Τύπος που είναι άνετος, χαλαρός, καλός, φιλικός, και τα παίρνει όλα με ελαφρά καρδιά.

- Λες να παρεξηγηθεί που τον αποκάλεσα μπαγαποντοδότη;
- Μπα, μπαινάκης-βγαινάκης. Είναι έξω καρδιά τύπος!

Magdi Yacoub, έξω καρδιά τύπος... (από Hank, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να βάζουμε τα γυαλιά ηλίου, όχι στα μάτια, αλλά στο πάνω μέρος του κεφαλιού μας, πάνω από μαλλιά (ή φαλάκρα), έτσι ώστε να κοιτάζουν στον ήλιο, σαν να είναι ηλιακός θερμοσίφωνας σε ταράτσα σπιτιού.

Αγαπημένη έκφραση Ανίτας Πάνια.

-Εσύ αρχηγόπουλο τι τον θες τον ηλιακό θερμοσίφωνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σαδιστική, εγωιστική τάση ορισμένων γονιών να βάζουν τα παιδιά τους να επιδείξουν τις γνώσεις και τις ικανότητές τους σε ανύποπτους οικογενειακούς φίλους, επισκέπτες και γενικά σε όποιον άλλον βρουν εύκαιρο.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.

Τη Μαρία την έπιασε μια παιδεπιξειξία κι έβαλε τον Κωστάκη της να τραγουδήσει το «Ω Έλατο» στα γερμανικά και μετά να το παίξει και στο πιάνο στην ταλαίπωρη γειτόνισσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να έχεις ηχητικές προσλαμβάνουσες παραστάσεις, άρα παιδεία, άρα πιθανότητα να καταλάβεις καλύτερα κάτι. Κουλτουριάρικη, και καλούα έκφραση.

-Γιατί πήρες τον Λούλη μαζί μας; Θα καταλάβει τίποτις; Αφού δεν έχει ακούσματα από ρεμπέτικο!

Got a better definition? Add it!

Published

Nτιτζέι, ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, που παίζει υπερβολικά πολλές φορές το «I Will Survive». Mία φορά είναι ήδη υπερβολικά πολλές.

Πηγή: Λέο Καλοβυρνάς

«Last night a deegay mou gamise ti vradia».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσπαθώ να καταλάβω αν η κοπέλα που μου αρέσει το πάει το γράμμα ή είναι απλώς άνετη, αν είναι λέσβω ή στρέιτ.

Πηγή: Λέο Καλοβυρνάς

-Τη λεσβολιδοσκόπησα και μου φάνηκε μια χαρά!
-Πρόσεχε μην γίνεις λεσβοχωρίστρα !!

(από patsis, 07/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kάνω σαν μουρλή που με παράτησε η γκόμενα, συνήθως με μουσική υπόκρουση βαριά λαϊκά ή Γαλάνη. Nα τονιστεί ότι λεσβαλαντώνουν και οι γκέι, αλλά εκείνοι προτιμούν Mαρινέλλα.

Πηγή: Λέο Καλοβυρνάς

- Λεσβαλάντωσε η Σαπφώ, που την άφησε η μικρούλα για τον γκόμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του καυλοράπανο, του καυλοράπανο, το και του καβλοράπανο. Γράφεται και «γκαβλοράπανο».

-Πολύ γκαυλοράπανο η Σούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός του γνώστη, με την ίδια ειρωνική έννοια.

Για ρωτήστε τον Πάνο να σας πει για ελικόπτερα, είναι επαΐων!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τεμπέλης. Το «tempelhane» στα τουρκικά είναι το χάνι, το σπίτι των τεμπέληδων, οπότε συνεκδοχικά ο μεγάλος τεμπέλης.

- Στρώσου στην δουλειά ρε τεμπελχανά, που όλη μέρα ανεβάζεις λήμματα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified