O τρελιάρης. Aυτός που δεν μασάει και κάνει ό,τι τρέλα θες.

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε κάποιον, που είναι μορφή και δεν κωλώνει.

- Τον είδες; Πήγε και ζήτησε καπότες από τον ταρίφα, έλεος!
- Ναι ρε μαλάκα, τι έκανε ο ντελνός!

Βλ. και τρελάκιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή, ετυμολογικά, σημαίνει «τραβάω μαλακία», «παίζω το πουλί μου», αλλά χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε στον άλλο ότι βρίσκεται στον κόσμο του.

- Βρε μαλακισμένα, μην παίζετε μπάλα στον κήπο, θα μου χαλάσετε τα λουλούδια!
- Μα δεν παίζουμε μπάλα, μπέιζμπολ παίζουμε…
- Καλά, εσύ αγόρι μου παίξε με το λιλί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται: όταν θέλουμε να περηφανευτούμε στους φίλους μας, ότι είχαμε πολύ καλές επιδόσεις στον κρεβατικό τομέα.

Επίσης, αυτή η φράση χαρακτηρίζει και την παρτενέρ στη σεξουαλική πράξη.

1ο παράδειγμα:
- Αντρίκο, τι έγινε με εκείνη την γκομενίτσα χτες ;
- Χαχα αφήστε παιδιά, είχα τέτοιες καύλες, που την γέμισα σαν γαλοπούλα!
-Άσε ρε, που τα πουλάς αυτά, αφού είσαι μικροτσούτσουνος!

2ο παράδειγμα:
Γκομενάρα: ένα μπέιλις παρακαλώ.
Μπάρμαν: (να σε είχα γκόμενα εσένα θα σε γέμιζα σαν γαλοπούλα) Έφτασε δεσποινίς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tην φράση αυτή τη λέμε, όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον, ο οποίος κάθεται όλη μέρα, είναι κηφήνας και δεν δουλεύει, δηλαδή κωλοβαράει.

- Τι κάνεις εκεί;
- Διάλειμμα.
- Τι λες βρε μαλακισμένε, σιγά, πόσο δούλεψες;
- Σε παρακαλώ, τόση ώρα καθάριζα, κουράστηκα!
- Άντε σήκω ρε, γιατί το 'ριξες πολύ στο καραπουτσαριό και δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται για ένα άτομο, το οποίο έχει μια κοιλάρα να, αλλά πολύ λεπτά πόδια. Όπως ο θερμοσίφωνας, που είναι πολύ μεγάλος και έχει ένα πολύ λεπτό σωλήνα από κάτω.

- Ο Κώστας, πως έχει τόσο λεπτά πόδια, ενώ είναι τόσο χοντρός;
- Ήταν από μικρός θερμοσίφωνας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται υποτιμητικά σαν βρισιά, όπως το μουνόπανο.

Δημητρης: Τζιοβάνι ξύπνα να βάλεις τις πιτζάμες σου. Τζιοβάνι : ζζζζζζζζζζζζζζ
Δημήτρης : Σήκω ρε μουνάντερο!
Γιάννης : Καλά ρε, ξυπνάς το παιδί 5 το πρωί για να βάλει πιτζάμες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιδεράς είναι αυτός που είναι πολύ γυμνασμένος . Οι μύες του φαίνονται από παντού και είναι τεράστιος.

Γιάννης: Είδα και τον Χάρη σήμερα Βασίλης: Ποιόν ρε, αυτόν το σιδερά;

άλλο..

- Φίλε έχεις γίνει σιδεράς!
- Είδες τι κάνει το γυμναστήριο;!

Βλ. και σιδεράδικο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή σημαίνει: τραβάω μαλακία και χρησιμοποιείται, και κυριολεκτικά, αλλά και για να δείξουμε ότι βαριόμαστε.

Κυριολεκτικά:
- Που είναι ο Γιάννης ;
- Άστα φίλε, ντρέπεται να βγει έξω πια...
- Γιατί ;
- Τον έπιασε ο διευθυντής του σχολείου να ψωλοβαράει στην τουαλέτα!
- Α, το μαλάκα!

Μεταφορικά:
- Που είσαι χαμένος ρε τόσο καιρό ;
- Αφήστε παιδιά είχα πάθει κατάθλιψη και ψωλοβαρούσα όλη μέρα στο σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται, όταν θέλουμε να πούμε σε κάποιον ότι το παρατράβηξε, ότι έγινε κουραστικός, ή καλύτερα, ότι κάνει υπερβολές.

- Κωστάκη σκάψε εδώ μια γούρνα για τον ασβέστη. - Μάλιστα αφεντικό! Μετα από 2 ώρες...
-Τελείωσα μάστορα! -Τι κάνεις ρε Κωστάκη, είπαν τη γριά να χέσει και αυτή ξεκωλώθηκε, μια γούρνα σου είπα να φτιάξεις, όχι τούνελ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται, όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ο οποίος έχει κολλήσει με κάτι και γίνεται απίστευτα εκνευριστικός.

- Μαλάκες, η Μαρία είναι η πιο όμορφη κοπέλα που είχα ποτέ, τι να σας πω, μιλάμε είναι θεά!
- Τι λες βρε μαλάκα, σιγά τη γκόμενα, είπαμε, όχι και θεά… - Είναι πανέμορφη, δεν μπορώ, την κοιτάω συνέχεια.
- Καλά , καλά, παιδιά πήγα με μια χτες, τι να σας πω, φωτιά και λάβρα, κάτι καμπύλες... άλλο πράγμα!
- Και η Μαρία έτσι είναι έχει κατ......
- Σκάσε βρε μαλάκα, το γουδί το γουδοχέρι , θα φας ξύλο στο τέλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified