Ο σκάρτος ταρίφας. Αυτός που δεν σταματάει, που κλέβει με το ταξίμετρο, που δεν έχει ρέστα, που το ταξί του ζέχνει, κλπ. Όταν είναι πολλοί μαζί, λέγονται και «κίτρινη μαφία».

Η έκφραση «ταριφόσκυλο» θεωρείται άκρως προσβλητική από τον κλάδο, οπότε αν αποκαλέσετε κάποιον έτσι, καλά θα είναι να έχετε και κανένα κατσαβίδι μαζί, για να μονομαχήσετε επί ίσοις όροις.

Ουστ ρε ταριφόσκυλο! Να με πλήρωνες δεν έμπαινα μέσα στο σαπάκι σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαρά των μπάρμεν και των μπουζουκο-ιδιοκτητών. Πιες-πιες, έχεις γίνει κουδούνι και το πολύ-πολύ να καταφέρεις να τσιμπήσεις κανά βυζί αν είσαι γρήγορος. Γίνεσαι ρόμπα χωρίς να αποκομίσεις τίποτα. Άσε που αυτοί που ξέρουν, γελάνε πίσω από την πλάτη σου.

Το συγκεκριμένο είδος γκόμενας έχει επικηρυχτεί από τους ταξιτζήδες γιατί προκαλεί αθέμιτο ανταγωνισμό.

- Έχεις εκατό ευρώπουλα να με δανείσεις; - Τί έπαθες; - Τίποτα. Επένδυσα σε τζαμπακαβλώστρα.

Φάτε μάτια ψάρια... (από Marco De Sade, 21/03/09)

Βλ. και ανάφτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιδανική γυναίκα για τους άντρες που δεν γουστάρουν να μιλάνε πολύ (για το μέλλον και για τις βασικές ανάγκες του φυσιολογικού ανθρώπου). Η ετοιμόγαμη. Αυτή που μας δίνει αυτό που θέλουμε.

Καμμιά φορά το παρακάνει στην εξυπηρέτηση των δεινοπαθούντων. Αν αυτό σας κάνει να νιώθετε άβολα, μην την παντρεύεστε.

Από την άλλη πλευρά, ένας τέτοιος γάμος σας ανοίγει τις πόρτες για να διεκδικήσετε την δημαρχία.

(Ας είναι καλά η κοπέλα).

Η Σούλα είναι ανοιχτομπούτω. Θα πάει σίγουρα παράδεισο.

Και τάκος και καλή κοπέλα... Rod rocks ! (από Marco De Sade, 21/03/09)

Βλ. και ανοίξαμε και σας περιμένουμε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έτοιμη, η ψημένη, η ανοιχτομπούτω (με την καλή έννοια). Η γυναίκα των ονείρων μας.

Το αντίθετο της πούστρας και της τζαμπακαβλώστρας.

Τις περισσότερες φορές δεν είναι παρά μία ακόμα ανδρική παραίσθηση (σκέψου να πίναμε και κανά ψυχότροπο, τί θα βλέπαμε).

Η Λία είναι ετοιμόγαμη. Ποιος πούστης θα είναι ο τυχερός.

...Ααααχ! Πού πάς μωρό μου, να σε πάω; (από Marco De Sade, 21/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκομενάρα. Η δίμετρη. Φρεγάτα πλήρως εξοπλισμένη και ετοιμόγαμη. Βρίσκεται πάντα εκεί που στρίβουν όλα τα κεφάλια.

Από τον τάκο=τακούνι (αναγκαία συνθήκη).

Πάρε ρε μαλάκα έναν τάκο...

(από vip, 21/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δοχείο με το «γνήσιο» ουίσκι Σκωτίας (demijohn). Ο μισός Τζόν. Ο άλλος μισός την πούλεψε για να σωθεί.

Η ελληνική απάντηση στην πολυεθνική βιομηχανία του πιοτού. Γνήσιο απόσταγμα βιοτεχνίας φτιαγμένο με μεράκι για το κάθε κοροϊδάκι. Από Νέρωνες για μελλοθάνατους.

  1. Τού 'πα του μαλάκα του μπάρμαν να μου βάλει ένα καθαρό και μου έβαλε από την νταμιζάνα, λές και είμαι χτεσινός...

  2. Ποιό Τζόνι ρε μαλάκα; Νταμιζάνα μας έβαλε ο πούστης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάρ (ή το κλαμπ) που σερβίρει εκ πεποιθήσεως μόνο μπόμπα. Πετρέλαιο κίνησης σε τιμή βενζίνης 100 οκτανίων. Εκεί που χάνει κανείς το φώς του με την πρώτη γουλιά.

- Πήγαμε σε ένα μπομπάδικο χτές...
- Πόσα ήπιατε;
- Ένα. Γι αυτό και περπατάμε ακόμα...

Απλή (από Marco De Sade, 20/03/09)Ενισχυμένη πλουτωνίου (από Marco De Sade, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβία, η τζιβιτζιλού, η πλακομούνα. Η γυναίκα που αντροφέρνει παραπάνω από το κανονικό, μερικές φορές όχι χωρίς αιτία.

Λέγεται και «αρσενίκω».

Πού πάς ρε μαλάκα, αυτή είναι αρσενικιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο αρχιβρωμιάρης. Ο λέρας. Αυτός που πλένεται μόνο όταν τον πιάσει βροχή στο δρόμο και δεν υπάρχει υπόστεγο να κρυφτεί.

  2. Ο διεφθαρμένος δημόσιος λειτουργός. Ο από όπου και να τον πιάσεις λερώνεσαι.

Μιλάμε για βρωμύλο με διεθνή βραβεία. Καραζέχνει ο τύπος, αλλά γαμεί καλά μουνιά. Οι γυναίκες είναι ανώμαλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλυκό -συνήθως ανατολίτικης προέλευσης- που είναι τίγκα στο σιρόπι. Ένας τρώει, δύο παθαίνουν ζάχαρο. Είναι ό,τι πείς για χέσιμο.

Μπινελικώθηκα σήμερα με κάτι μπινελίκια απίστευτα. Μπινέδιασα σου λέω με τόσα σορόπια...

Η καβάντζα του χοντρού (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published