Δηλώνει κατάσταση, ενίοτε και άτομο που, ενώ δεν σε ξέρει, θα πιει τον καφέ σου, θα κάνει απ' τα τσιγάρα σου, θα σου σηκώσει το τηλέφωνο κλπ κλπ. Η κατάσταση δηλώνει τζαμπέ και χαλαρά μαζί.

- Πωωω, παίζει ενα πάρτυ σήμερα, χλίδα λέμε.
- Στο πολύ ζεβουαζιόν μας κόβω πάλι δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρύς πόνος, μαράζι, καημός που σε πνίγει. Συνώνυμο του ντερτιού.

- Άλλος νταλκάς και αυτός με το σύμπαν.

Και που να πεις τον πόνο σου... (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται από τις αρχές του 1900, αντί του μπεκροκανάτα, δηλ. του μόνιμα μεθυσμένου.

Ο ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας.

(από xalikoutis, 24/03/09)

Βλ. και τσικουδόχοιρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βελόνα τις σύριγγας.

Ε μπψηλέ, πάσαρε μια τον σέο κι από 'δώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως Δώγκανος: ατσούμπαλος-αποχαυνωμένος, τύπος που κάνει ζημιές όλη την ώρα.

Ουσιαστικό: δωγκιά.

(Ο Χάρης περνάει να πάει να κατουρήσει και ρίχνει όλα τα τασάκια κάτω)
- Α ρε Χάρη, την έκανες την δωγκιά σου πάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συσκευασία στην οποία δίνεται η κεταμίνη.
Δόση κεταμίνης.

- Τι θα γίνει;
- Θα γίνουμε κανα φάκελο σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified