Το δοχείο με το «γνήσιο» ουίσκι Σκωτίας (demijohn). Ο μισός Τζόν. Ο άλλος μισός την πούλεψε για να σωθεί.

Η ελληνική απάντηση στην πολυεθνική βιομηχανία του πιοτού. Γνήσιο απόσταγμα βιοτεχνίας φτιαγμένο με μεράκι για το κάθε κοροϊδάκι. Από Νέρωνες για μελλοθάνατους.

  1. Τού 'πα του μαλάκα του μπάρμαν να μου βάλει ένα καθαρό και μου έβαλε από την νταμιζάνα, λές και είμαι χτεσινός...

  2. Ποιό Τζόνι ρε μαλάκα; Νταμιζάνα μας έβαλε ο πούστης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλίμακα μούρλιας. Όταν λέμε ότι κάποιος έχει πολλά μποφόρ (στον εγκέφαλο), εννούμε ότι είναι λαλημένος, φευγάτος, πυροβολημένος.

Από την κλίμακα μέτρησης ανέμου Beaufort.

  1. Μακριά από δαύτην φιλαράκι, έχει πολλά μποφόρ.

  2. Καλό παιδί, αλλά τα 'χει τα μποφοράκια του.

Φύσα-φύσα να πάρουμε τα ίσα... (από Marco De Sade, 18/03/09)...Προς τα πού να κατουρήσω ρε αφεντικό; (από Marco De Sade, 18/03/09)

Βλ. και με τρέλα και κορδέλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο χώρος που παίζεται το μπαρμπούτι. Συνήθως παράνομος ή ημιπαράνομος με τσιλιαδόρους, έξοδο ανάγκης, ηχομόνωση και φουσκωτούς.

  2. Το τραπέζι που παίζεται το μπαρμπούτι.

  3. Κάθε διαδικασία ή παιχνίδι στο οποίο, οι αρχικοί κανόνες παύουν κατά περιόδους να ισχύουν και γίνεται της πουτάνας. (Πάντα προς όφελος ορισμένων).

  1. (Από τις ειδήσεις)
    Παντρεμένος συνελήφθη σε παράνομη μπαρμπουτιέρα μαζί με τον γκέι δεσμό του.

(Άμα δεν σε πάει, γάμισέ τα. Τράβα παίξε κανένα τάβλι.).

  1. Μπαρμπουτιέρα έχει γίνει η αγορά της Σοφοκλέους.

  2. Έχουν κάνει το σύστημα με τις αγροτικές επιδοτήσεις σκέτη μπαρμπουτιέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ μικρό αμάξι. Τόσο μικρό που μπορεί να χωρέσει μεταφορικά κι εκεί που δεν λάμπει ο ήλιος. Για τις κυρίες απ' το να βρέχονται με το παπί και να χαλάει και το μαλλί, ας είναι και έτσι...

- Άντε μωρή με το υπόθετο ! ( ευγενής προσφώνηση νεοέλληνα ιππότη της ασφάλτου προς smart-άκισα που τον έκλεισε)

Με λίγη προσπάθεια... (από Marco De Sade, 29/05/09)Το σωστό σχήμα (από poniroskylo, 29/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέσχη της απάτης. Η 11η πληγή του Φαραώ. Ο Αρμαγεδδών της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα. Το βαθύτερο νόημα της αρπαχτής. Η εκδίκηση της γυφτιάς. Η απόλυτη καταπίεση με προοδευτικό προσωπείο. Η κατάρα των Θεών.

Προέρχεται από τις λέξεις πλαστός + στοκ. Μιλάμε για ολική αστοχία υλικού/παραγγελίας.

Όπως λέει και το τραγούδι:

«παίζω και χιπ παίζω και ρόκ
μεσ' στο σαλόνι το μπαρόκ
την έχω κάτσει απ' το σόκ
γιατί όλο το στόκ ήταν πλαστόκ»

Τα μέλη του αποκαλούνται πλαστόκοι (<πλαστόκος, ο). Καμία σχέση με τον απλό και φερέγγυο στόκο με τον οποίο κάνεις τη δουλειά σου. Ο πλαστόκος θα σε ρίξει σίγουρα. Όταν τον έχουν διορίσει στον ΟΤΕ ή στην ΕΥΠ λέγεται και πλαστοκοριός.

Κάθε ομοιότητα με γνωστά κόμματα είναι απολύτως συμπτωματική. Βέβαια υπάρχουν και άλλες εκδοχές του, όπως θασόκ, μπατσόκ, σκατόκ, κ.α.

«...Το “λασπολόγησε και κυβέρνα” του Πλαστόκ πάει γαμημένα καλά...»

(Από πού αλλού; ...Μαύρη Φατρία)

ένα είναι το πλαστόκ και προφήτης του ο ΓΑΠ (από Marco De Sade, 30/09/10)Μπατσόκ... τρεχάτε ποδαράκια μου (από Marco De Sade, 30/09/10)Μπατσόκ... τρεχάτε ποδαράκια μου (από Marco De Sade, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μασόνος (λόγω της ποδίτσας που φορούν οι μασόνοι στις επίσημες τελετές τους).

  1. - Αυτός φοράει ποδίτσα. (= είναι μασόνος)

  2. - Στην Ελλάδα διοικούν οι ποδίτσες. (Όπως είχε πεί κάποτε Έλληνας πολιτικός στην Ζούγκλα).

(από Vrastaman, 09/03/09)Ποδίτσα και ημίψηλο. Η πιό καλή νοικοκυρά... (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή. Το κάγκελο. (Από τα κάγκελα που έχει παντού).

Επειδή έχει φράγκα τον πήγαν σε VIP σουίτα, στην καγκελλαρία του Κορυδαλλού...

Hotel Lark (από Marco De Sade, 19/03/09)

βλ. και κάγκελο, στενή, ψειρού, πλεχτό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκομενάρα. Η δίμετρη. Φρεγάτα πλήρως εξοπλισμένη και ετοιμόγαμη. Βρίσκεται πάντα εκεί που στρίβουν όλα τα κεφάλια.

Από τον τάκο=τακούνι (αναγκαία συνθήκη).

Πάρε ρε μαλάκα έναν τάκο...

(από vip, 21/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έτοιμη, η ψημένη, η ανοιχτομπούτω (με την καλή έννοια). Η γυναίκα των ονείρων μας.

Το αντίθετο της πούστρας και της τζαμπακαβλώστρας.

Τις περισσότερες φορές δεν είναι παρά μία ακόμα ανδρική παραίσθηση (σκέψου να πίναμε και κανά ψυχότροπο, τί θα βλέπαμε).

Η Λία είναι ετοιμόγαμη. Ποιος πούστης θα είναι ο τυχερός.

...Ααααχ! Πού πάς μωρό μου, να σε πάω; (από Marco De Sade, 21/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που αρέσκεται στην τραμπάλα.

Συγκεκριμένα: αυτή που καβαλάει τον αντρικό λεβιέ και τραμπαλίζεται προκαλώντας ευχαρίστηση και στον εραστή της, ο οποίος ξεκουράζεται ανάσκελα και μερικές φορές με τα χέρια πίσω από το κεφάλι σε στάση απόλυτης άνεσης.

Η ξεκωλιάρα, η πασαγαμιόλα, η χαμούρα.

Απαντά και ως «πουτσοτραμπαλέτα» ή «ψωλοτραμπαλέτα».

Επιτέλους, λίγος σεβασμός στις κυρίες που σκοτώνονται να μας ευχαριστήσουν.

Η Σίσυ είναι τραμπαλέτα ολκής. Μετά από μιά βραδιά μαζί της, θυμάσαι όλες τις παιδικές χαρές που είχες πάει μικρός.

Προσοχή: γειτονιά με 15χρονες τραμπαλέτες  (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified