Αραβική (Αιγυπτιακή) παροιμία για τον ξελιγωμένο για γυναικά.
- Ρε τον μαλάκα, πού το βρήκε αυτό το φρόκαλο;
- Αφού ξέρεις ... όποιος δεν είδε «κρέας», είδε το μουνί της μάνας του και τρελάθηκε!
Αραβική (Αιγυπτιακή) παροιμία για τον ξελιγωμένο για γυναικά.
- Ρε τον μαλάκα, πού το βρήκε αυτό το φρόκαλο;
- Αφού ξέρεις ... όποιος δεν είδε «κρέας», είδε το μουνί της μάνας του και τρελάθηκε!
Got a better definition? Add it!
Κίνημα των σεξουαλικά πεινασμένων - Γαμάω Ό,τι Βρω (ΓΟΒ).
- Ωχ τι «κάρο» σέρνει πάλι μαζί του ο Κώστας!
- Ε αφού είναι του ΓΟΒ, τι περίμενες;
Got a better definition? Add it!
Λέγεται περιπαικτικά και δηκτικά σε κάποιον από την παρέα που κλάνει χωρίς να χρησιμοποιεί πορδοσιλανσιέ (δηλ. κλάνει ηχηρά).
Ακούστε ρε μάγκες πώς τρίζει η φωλιά του πούτσου μου!
Got a better definition? Add it!
«Ψαγμένη» παρότρυνση.
Ακούστηκε στο «Εσπέρια», απο ενθουσιώδη τσοντοθεατή, την πάλαι ποτέ καλή εποχή!
Got a better definition? Add it!
Ατάκα εποχής, δανεισμένη απο την γνωστή διαφήμηση του ΒΟΚΤΑΣ.
Ο Λάκης βλέποντας τον φίλο του να έχει καρφωθεί στη ξαπλωμένη μπρούμυτα μουνάρα στη πλαζ, του πετάει την ατάκα:
- Αυτός ο κώλος που κοιτάς, είναι θρεμμένος με «Βοκτάς»...
... και γίνεται ο χαμός (γιατί το άκουσαν κι οι διπλανοί που απολάμβαναν το ίδιο θέαμα).
... (η μουνάρα συνεχίζει ακάθεκτη την ηλιοθεραπεία).
Got a better definition? Add it!
«Same Shit Different Day»
Παρόμοιο με το δικό μας «...Τα ίδια σκατά».
(στο γραφείο)
- Πώς είναι τα πράγματα σήμερα;
- SSDD.
Got a better definition? Add it!
Η φακάτη (γκόμενα) = η γαμιστερή (και γαμάτη) η πολύ ωραία και επιθυμητή ([σλουρπ]...)
- Όλες οι φακάτες, στα πρωϊνάδικα μαζεύτηκαν.
- Μρρρρρρρ!
από το αγγλικό fuck
Got a better definition? Add it!
Αυτονόητος ορισμός. Η «βρισιά» αυτή ακούστηκε σε ένα καυγά, μεταξύ δυο γριών, εν έτει 1975, έξω από το κτίριο της τότε Βιομηχανικής (για τους παλιούς).
Άντε μωρή σαμιαμιδογλειμμένη!
Got a better definition? Add it!
Είναι αυτό που λέμε... και ολίγον gay.
Ρε σεις, δεν το ξέρατε για τον Τάκη; Είναι γάτα κι αλεπού και τον παίρνει πού και πού! ...
Got a better definition? Add it!
Οι γείτονες στην απέναντι πλευρά του δρόμου (across the street). Συνηθισμένη λέξη στους Έλληνες της Αμερικής (τουλάστιχον στις πρώτες γενιές).
- Πολύ μπίζι (busy) αυτοί οι ακροσοστρίτες ρε παιδί μου.
- Yeah.
Got a better definition? Add it!