Επίσης, άμα μια γκόμενα κάνει κάτι πιο αντρικά από μένα. Λ.χ. μου κάνει καμάκι αυτή, ή με περάσει σε κόντρα αυτοκινήτων κ.ο.κ.

Στην ταινία Death Proof του Tarantino, ενός κατά συρροή δολοφόνου του φεύγει η μαγκιά όταν πάει να σκοτώσει με αυτοκίνητο μια σταντ-γούμαν, η οποία τελικά τον ξεπερνά στην κόντρα και τον τουλουμιάζει.

Got a better definition? Add it!

Published

Κάνω πρωκτικό σεξ ως παθητικός.

Clopyright: Τζίμης Πανούσης και Χαλικούτης βλ. κουραδοαναρρόφηση.

Μεγάλος χέστης ο Λούλης! Αλλά προς τα μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πίπα κλίνεται και ως τριτόκλιτο, η πιψ, της πιπός. Κατά το η μόδα, της μοδός. Μήπως έχει σχέση και με τις καραμέλες Βιξ για το λαιμό;

Μιλάμε, αυτό που μού 'κανε ήταν η πιψ της πιπός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμώ γεμίζοντας κοιλότητα. Κυρίως για το στοματικό σεξ. Παρετυμολογείται από το «τσι-μπουκώνω».

Οι Γιαπωνέζοι που παίζανε το μπουκάκι τη μπούκωναν εναλλάξ.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κουράδα στα κυπριακά.

Εδώ:

Οι «κότσιροι» απέκτησαν και ονομασίες! Κάθε ένας έχει χρόνια τη χάρη, αλλά δεν είχε το όνομα!

Έχουμε και λέμε λοιπόν:

Κότσιρος «Βungee jumping» :
Αυτός ο κότσιρος θα κρεμαστεί όλος από τον κώλο σας μέχρι να πέσει στο νερό.

Κότσιρος «κομάντο» :
Γλυστράει τόσο ομαλά και καθαρά που δεν τον νιώθεις. Κανένα ίχνος στο χαρτί, πρέπει να κοιτάξεις στη λεκάνη για να σιγουρευτείς ότι βγήκε.

Κότσιρος «ΒΙG SPLASH» :
Αυτός ο κότσιρος χτυπάει το νερό πλαγίως και κάνει ένα μεγάλο SPLASH που βρέχονται τα κωλομέρια σου!

Κότσιρος «Κινγκ Κονγκ» :
Αυτός ο κότσιρος είναι τόσο μεγάλος που είσαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να πέσει αν δεν τον κόψεις σε μικρότερα κομμάτια. Αυτό το είδος συνήθως συμβαίνει όταν είσαι σε σπίτι άλλου.

Ο ορισμός τροποποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του λημματοδότη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τηλεόραση, στα ψευδοτούρκικα.

Κλείστο επιτέλους, το μπανιστήρ ντουλάπ!

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά των Λετονών για το τρίο, τριολέ, ménage à trois. Ειδικά για την εκδοχή ένας άντρας δυο γυναίκες.

Γίνεται και τρικάβαλο, από εκεί και πέρα μπορεί να μπατάρει το εργαλείο και να μην αντέξει.

-Είδα χτες τον Μένιο πάνω στο μοτοσυκλετόνι, να έχει δικάβαλο Λίλιαν και Λάουρα!

(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανιστής, ο αυνάνας. Έχει μεγάλο ιδεαλισμό ως lonely rider, και γι' αυτό γίνεται καβαλάρης μόνο στην φαντασία του.

- Είναι καβαλάρης ο Λούλης;
- Μπα, μόνο μοναχικός καβαλάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, ο κοντός άνδρας με ψηλή γυναίκα.

Ο Σαρκοζί πρέπει να γίνει μουνομάχος για να παλέψει την Κάρλα Μπρούνι.

(από pavleas, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεσκί με τάσεις PSE, δηλαδή Porn-Star Experience.

Η κοπέλα σου λέω τό 'χει το ξεπσέ. Πολύ απλά, τό 'χει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified