πέρι!
- Ζμπόυ τσομόυ!
- Α, γύρισε;

βλ. και ζμπότσομ, ζμπούτσαμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω το γκομενάκι στο αυτοκίνητο και πάμε δια τα περαιτέρω.

Πηγή: acg.

Φορτώσεις- εκφορτώσεις, ο Ανάργυρος.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην Καλαμάτα και Μεσσηνjία (προσπάθεια απόδοσης του μεσσηνjιακού -νj, όπως στο σχιζοφρενjής δολοφόνος με το πριόνjι δεν κωλώνjει) είναι ευρύτατη αδιαφοροποίητη κλητική προσφώνηση προς πάντες και μάλιστα κυρίως προς άντρες συνομιλητές.

Γιατί όλοι μας θυμίζουν την φουκαριάρα τη μάνα μας και γι' αυτό τους αγαπάμε!...

-Έλα μου, ο Βρασίδας είμαι!
-Έλα μάνα μου, τι μου κάνjεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified