«Γίνομαι φραπόγαλο»: ταρακουνιέμαι πολύ (από την άτσαλη οδήγηση κάποιου, από το καράβι όταν έχει κύμα, από κενά αέρος κατά την πτήση κλπ.).
Μην το πας από τις λακκούβες ρε Γιάννη, φραπόγαλο γίναμε!
«Γίνομαι φραπόγαλο»: ταρακουνιέμαι πολύ (από την άτσαλη οδήγηση κάποιου, από το καράβι όταν έχει κύμα, από κενά αέρος κατά την πτήση κλπ.).
Μην το πας από τις λακκούβες ρε Γιάννη, φραπόγαλο γίναμε!
Got a better definition? Add it!
Παλιά λέξη για τη σύφιλη. Εκ του male di Francia = αρρώστια της Γαλλίας.
- Έλα Φιφίν, να παίξουμε οι δυο μας την πουτάνα.
- Πάει. Εγώ είμαι ο πελάτης. Κάνε πως με πλησιάζεις.
[...]
- Αν θες, αντρούλη μου, πάμε εκει πέρα στο γιαπί και μου τη χώνεις από πίσω.
- Πολύ μ' αρέσει αυτό.
- Δεν το λένε έτσι. Λένε: «Πρέπει να σου 'χει σαπίσει από τη μαλαφράντζα για να γαμιέσαι από τη χεζότρυπα, έτσι δεν είναι, γκαμήλα;». Κι εγώ σου λέω: «Όχι μωρό μου. Είμαι καθαρή και απολύτως υγιής. Έλα να δεις το ροδοκόκκινο σκιστό μου.»
- Αν μιλάς συνέχεια εσύ, δεν μπορούμε να παίξουμε άλλο!
(Πιερ Λουΐς, «Μικρές ερωτικές σκηνές», μτφρ. Στράτος Κακαδέλης, εκδ. Ερατώ, Αθήνα 2000)
Got a better definition? Add it!
Ο άξεστος χωριάτης. Περίπου συνώνυμο των μπουρτζόβλαχος και μπαστουνόβλαχος, μόνο που το σκατίβλαχος είναι πιο υποτιμητικό ακόμη, και ενέχει και την έννοια του βρωμιάρη.
Σχόλιο 1: Αυτή η λέξη είναι αρκετά παλιά. Πιθανολογώ ότι είναι παλιότερη από τα σκατίφλωρος και σκατίπουστα, και ότι επομένως έχει αποτελέσει το πρότυπο για το σχηματισμό τους. Σ' εκείνα τα λήμματα, ιδίως στο πρώτο, θα δείτε και τον προβληματισμό περί του ετύμου και της ορθογραφίας τους.
Σχόλιο 2: Τα περί Βλάχων, και πώς η λέξη έφτασε να σημαίνει τον άξεστο, ακαλλιέργητο, χωρίς τρόπους άνθρωπο, είναι σε γενικές γραμμές γνωστά. Ας αναφέρουμε εν περιλήψει ότι είναι μία [φυλή; εθνότητα; ομάδα;] με δύο βασικά κοινωνικά παρακλάδια: τους νομάδες και τους εγκατεστημένους. Οι νομάδες ήταν βοσκοί. Ως μη έχοντες μόνιμη κατοικία, επέσυραν επάνω τους όλα τα στερεότυπα του ανέστιου/φερέοικου, όπως και οι Γύφτοι. Οι εγκατεστημένοι αντιθέτως αποτελούν καύχημα για την Ελλάδα, ήσαν έμποροι με αξιόλογη δράση στην Ελλάδα και τις παροικίες, φορείς επικοινωνίας της τουρκοκρατούμενης χώρας με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πολλοί (π.χ. Αβέρωφ και Τοσίτσας) υπήρξαν μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες, και τα λοιπά.
Όλα αυτά (και πολύ περισσότερα) είναι γνωστά. Εκείνο που δεν ξέρω αν έχει θιγεί πουθενά στη βιβλιογραφία είναι ότι στη διαμόρφωση του στερεοτύπου για τον άξεστο Βλάχο έχει παίξει σημαντικό ρόλο το θέατρο σκιών: ο Μπαρμπαγιώργος (ρουμελιώτης τσέλιγκας, θείος του Καραγκιόζη) είναι η κατεξοχήν καρικατούρα αυτού του τύπου. Παρόλο που ο ίδιος ως χαρακτήρας δεν είναι ακριβώς άξεστος, αλλά μάλλον απλοϊκός και τραχύς -ωστόσο τίμιος, γενναίος και κιμπάρης -, ο πονηρός Καραγκιόζης έτσι τον αντιμετωπίζει.
Σημειωτέον ότι ο Μπαρμπαγιώργος δεν είναι κυριολεκτικά Βλάχος: μιλάει ελληνικά, όχι βλάχικα (που είναι λατινογενής γλώσσα). Βλάχο τον λέει ο Καραγκιόζης. Άρα το στερεότυπο υπήρχε ήδη όταν δημιουργήθηκε αυτός ο χαρακτήρας του θεάτρου σκιών.
Ίσα ρε βλαχατερό που θα μου κάνεις εμένα και μπιπ! Να πας στο χωριό σου να κορνάρεις, άει σιχτίρ να πούμε πια με τους σκατίβλαχους εδώ μέσα!
Got a better definition? Add it!
Ο νεάζων. Ή, ακριβέστερα, ο πραγματικός νέος, αφού δε λέμε για τον προχωρημένης ηλικίας «είναι τζόβενο» αλλά «το παίζει τζόβενο». Άρα το παίζει νέος, άρα «τζόβενο» είναι ο νέος. Είδατε; Αλλά το χρησιμοποιούμε μόνο σε εκφράσεις όπως «το παίζει τζόβενο», «παριστάνει το -», «κάνει το -» κλπ., προκειμένου για άτομα (κυρίως άντρες) που ντύνονται, μιλούν και φέρονται σαν να ήταν νεότεροι απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα, χωρίς όμως να είναι και πολύ πειστικοί στην απάτη τους.
Αρκετά παλιομοδίτικη λέξη, ωστόσο ακούγεται ακόμη αρκετά ως ήπια αργκό. Εκ του ιταλικού gioveno= νέος.
- Ρε μάνα, τι γελοίος είναι αυτός ο θείος ο Κώστας, σόρι κιόλας. Πού θυμήθηκε στα γεράματα να το παίζει τζόβενο, με το βαμμένο μαλλί και τα τάχα μου και μοντέρνα ρούχα...
- Ε όχι και γεράματα! Ο θείος σου ο Κώστας είναι στην ηλικία μου, λίγο μεγαλύτερος.
- Ε αυτό λέω!
βλ. και πουρέιτζερ, ο
Got a better definition? Add it!
Τα λεφτά, τα χρήματα, τα φράγκα, ο μπερντές, ο παράς, τα μπικικίνια, το ρευστό, τα τάληρα, το μαλλί, τα μαϊδιά (το τελευταίο είναι δωδεκανησιακό).
Ετυμολογία: γκαφ < γκαφρά < φράγκα.
(Μουσικοί σε ταβέρνα. Έχουν τελειώσει το πρόγραμμά τους.)
- Ε, τι λέτε, καλά μας δεν ήταν; Τιγκανάνθρωποι σιγά σιγά;
- Ποιος θα πάει στον έτσι για τα γκαφ;
- Πας;
- Πάλι εγώ ρε μαλάκα; Πήγαινε εσύ.
- Αφού εσύ είχες πει ότι θα πας.
- Πήγαινε ρε μαλάκα, τι ντρέπεσαι; Ελεημοσύνη θα ζητήσεις; Δουλεμένα τα 'χουμε.
- Ξεκόλλα μαλάκα, πήγαινε πάρ' τα να πάμε σπίτια μας.
(Κ.ο.κ. επί μία ώρα...)
Got a better definition? Add it!
Τρώω. Κυρίως δε, τρώω μεγάλες ποσότητες ευτελών τροφών μόνο για τη χόρταση ή τη λιγούρα, παραμελώντας πλήρως τις λεπτότερες απολαύσεις του γκουρμέ ουρανίσκου μου. Το αποτέλεσμα είναι μία αίσθηση τσιμέντου στο στομάχι, ότι δηλαδή την έχεις κάνει ταράτσα, την έχεις τυλώσει.
Όποιος έχει ήδη διαβάσει το λήμμα για την άλλη έννοια του ιδίου ρήματος, θα βρει ίσως ενδιαφέρον ότι και σ' αυτήν εδώ την έννοια, συνώνυμο είναι το σαβουρώνω.
-Μαλάκα πείνασα. Πάμε να σαβουρώσουμε τίποτα;
-Φίλε έχω μπαζώσει. Είμαι με τρία πιττόγυρα πριν μια ώρα, δεν κατεβαίνει τίποτα. Πάμε άμα θες, αλλά εγώ θα πάρω καφέ.
Σχετικά: κτηνιάζω, κατεβάζω γατοκέφαλα, σαβουριάζω, φασφουντάς
Got a better definition? Add it!
Δεν είναι λήμμα, είναι αντιλήμμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι δε θεωρώ καταχωρήσιμο.
Τώρα με τις ζέστες, που όλοι ντύνονται πιο ελαφρά και άρα πιο αποκαλυπτικά, δυο φίλοι, άντρες, περπατάνε στο δρόμο και έχουν αλληθωρίσει να χαζεύουν γκόμενες. Οπότε, ο ένας από τους δύο σχολιάζει: «Ανθίσαν οι μουνόκηποι!»
Αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί λήμμα της αργκό. Όχι γιατί δεν είναι αργκό: σαφώς και είναι. Όμως, ήταν ένας αυτοσχεδιασμός της στιγμής. Ο τύπος το έβγαλε από το κεφάλι του. Βέβαια, δεν είναι καμία παράξενη, τραβηγμένη έμπνευση: δεν αποκλείεται να έχει ξαναειπωθεί στο παρελθόν, από άλλον που επίσης το έβγαλε από το κεφάλι του. Έστω κι έτσι όμως, διατηρεί την ιδιότητα του «άπαξ ειρημένου», της αυτοσχέδιας έμπνευσης.
Η λειτουργία της αυτοσχέδιας έμπνευσης μέσα στο λόγο είναι τελείως διαφορετική από εκείνην της στάνταρ έκφρασης, όσο κι αν η στάνταρ έκφραση είναι σπάνια και πετυχημένη. Εφόσον δεχτούμε ότι και τα δύο είναι καλά (όπου καλό = περιγραφικά εύστοχο, συλλογιστικά όχι πολύ τραβηγμένο, πρωτότυπο και αστείο), τότε το αυτοσχέδιο προκαλεί αντιδράσεις του τύπου «τον πούστη, πώς του ήρθε αυτό», ενώ το στάνταρ αντιδράσεις του τύπου «τον πούστη, πού τη θυμήθηκε αυτή την έκφραση, ταιριάζει κουτί εδώ». Ήτοι, στη μία περίπτωση εξαίρεται η ευρηματικότητα του σχολιαστή και στην άλλη ο συνδυαστικός του νους. Συνεπώς, η τυχόν πολιτιγράφηση μιας τέτοιας έκφρασης της αλλάζει κατηγορία, πράγμα που αποτελεί μία αθέμιτη παρέμβαση του λεξικογράφου επί της ζωντανής γλώσσας.
Εκτός από κατηγορία, συνήθως αλλάζει και επίπεδο, επί τα χείρω. Αν αυτός που έβγαλε την έκφραση, μετά από λίγο καιρό την ξαναπεί, η πιθανή αντίδραση θα είναι «έλα μαλάκα, το 'πες μια φορά και γελάσαμε, μην το κάνεις τώρα και μανιέρα». Αν το πει άλλος που το 'χει ακούσει, η αντίδραση θα είναι ακόμη χειρότερη: «αντιγράφεις τα αστεία του Α;». Και αν το πει ένας άσχετος, γάμησέ τα: «τι έγινε, διαβάζεις κάθε βράδυ σλανγκ-τζ.ρ. για να μας κάνεις το πρωί φιγούρα;».
Βέβαια, και οι τρεις αυτές αντιδράσεις προϋποθέτουν ότι ο ακροατής ξέρει την προέλευση της φράσης. Αν δεν την ξέρει, μπορεί απλώς να σκεφτεί «τον πούστη πού τα βρίσκει». Αυτό όμως είναι μία φτηνή απάτη εκ μέρους εκείνου που λέει τη φράση.
Ένας άλλος λόγος που τέτοιες εκφράσεις δε χρειάζεται να αναρτώνται είναι ότι κανείς δε χρειάζεται βοήθεια για να τις καταλάβει, ίσα ίσα που αν τις αναλύσεις χάνουν τη χάρη τους.
Τα 'παμε!
Got a better definition? Add it!
Ο δις γάιδαρος (ισούται με 4 ημιόνους, άρα ο μουλαρομουλαρομουλαρομούλαρος).
Σύνθετο απο το γαϊδούρι (με την έννοια του αγενούς, δίχως τρόπους ανθρώπου) και τον γάιδαρο (με την ίδια ακριβώς έννοια).
Δεν είναι καμιά βαριά προσβολή, λέγεται μάλλον χαριτολογώντας για να μειώσουμε, με μια νότα χιούμορ, τη δριμύτητα της επίπληξής μας -που, πάντως, δεν έγινε άδικα- προς κάποιον που φέρεται με προπέτεια.
- Αν σε ξανακούσω να μιλάς έτσι στη μάνα σου, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα, κατάλαβες νεαρέ;
- Μα μπαμπά...
- Σκασμός! Γαϊδουρογάιδαρε!
Got a better definition? Add it!
Περί ανθρώπων, με τον ουδέτερο τύπο να αναφέρεται σε άνδρες και το θηλυκό σε γυναίκες: χιουμοριστικά δήθεν απαξιωτικός τρόπος να χαρακτηρίσουμε κάποιον που «μεγάλωσε πια», «δεν είναι παιδί». Ανάλογο για τους άνδρες το μαντράχαλος.
Περί πραγμάτων, μόνο στο ουδέτερο: μεγάλο, υπερβολικά / ενοχλητικά μεγάλο αντικείμενο, γκουμούτσα, τέρας, χτήνος.
Καλά, 32 χρονών γαϊδούρι ακόμα με τους γονείς του μένει;
Κόρη μου, δεν είσαι πια κοριτσάκι. Έχεις γίνει κοτζάμ γαϊδούρα κι είναι καιρός να αρχίσεις να παίρνεις μερικά πράγματα λίγο πιο σοβαρά. Εμάς πόσο πια θα μας κρατάνε τα πόδια μας; Ο πατέρας σου έχει κουραστεί πολύ για σας, για όλους μας. (...Μπλα μπλα, εν ολίγοις «άει παντρέψου να συχάσουμε κι απ' αυτό το βραχνά».)
-Θα χωρέσουν και τα ηχεία στο πορτ-μπαγκάζ; -Κοίτα, έχω πολλά πράγματα. Αν είναι τίποτα γαϊδούρια, καλύτερα να τα βάλουμε στο πίσω κάθισμα.
Got a better definition? Add it!
Συσκευή (ή και πρόγραμμα του Η/Υ) που αναλαμβάνει και κάνει μια δουλειά για λογαριασμό μας, όπως π.χ. το αυτόματο ποτιστικό, ο φούρνος με χρονοδιακόπτη, το πλέι λιστ κλπ.
Ντιτζέι σε μαγαζί αφήνει το πόστο του και αράζει με φίλους του. Ένας φίλος του λέει:
- Μια χαρά αραχτό σε βρίσκω. Το πρόγραμμα ποιος θα το κάνει, ο αλβανός;
Got a better definition? Add it!