Το γλυκό -συνήθως ανατολίτικης προέλευσης- που είναι τίγκα στο σιρόπι. Ένας τρώει, δύο παθαίνουν ζάχαρο. Είναι ό,τι πείς για χέσιμο.
Μπινελικώθηκα σήμερα με κάτι μπινελίκια απίστευτα. Μπινέδιασα σου λέω με τόσα σορόπια...
Το γλυκό -συνήθως ανατολίτικης προέλευσης- που είναι τίγκα στο σιρόπι. Ένας τρώει, δύο παθαίνουν ζάχαρο. Είναι ό,τι πείς για χέσιμο.
Μπινελικώθηκα σήμερα με κάτι μπινελίκια απίστευτα. Μπινέδιασα σου λέω με τόσα σορόπια...
Got a better definition? Add it!
Published
Ο αρχιβρωμιάρης. Ο λέρας. Αυτός που πλένεται μόνο όταν τον πιάσει βροχή στο δρόμο και δεν υπάρχει υπόστεγο να κρυφτεί.
Ο διεφθαρμένος δημόσιος λειτουργός. Ο από όπου και να τον πιάσεις λερώνεσαι.
Μιλάμε για βρωμύλο με διεθνή βραβεία. Καραζέχνει ο τύπος, αλλά γαμεί καλά μουνιά. Οι γυναίκες είναι ανώμαλες...
Βλ. και: ασβός, ο, βρωμέας, ο, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λεσβία, η τζιβιτζιλού, η πλακομούνα. Η γυναίκα που αντροφέρνει παραπάνω από το κανονικό, μερικές φορές όχι χωρίς αιτία.
Λέγεται και «αρσενίκω».
Πού πάς ρε μαλάκα, αυτή είναι αρσενικιά...
Σχετικά: λεσβολιδοσκοπώ, καραλέσβιο, λεσβία από κούνια, λέσβω / λεσβόγκα, τριβίδι, μπιφτεκού
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μπάρ (ή το κλαμπ) που σερβίρει εκ πεποιθήσεως μόνο μπόμπα. Πετρέλαιο κίνησης σε τιμή βενζίνης 100 οκτανίων. Εκεί που χάνει κανείς το φώς του με την πρώτη γουλιά.
- Πήγαμε σε ένα μπομπάδικο χτές...
- Πόσα ήπιατε;
- Ένα. Γι αυτό και περπατάμε ακόμα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το δοχείο με το «γνήσιο» ουίσκι Σκωτίας (demijohn). Ο μισός Τζόν. Ο άλλος μισός την πούλεψε για να σωθεί.
Η ελληνική απάντηση στην πολυεθνική βιομηχανία του πιοτού. Γνήσιο απόσταγμα βιοτεχνίας φτιαγμένο με μεράκι για το κάθε κοροϊδάκι. Από Νέρωνες για μελλοθάνατους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γκομενάρα. Η δίμετρη. Φρεγάτα πλήρως εξοπλισμένη και ετοιμόγαμη. Βρίσκεται πάντα εκεί που στρίβουν όλα τα κεφάλια.
Από τον τάκο=τακούνι (αναγκαία συνθήκη).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η έτοιμη, η ψημένη, η ανοιχτομπούτω (με την καλή έννοια). Η γυναίκα των ονείρων μας.
Το αντίθετο της πούστρας και της τζαμπακαβλώστρας.
Τις περισσότερες φορές δεν είναι παρά μία ακόμα ανδρική παραίσθηση (σκέψου να πίναμε και κανά ψυχότροπο, τί θα βλέπαμε).
Η Λία είναι ετοιμόγαμη. Ποιος πούστης θα είναι ο τυχερός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ιδανική γυναίκα για τους άντρες που δεν γουστάρουν να μιλάνε πολύ (για το μέλλον και για τις βασικές ανάγκες του φυσιολογικού ανθρώπου). Η ετοιμόγαμη. Αυτή που μας δίνει αυτό που θέλουμε.
Καμμιά φορά το παρακάνει στην εξυπηρέτηση των δεινοπαθούντων. Αν αυτό σας κάνει να νιώθετε άβολα, μην την παντρεύεστε.
Από την άλλη πλευρά, ένας τέτοιος γάμος σας ανοίγει τις πόρτες για να διεκδικήσετε την δημαρχία.
(Ας είναι καλά η κοπέλα).
Η Σούλα είναι ανοιχτομπούτω. Θα πάει σίγουρα παράδεισο.
Βλ. και ανοίξαμε και σας περιμένουμε
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η χαρά των μπάρμεν και των μπουζουκο-ιδιοκτητών. Πιες-πιες, έχεις γίνει κουδούνι και το πολύ-πολύ να καταφέρεις να τσιμπήσεις κανά βυζί αν είσαι γρήγορος. Γίνεσαι ρόμπα χωρίς να αποκομίσεις τίποτα. Άσε που αυτοί που ξέρουν, γελάνε πίσω από την πλάτη σου.
Το συγκεκριμένο είδος γκόμενας έχει επικηρυχτεί από τους ταξιτζήδες γιατί προκαλεί αθέμιτο ανταγωνισμό.
- Έχεις εκατό ευρώπουλα να με δανείσεις; - Τί έπαθες; - Τίποτα. Επένδυσα σε τζαμπακαβλώστρα.
Βλ. και ανάφτρα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο σκάρτος ταρίφας. Αυτός που δεν σταματάει, που κλέβει με το ταξίμετρο, που δεν έχει ρέστα, που το ταξί του ζέχνει, κλπ. Όταν είναι πολλοί μαζί, λέγονται και «κίτρινη μαφία».
Η έκφραση «ταριφόσκυλο» θεωρείται άκρως προσβλητική από τον κλάδο, οπότε αν αποκαλέσετε κάποιον έτσι, καλά θα είναι να έχετε και κανένα κατσαβίδι μαζί, για να μονομαχήσετε επί ίσοις όροις.
Ουστ ρε ταριφόσκυλο! Να με πλήρωνες δεν έμπαινα μέσα στο σαπάκι σου...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified