Ο Ινδός ή Πακιστανός μετανάστης. Λόγω των παπουτσιών που φορούσαν οι πρώτοι που εμφανίστηκαν (μαύρο λουστρίνι σε συνδυασμό με άσπρη κάλτσα).

Πήρα δυό λουστρίνια για τη λάντζα, είκοσι ευρώ το κεφάλι, χωρίς ΙΚΑ και μαλακίες...

(από Marco De Sade, 03/09/10)Βέβαια η κυρία λουστρίνω δεν παίζεται (από Marco De Sade, 03/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στραγάλι.

Ο Ινδός, Πακιστανός, Βεγγαλέζος. Επειδή μιλάνε με ένρινη προφορά σαν να έχουν στραγάλι στο στόμα.

Τρόμαξα να συνεννοηθώ με εκείνο το στραγάλι που έχουν στις πληροφορίες του αεροδρομίου. Τιρ-ριρι ... άει σιχτίρ βγάλε το στραγάλι απ΄το στόμα να καταλάβω τι λές.

συλλογή από ξηρούς καρπούς (από Marco De Sade, 03/09/10)... και λίγο Bolywood δεν βλάπτει  (από Marco De Sade, 03/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο αρχιπαλιόπουστας. Ο πούστης με τριπλό λειρί. Ο αρχηγός του πουστροκοτετσιού. Το πάνθεον της πουστιάς. Ο πούστης με τα πολλά ένσημα. Ο πουστοπατέρας.

  2. Ο άνθρωπος του οποίου ο λόγος αξίζει λιγότερο κι από το σκατό μιας κάμπιας.

Μιλάμε γιά μεγάλο πούστη. Για πούστη με λειρί. Για τριλειρόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκυλάδικο Ε' κατηγορίας (και βάλε). Εκεί που μπαίνεις, αλλά δεν ξέρεις αν θα ξαναβγείς. Και που όλοι οι πελάτες κουβαλάνε (μ)πιστόλια (Το μ προσθέτει έμφαση).

(Από συνέντευξη του Γιώργου Μαργαρίτη)

Δημοσιογράφος: «Κάποτε τραγουδούσατε σε σκυλάδικα αν δεν κάνω λάθος.»
Γ. Μαργαρίτης: «Όχι σε σκυλάδικα, σε μπιστολάδικα...»

Παρόλο που τα λαϊκά δεν είναι το φόρτε μου, ένας είναι ο Γιώργος... (από Marco De Sade, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική εκδοχή της λέξης ζιγκολό. Ο παρέχων τις υπηρεσίες του τοις μετρητοίς σε μοναχικές γυναίκες κάποιας ηλικίας. (Και καμμιά φορά σε ζευγάρια αλλά μόνο ενεργητικός και μόνο με την γυναίκα). Εκτός από το στρέιτ ζιγκόλι υπάρχει και το πουστροζιγκόλι.

- Είδα την Βάνα με ένα ζιγκόλι. - Μόνο με ένα;

Μαύρα μου νιάτα και πού τσαλακωθήκατε (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το χτύπημα αντρικού κεφαλιού με γυναικείο τσόκαρο.

  2. Μεταφορικά, το πνίξιμο της γνώμης του παντόφλα με συνοπτικές διαδικασίες. Το κανονικό καπέλωμα από την συμβία.

- Θα έρθει ο Κώστας για το ποκεράκι;
- Άκυρο. Έφαγε τσοκαριά.

Το κράνος σώζει ζωές... (από Marco De Sade, 18/03/09)Βαρέα και ανθυγιεινά (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασπαρτού (passe partout):
Το πουστροζιγκόλι, γιατί παίζει παντού. Και σε ξερό και σε χορτάρι.

(Τσατσά στο τηλέφωνο)
- Συγνώμη κύριε Π. αλλά δεν μπορώ να σας βρώ πασπαρτού για σήμερα. Είναι όλοι αγκαζέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καγκελώνω. Παγώνω. Μένω άναυδος έκπληκτος. Μένω μαλάκας.

Έμεινα κάγκελο με αυτά που μου είπε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μένω άναυδος/άφωνος. Παγώνω. Μένω κάγκελο.

Ρε μαλάκα, μιλάμε καγκέλωσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γκόμενα που πάει με όποιον λάχει και τά 'χει. Η καθ΄έξιν ξεπέτα. Η μιάς χρήσεως.

  2. Μερικές φορές ακόμα και αυτή που απλά δείχνει να έχει αυτό το στύλ.

  1. «...Όμως τις διεθνείς και ντόπιες καπότες τύπου Πάρις τις ξέρουν όλες...»
    (από το άρθρο. «Τα προβλήματα, οι λύσεις και η τρίχα από τα αρχίδια του Κινγκιννάτου»)

  2. Μπορεί να είναι κυριλέ, αλλά εμένα για καπότα μου φαίνεται.

Αλλά ωραία καπότα... (από Marco De Sade, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified