Συναντάται και ως Δώγκανος: ατσούμπαλος-αποχαυνωμένος, τύπος που κάνει ζημιές όλη την ώρα.

Ουσιαστικό: δωγκιά.

(Ο Χάρης περνάει να πάει να κατουρήσει και ρίχνει όλα τα τασάκια κάτω)
- Α ρε Χάρη, την έκανες την δωγκιά σου πάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συσκευασία στην οποία δίνεται η κεταμίνη.
Δόση κεταμίνης.

- Τι θα γίνει;
- Θα γίνουμε κανα φάκελο σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βελόνα τις σύριγγας.

Ε μπψηλέ, πάσαρε μια τον σέο κι από 'δώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται από τις αρχές του 1900, αντί του μπεκροκανάτα, δηλ. του μόνιμα μεθυσμένου.

Ο ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας.

(από xalikoutis, 24/03/09)

Βλ. και τσικουδόχοιρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει κατάσταση, ενίοτε και άτομο που, ενώ δεν σε ξέρει, θα πιει τον καφέ σου, θα κάνει απ' τα τσιγάρα σου, θα σου σηκώσει το τηλέφωνο κλπ κλπ. Η κατάσταση δηλώνει τζαμπέ και χαλαρά μαζί.

- Πωωω, παίζει ενα πάρτυ σήμερα, χλίδα λέμε.
- Στο πολύ ζεβουαζιόν μας κόβω πάλι δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρύς πόνος, μαράζι, καημός που σε πνίγει. Συνώνυμο του ντερτιού.

- Άλλος νταλκάς και αυτός με το σύμπαν.

Και που να πεις τον πόνο σου... (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified