Ο ελεεινός, μπίχλας, τελειωμένος τύπος. Ο υιοθετών το αυτοκαταστροφικό / μοιρολατρικό λαηφστάηλ ήρωα του Bukowski.

- Καλά ρε, η Σούζη έχει γκόμενο;
- Ναι ρε, εδώ και δύο μήνες τα έχει με έναν παράκμα που έμενε σε ένα χαρτόκουτο στο Μοναστηράκι και πούλαγε ληγμένα προφυλακτικά «Τρούμαν Καπότες».

Ο Μπουκόφσκι με παρακμομούνα (από Khan, 04/10/09)Η υπέροχη Lila Kedrova, ως παρηκμασμένη Madame Hortense. (από Jim Blondos, 07/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίνηση της ιαπωνικής πολεμικής τέχνης καράτε, εκτελεσμένη με μαστοριά και δεξιοτεχνία. Καταχρηστικά, κίνηση οιασδήποτε ασιατικής πολεμικής τέχνης που προκαλεί σοκ και δέος στο αδαές κοινό που την παρακολουθεί.

- Και για πε ρε μαλάκα, τί έγινε μετά;
- Ε λοιπόν, εκεί που ο τύπος απειλούσε να κόψει τη γκόμενα φέτες με το αλυσοπρίονο αν δεν του καθόταν, σκάει από το πουθενά ο Μπρους Λη και με πέντε καρατιές του τσακίζει τα παΐδια!

Cato, my little yellow friend (από Vrastaman, 25/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικό αμάλγαμα του γνωστού βραβείου Νόμπελ και της τρόμπας, με σαφείς αναφορές στην περιεχόμενη σε αυτή λέξη ρόμπα. Είναι το νοητό βραβείο που απονέμουμε ως ένδειξη ανύπερβλητης βλακείας/ασχετίλας/ξεφτίλας/αγαρμποσύνης. Κοντολογίς, όταν κάποιος τα έχει κάνει θάλασσα γίνεται ευθύς υποψήφιος για Τρόμπελ.

- Εεε...αφεντικό...έχω άσχημα νέα: νομίζω ότι μου έκλεψαν τη νταλίκα όταν σταμάτησα στο βενζινάδικο για κατούρημα. - Μπράβο βούρλο. Θύμισέ μου να σου απονείμω το βραβείο Τρόμπελ και να σε απολύσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το προφυλακτικό. Ερμηνεία εμπνευσμένη από το κλασικό απόσπασμα της ταινίας «Ποιος θα πηδήξει τη γοργόνα;», όπου πρωταγωνιστεί ο θρυλικός Μπόκολης. Εκεί γίνεται αναφορά στις φανταστικές «Καπότες Κόκορα»*.

  2. Καταχρηστικά, συνώνυμο του λούτσου όπως αυτός χρησιμοποιείται στη φράση «Θα ρίξω έναν...»

**Βλέπε μύδι.*

  1. - Λοιπόν κάλεσα το Λίλιαν για να δούμε τον Πουτανικό σε Blu-Ray το βράδυ. Θα φάω καλά απόψε μου φαίνεται, χε χε χε.
    - Φιλαράκι κάνε ότι θέλεις αλλά μην ξεχάσεις τον κόκορα. Το Λίλιαν έχει πάρει τη μισή υδρόγειο!

  2. - Και τι έγινε με τη Σούζη όταν μείνατε μόνοι σας στο υπνοδωμάτιο;
    - Έ, της έριξα έναν κόκορα και ησύχασε η λυσσάρα! Αμάν πια, δύο μήνες με κυνήγαγε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους πάμπολλους βωδλερισμούς της λέξης πούστης όπως φούστης, λούστης κτλ.

- Ουπς, νομίζω ότι μόλις χάσαμε το τελευταίο λεωφορείο.
- Όχι ρε παούστη μου, πάλι θα χαλάσω τα ωραία μου ευρά στους ταρίφες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλατειάζουσα αναδιατύπωση του κλασικού αφορισμού γ@μιέται ο Δίας. Ο τελευταίος, σαν μόνιμος κάτοικος της κορυφής του Ολύμπου, νοείται ως αποδέκτης του φορτίου.

- Πώς το κόβεις ρε, θα τα βρεις μέχρι αύριο τα λεφτά που χρωστάς στον Κορλεόνε;
- Φίλε μου, ένα πράμα θα σου πω: νταλίκα ολόκληρη τίγκα στις καπότες έφυγε για Όλυμπο χτες το πρωί....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο/λεξιπλασία με τον αγγλικό όρο homosexual και το «ωμός». Αναφέρεται σε άτομο μπρουτάλ, χωρίς συναίσθημα, παραδομένο στην ικανοποίηση των ορμών του. Η φιλοσοφία του είναι «κρέας θα μπει, κρέας θα βγει και το βούτυρο δικό σου».

Σούλα: Αχ για πες καλέ Μπία, τί έγινε με τον Νώντα τελικά;
Μπία: Καλός είναι μωρέ αλλά πολύ ωμοσέξουαλ το παλικάρι: βγάζει τόσο συναίσθημα όσο περίπου ένας νεροβούβαλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληρώνω για κάτι - συνήθως αδρά - ενίοτε και χωρίς τη θέλησή μου.

(Σε καφετέρια-φαρμακείο της Κηφισιάς)

- ΟΚ παίδες, έφτασε ο λογαριασμός. Ξηλωθείτε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστικό τοπωνύμιο που έχει ως σκοπό να δηλώσει χώρα εξωτική, απομεμακρυσμένη και πάνω απ'όλα υπανάπτυκτη. Μια χώρα παράδειγμα προς αποφυγήν.

Πιθανή ετυμολογία των συνθετικών της λέξης:

Γκουαλντα-: Αναγραμματισμός του «Guadal-», όπως αυτό συναντάται στα Guadalajara, Guadalcanal),

-μπουγκ-: Μάλλον τμήμα της στερεότυπης «κραυγής αγρίων», «ούγκα-μπούγκα»

-ντάλα: Ινδοπακιστανίζουσα κατάληξη όπως στα Ζιγκουάλα, Μαντουβάλα, Kerala.

«-Κοίτα κάτι πράματα! Ο γιος της Κυραμήτσαινας τελείωσε το διδακτορικό του στη Ζαμπονοκοπτική με Ποζιτρόνια σε μόλις δύο χρόνια και τώρα έγινε λέκτορας! - Σιγά τα ωά, κι' εγώ αν ήμουνα στο πανεπιστήμιο της Γκουαλνταμπουγκντάλας θα είχα έξι πτυχία να 'ούμε».

Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σηκουέλ των άκρως επιτυχημένων προσβολών γκοοκνούλα μωρή τσούλα και βα φανκούλο (και πάρε και τον πούλο) που βασίζονται σε ομοιοκαταληξία / ομοηχία μιας ελληνικής και μιας ξένης φράσης. Εν προκειμένω έχουμε το (ψευδο)ισπανικό «¿Quieres mucho;» («Θέλεις/επιθυμείς πολύ;) και το κλασσικό «πάρ' το λούτσο» ως παραλλαγή του «πάρ' το μπ0u1o». Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτικό του «Θά 'θελες!» όταν ο συνομιλητής έχει εκφράσει μια -κατ' εμάς- μη ρεαλιστική επιθυμία.

- Ε ρε και να μπορούσα να βγω ένα μόνο ραντεβού με το Λίλιαν...
- Ενόσω τα έχει με το το Χόλγκερ Σφίχτερμαν; Κιέρες μούτσο; Πάρ 'το λούτσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified