Είδος πίπας για το κάπνισμα χασισίου. Αποτελείται από ένα σωλήνα, μήκους περίπου 12-20 εκατοστών, όχι εντελώς κυλινδρικό, αλλά ελαφρώς κωνικό, με εσωτερικό άνοιγμα ίσαμε ένα δάχτυλο στη λεπτή άκρη και κάτι παραπάνω στη χοντρή, ξύλινο ή πέτρινο ή κεραμικό ή πορσελάνινο, και από μία πετρούλα ή κομμάτι άλλου υλικού, με ακανόνιστο σχήμα. Λειτουργεί δε ως εξής:

Ρίχνουμε την πέτρα στο σωλήνα. Οι αναλογίες μεγεθών είναι τέτοιες, ώστε η πέτρα φρακάρει σε ένα βάθος περίπου πέντε εκατοστών από τη χοντρή άκρη του σωλήνα. Βάζουμε μία μικρή ποσότητα μη νόμιμης ουσίας, τόσο που να μπορούμε να το καπνίσουμε σε μία μόνο τζούρα. Η μικρή αυτή ποσότητα στέκεται στην πέτρα. Το ακανόνιστο σχήμα της πέτρας αφήνει κάποιες χαραμάδες μεταξύ αυτής και των εσωτερικών τοιχωμάτων του σωλήνα, πολύ μικρές για να φύγουν ρινίσματα της μη νόμιμης ουσίας, αλλά αρκετά μεγάλες για να περνάει αέρας. Ανάβουμε με τον αναπτήρα στη χοντρή άκρη, και ταυτόχρονα ρουφάμε από την λεπτή, κρατώντας τον αναμμένο. Το ρούφηγμα είναι κανονική εισπνοή, όχι όπως στο τσιγάρο αλλά όπως στο ναργιλέ: ρουφάμε δηλαδή με τα πλεμόνια, όχι με τα μάγουλα. Αν η ποσότητα είναι τόσο μικρή (ή η εισπνοή μας τόσο μεγάλη) ώστε όντως να το τραβήξουμε όλο σε μια τζούρα, έχουμε πετύχει το 100% της αποδοτικότητας της μη νόμιμης ουσίας, αφού το κάθε μόριο των αναθυμιάσεων πήγε κατευθείαν στα σωθικά μας, ο αέρας δεν ήπιε τίποτα. Επαναλαμβάνουμε όσες φορές χρειαστεί.

Το τσελέμι είναι πιο αποτελεσματικό από τον μπάφο, γιατί με λιγότερη μη νόμιμη ουσία την ακούς περισσότερο και πιο γρήγορα, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο ευχάριστο. Είναι πάντως πολύ καλό για όσους δε γουστάρουν καθόλου τον καπνό.

-Είσαι να πιούμε ένα τσελέμι;
-Όχι ρε μαλάκα, δεν τα μπορώ αυτά τα πράγματα. Κάτσε να στρίψουμε ένα τσιγάρο σαν άνθρωποι.
-Ρε συ, έχω πολύ λίγο. Να την ακούσουμε και λίγο, στο τσιγάρο δε θα καταλάβουμε τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας προσθέσουμε στην ερμηνεία του Ικάρου ότι η μετοχή φρικαρισμένος έχει κάπως διαφοροποιημένη σημασία: μπορεί ενίοτε να σημαίνει εκείνον που επί κάποιο διάστημα είναι σε διαρκή κατάσταση όχι μόνο οργής αλλά και κλονισμένων νεύρων, ευερέθιστος, αφηρημένος, χαμένος, γενικά έτοιμος να κλατάρει.

α. -Τι έχει ρε συ ο Φώτης και είναι έτσι φρικαρισμένος τον τελευταίο καιρό;
-Ε μωρέ, έχει πολλά. Είναι στα χωρίσματα με τη γυναίκα του, στη δουλειά γαμιέται, έχει και τη μάνα του άρρωστη, τι να σου κάνει ο άνθρωπος;

β. Μα τι πόλη! Όλοι σα φρικαρισμένοι οδηγούν! Πώς ζείτε εδω πέρα, με λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με εξαιρετική επίδοση στις παράλληλες, συνεκδοχικές ή και ολωσδιόλου άσχετες σημασίες. Μια λέξη μπαλαντέρ (αν και στην τράπουλα ο παπάς είναι άλλο φύλλο!)

  1. Ο ρήγας, αυτό το είπαμε. Αλλά όχι λόγω επιβλητικότητας, λόγω γενειάδας. Κανονικά η εικόνα δείχνει ένα βασιλιά, εξ ου και το Κ (king), αλλά οι Έλληνες τον είδαν παπά.

  2. Το παιχνίδι «εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού 'ν' ο παπάς», που, αν και παίζεται με τραπουλόχαρτα, δεν είναι χαρτοπαίγνιο.

Εγκυκλ.: Ο παπατζής τη στήνει σ' ένα πεζοδρόμιο, μ' ένα ελαφρό διπλωτό τραπεζάκι (για να μπορεί να το μαζέψει στα γρήγορα και να γίνει μπουχός μόλις παραστεί χρεία). Πάνω στο τραπεζάκι έχει τρία φύλλα, από τα οποία ένα είναι παπάς (ρήγας). Τα δείχνει ανοιχτά στον παίχτη, εκείνος στοιχηματίζει κάποιο ποσό, μετά ο παπατζής τα κλείνει και με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις τα φέρνει βόλτες στο τραπέζι ανακατεύοντάς τα, επαναλαμβάνοντας τη μαγική επωδή «εδώ παπάς, εκεί παπάς, εδώ παπάς, εκεί παπάς...», μέχρι που κάποια στιγμή τα ακινητοποιεί και λέει «πού είν' ο παπάς;». Ο παίχτης δείχνει ποιο χαρτί νομίζει ότι είναι ο παπάς, ο παπατζής ανοίγει τα χαρτιά, ο παίχτης έχει κάνει λάθος, χάνει τα φράγκα του και πάει στη δουλειά του.

Το παιχνίδι αυτό έχει κηρυχθεί παράνομο από πολύ παλιά. Σήμερα δεν υπάρχει κανείς που να αγνοεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις τον παπατζή (εκτός αν σ' αφήσει να κερδίσεις μικροποσά στην αρχή για να σε δελεάσει να ποντάρεις περισσότερα). Οι μόνοι που κερδίζουν είναι οι βαλτοί κράχτες, τα λεγόμενα λαμόγια (αυτό εσήμαινε αρχικά η λέξη). Ωστόσο, το παιχνίδι παραμένει επικίνδυνο, εξ άλλων, παράπλευρων λόγων: όπου τη στήσει ένας παπατζής, θα συγκεντρωθεί ένα έστω και περιορισμένο πλήθος περίεργων, που θα συνωθούνται για να δουν τους άλλους να χάνουν τα λεφτά τους και να νιώσουν την κρυφή χαρά ότι οι ίδιοι ήξεραν πού είναι ο παπάς, και μέσα σ' αυτό το στριμωξίδι δρουν άνετα οι πορτοφολάδες, που συνήθως είναι συνέταιροι με τον παπατζή.

Το ίδιο παιχνίδι παίζεται και με τρία μικρά αδιαφανή ποτηράκια ή δαχτυλήθρες, γυρισμένα απίστομα, που το ένα κρύβει από κάτω ένα στραγάλι ή μια μπιλίτσα.

  1. Κλωναράκι χασισιάς σε εντελώς ακατέργαστη μορφή, με τα φύλλα και τα ανθάκια. Τα ανθάκια της κάνναβης έχουν κάτι μυτούλες που σχηματίζουν θυσάνους (εξ ου και η ονομασία φούντα), που με λίγη φαντασία θυμίζουν γένια, όθεν και η λέξη (βλ. και παπαδέρα).

  2. Η πρώτη χάντρα του κομπολογιού. Είναι μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες, και από την τρύπα της (μόνο αυτής) περνάνε και οι δύο άκρες του κορδονιού. Λέγεται και τσαμπουκάς. (Πηγή: Vrastaman).

  3. Το φίλτρο εισερχόμενου αέρος στη μηχανή του αυτοκινήτου, όπως με πληροφορεί ο Αυτοκτονημένος (ευχαριστώ!).

  4. Επίτευγμα μεγάλης δεξιοτεχνίας στη μουσική εκτέλεση, στη φράση «παίζω παπάδες». (Βλ. και παπάδες).

  5. Φρ. τρώω παπάδες: δεν έχω τι να φάω, περνάω φτώχειες.

  6. Φρ. βρέχει παπάδες: βρέχει πολύ δυνατά, βρέχει καρεκλοπόδαρα / καλέκλες, βρέχει με το τουλούμι. (Πηγή: Hank).

  1. Φουλ του άσσου με παπάδες.

  2. Στον παπά τα κονομούσα
    και σε σένα τ' ακουμπούσα,
    γιατί σ' είχα στην καρδιά μου,
    τέλεια νοικοκυρά μου.

Έπαιζα και δαχτυλήθρες
μα εσύ μου ξηγιόσουν τρίχες
κι έτρωγες τα τάληρά μου
μ' άλλονε, νοικοκυρά μου.

(Ευ. Παπάζογλου, «Παπατζής»)

  1. -Μα πόση ώρα κάνεις να το στρίψεις;
    -Θέλει τρίψιμο, είναι σε παπάδες.

  2. Όχι ρε γαμώτο! Μου 'σπασε το κορδόνι του κομπολογιού, σκόρπισαν οι χάντρες, κι ενώ τις μάζεψα όλες, δε βρίσκω τον παπά! Κρίμα στο κομπολόι!

  3. [Δεν έχω ιδέα από αυτοκίνητα, ας φτιάξει κανείς ένα καλό παράδειγμα.]

  4. Ο μπασίστας δεν πρέπει να παίζει παπάδες. Εμένα μ' αρέσει να είναι λιτός και σταθερός, να στηρίζει τα άλλα όργανα. Θέλει μαγκιά να ξέρεις να παίζεις λίγα.

  5. Μου 'πανε μην μπλέξεις τα σκυλιά με τους ροκάδες,
    μα έτσι και δε δούλευα θα τρώγαμε παπάδες,
    έπιασα λοιπόν δουλειά σε μαγαζί.

(Γ. Γιοκαρίνης, «Νοσταλγός του Rock'n'roll»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρύτερη έννοια του ξύλου, του ξυλοδαρμού, της σωματικής βίας, αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο στη γλώσσα μας. Υπάρχουν δεκάδες λέξεις και εκφράσεις που το περιγράφουν. Οι διαφορές μεταξύ τους εντοπίζονται είτε στην ειδικότερη τεχνοτροπία που περιγράφουν, π.χ. άλλο η καρπαζιά κι άλλο το χαστούκι, είτε στη συναισθηματική τους συνδήλωση και τα ψυχο-κοινωνικά συμφραζόμενα στα οποία χρησιμοποιείται η καθεμία, π.χ. άλλο το χαστούκι πάλι και άλλο ο κόλαφος, παρόλο που τεχνικά σημαίνουν το ίδιο.

Πώς εξηγείται το ότι ο Έλληνας έχει αφιερώσει τόσο μεράκι και ευρηματικότητα για να περιγράψει όλες αυτές τις λεπταίσθητες διαβαθμίσεις της ίδιας κατά βάσιν έννοιας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ 1η: Όπως για κάθε ερώτημα που αρχίζει με το «πώς εξηγείται το ότι ο Έλληνας...», έτσι κι εδώ, υπάρχει η θεωρία-παντοβότανο «400 χρόνια σκλαβιά» (αλήθεια, αυτή η φράση δε θα 'πρεπε να μπει στο λεξικό μας;). Ο τουρκοκρατούμενος ραγιάς Έλληνας υφίστατο κάθε λογής ταπεινώσεις και καταπατήσεις της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας του, έτρωγε πολύ «ξύλο» (συμβολικό, αλλά διόλου σπάνια και κανονικό), πράγμα που έφτασε να χαρακτηρίζει πλέον τη ζωή και τη σκέψη του, να γίνει μία βασική έννοια την οποία επεξεργάστηκε σε μεγάλο βάθος και έκταση.
Ντάξει, δε με πείθει και πολύ, αλλά μιας και την έχω ακούσει, την παραθέτω.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ 2η: Ο Έλληνας είναι γενικά συναισθηματικός, εκρηκτικός, παρεξηγιάρης, και όλη την ώρα έτοιμος να αποδείξει «ποιος είν' αυτός». Αλλά στην πράξη δεν είναι και τόσο βίαιος. Πιο πολύ μιλάει για ξύλο, παρά δέρνει. Οπότε, έχει αναπτύξει και πλούσιο σχετικό λεξιλόγιο.

Ας δούμε μερικά δείγματα αυτού του λεξιλογίου. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πάρα πολλά ακόμη, και σας καλώ να τα μαζέψουμε.

1. Ουσιαστικά: σφαλιάρα, καρπαζιά, κατραπακιά, γροθιά, μπουνιά, κλωτσιά, μάπα, φάπα, μπούφλα, χαστούκι, σκαμπίλι, ανάποδη, ράπισμα, κόλαφος, (ξ)ανάστροφη, μπουκέτο, μπουνίδια, κλωτσίδια, μαπίδια.

Όλα αυτά είναι τύποι χτυπημάτων. Το ράπισμα και ο κόλαφος είναι λόγιες λέξεις, και σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως μεταφορικά.

2. Ρήματα:

2.1. Δίνω, ρίχνω, χώνω / τρώω, αρπάζω, τσιμπάω, μαζεύω / μου 'ρχεται.

Συντασσόμενα με τα ως άνω ουσιαστικά, δηλώνουν τα μεν τρία πρώτα, δίπτωτα, τη δράση (ενεργητική διάθεση, π.χ. του 'χωσα κάτι μαπίδια), τα δε υπόλοιπα, μονόπτωτα, την αποδοχή της δράσης (παθητική διάθεση, π.χ. μάζεψε τις κλωτσιές του και ηρέμησε).

Κάπως πιο εξειδικευμένη είναι η χρήση του δίπτωτου ενεργητικής διαθέσεως σφίγγω: του 'σφιξα δυο σφαλιάρες / ανάστροφες (αλλά όχι μπουκέτα, κλωτσιές κλπ.)

Στην Κρήτη και άλλα νησιά, αντί του ρίχνω χρησιμοποιείται και το παίζω: του 'παιξα μερικές σφαλιάρες.

Το ρήμα παίρνω χρησιμοποιείται επίσης, κατά περίπτωση, με παθητική διάθεση, ως εξής: Με πήρε μια αδέσποτη, με πήραν μερικές.

2.2. Εκτός από τα ως άνω απολεξικοποιημένα ρήματα, υπάρχουν και άλλα που δηλώνουν πληρέστερα την πράξη: Δέρνω, χτυπάω, πλακώνω, χαστουκίζω, γρονθοκοπώ, κλοτσάω.

Όπως βλέπουμε, αυτά είναι λιγότερα και συναισθηματικώς πιο ουδέτερα. Για να χορτάσει ο στόμας σου θες περίφραση, δεν καλύπτεσαι από ένα μονολεκτικό ρήμα. Μόνο το πλακώνω είναι κάπως πιο εκφραστικό.

3. Περιφράσεις που δηλώνουν την κατά κράτος νίκη του δέρνοντος επί του δερομένου, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στην τεχνοτροπία:

3.1. θα σε γαμήσω στο ξύλο, πλακώσω..., ταράξω..., σαπίσω..., σακατέψω..., λιανίσω..., μαυρίσω..., θα σ' τις βρέξω

Το θα σ' τις βρέξω χρησιμοποιείται άνευ ετέρου προσδιορισμού. Δεν είναι καμιά πολύ βαριά απειλή, το λένε κυρίως γονείς προς μικρά παιδιά. Σε άλλα συμφραζόμενα γίνεται παιγνιώδες και χαδιάρικο, π.χ. Πάλι εσύ κέρασες; Θα σ' τις βρέξω!

Τα υπόλοιπα χρειάζονται ένα συμπλήρωμα, εμπρόθετο προσδιορισμό με το σε. Ο προσδ. στο ξύλο πάει με όλα, ενώ με τα περισσότερα πηγαίνουν και οι ειδικότεροι όροι στις σφαλιάρες, στα κλωτσίδια και κάθε άλλο παρεμφερές. Π.χ. Θα σε μαυρίσω / λιανίσω μόνο στο ξύλο, όχι *στα χαστούκια, αλλά θα σε πλακώσω / γαμήσω σε οτιδήποτε. Τα λιανίζω, πλακώνω και σακατεύω πάνε και σκέτα.

3.2. Θα σε κάνω μαύρο, τόπι, τουλούμι, σηκωτό. Και πάλι, μπορούν να συμπληρώνονται με τα εμπρόθετα στο ξύλο, στις μπουνιές κ.λπ. ή και να μπαίνουν σκέτα.

[Εγκυκλ.: το τόπι και το τουλούμι υπονοούν το πρήξιμο που θα πάθει ο δαρείς (και μετοχή παθητικού αορίστου βήτα έχω!) από το ξύλο που θα φάει. Τουλούμι είναι ο ασκός από δέρμα ζώου, που χρησιμοποιόταν παλιά για την αποθήκευση νερού, λαδιού, κρασιού κλπ., και που όταν ήταν γεμάτος και κλεισμένος φούσκωνε κι έδινε την εντύπωση πρηξίματος. Αλλά το τουλούμι χρησιμοποιείται επίσης για το παίξιμο της γκάιντας, όθεν και η πιο σπάνια έκφραση θα σε κάνω γκάιντα.

4. Περιφράσεις που περιγράφουν γενικά μία κατάσταση ξύλου, πιθανώς πολυπρόσωπη / πολυσυμμετοχική. Όλη η έμφαση δεν είναι ούτε στο ποιος ποιον, ούτε στο πώς ακριβώς, αλλά στο πόσο: πολύ!
Πέφτει ξύλο / ξυλίκι / μαπίδι / μπουκετίδι / πέφτουν μάπες / σφαλιάρες, γίνεται τσαμπουκάς, βρέχει σφαλιάρες

Προσοχή: το μαπίδι και το μπουκετίδι (και τα ευκαιριακά τύπου σφαλιαρίδι), εδώ είναι περιεκτικά: σημαίνουν «πολλές μάπες / μπουκέτα κλπ.». Αντίθετα, τα μαπίδια / κλωτσίδια / μπουνίδια του εδαφίου 1 είναι μεμονωμένοι, μετρήσιμοι χτύποι.

5. Ρήματα και περιφράσεις που δηλώνουν τη συμμετοχή κάποιου σε καταστάσεις ξύλου, χωρίς έμφαση ούτε στο πώς ούτε στο αν έριξε πιο πολλές ή έφαγε: Πλακώνομαι, παίζω ξύλο / μάπες / σφαλιάρες. Χρησιμοποιούνται κυρίως στον πληθυντικό, π.χ. πλακωθήκαμε [+/- στο ξύλο] με κάτι γαύρους.

Ειδικά το πλακώνομαι, χωρίς προσδιορισμό, μπορεί και να σημαίνει απλώς «τσακώνομαι», σε φραστικό επίπεδο: Άσε, πλακώθηκα πάλι με τους γέρους μου.

6. Εκφράσεις που δηλώνουν ότι κάποιος χτυπήθηκε από άλλους (μπορεί να έριξε κι αυτός μερικές, αλλά τελικά βγήκε ηττημένος): Τις έφαγα, τις μάζεψα.

Βλέπουμε ότι αυτές είναι πολύ λίγες. Άρα τελικά ενισχύεται η άποψη ότι όλο το θέμα δεν είναι να δέρνεις, αλλά να λες ότι έδειρες. Η περίπτωση να σε έδειραν καλόν είναι να αποσιωπάται όσο είναι δυνατόν.

7. Ανένταχτα ουσιαστικά:

κλωτσοπατινάδα: πολυπρόσωπος καβγάς, με πολύ ξύλο και χωρίς να είναι εύκολο να διακρίνεις ποιος δέρνει ποιον και ποιος κερδίζει. Απλώς αρπάζεις ένα ψάρι και κοπανάς τον πλησιέστερο συμπαίκτη σου.

δείρτης, ξυλοκόπος: αυτός που παίζει καλό ξύλο, και συχνά.

καρπαζοεισπράκτορας: θεωρητικά αυτός που τρώει πολλές καρπαζιές (η καρπαζιά είναι από τα πλέον υποτιμητικά είδη χτυπήματος). Στην πράξη όμως το λέμε για το αιώνιο θύμα, τον υπερβολικά υποχωρητικό, που ποτέ δεν ορθώνει το ανάστημά του και όλοι του τη φοράνε.

Βρεμένη σανίδα, βούρδουλας, μαστίγιο: τεχνικά υποβοηθήματα για το ξύλο. Συνήθως σε φράσεις όπως Α ρε βρεμένη σανίδα που σας χρειάζεται (= είστε αδιόρθωτοι, απαράδεκτοι, τι θέλετε πια για να συνετιστείτε;)

Πού να βάλω παραδείγματα για όλα αυτά! Ιδού μερικά εντελώς ενδεικτικά, αντλημένα από την παγκόσμια ποίηση της ρομαντικής κυρίως περιόδου:

  1. Την πρώτη σού τη χάρισα. Τη δεύτερη, κυρά μου,
    θα σε τρελάνω στις κλωτσιές κι ας εύρω τον μπελά μου.

Την τρίτη και την τέταρτη, κυρά μου, βράσε ρύζι:
πάλι τις μάπες σου θα φας, κι ο κόσμος ας με βρίζει.

(Μ. Βαμβακάρης)

  1. Μπουνιές, κλωτσιές, να το ξέρεις θα σου ρίξω πολλές,
    μπουνιές, κλωτσιές, να το ξέρεις θα σου ρίξω πολλές, γιατί,
    εγώ είμαι άγιος, εγώ είμαι άγιος, μα όμως άμα με τσαντίσουν γίνομαι άγριος.

(Ν. Καρβέλας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα βρέχει. Έτσι το λένε στην Πάρο. Δηλαδή, δε μας κόφτει εμάς, πέρα (στη Νάξο) είναι οι βροντές.

Περιττό λήμμα βέβαια, αλλά άμα στον Πύργο λειτουργάνε, γιατί να μη βροντά και στην Αξά;

Στην Αξά βροντά!!

Got a better definition? Add it!

Published

Άλλη έννοια: ο ψωληφόρος, δηλαδή απλά ο άντρας, σε περιστάσεις όπου και μόνο η παρουσία του είναι δυσάρεστη, π.χ. όταν μαζεύονται πάρα πολλοί (και γίνεται αρχιδόκαμπος) ενώ ελπίζαμε να έχει περισσότερες γκόμενες, ή όταν προκύπτει ότι συνοδεύει μια γκόμενα που την είχαμε για ασυνόδευτη. Λέξη που λέγεται κυρίως από σερνικά παιδιά.

(Το κατατάσσω στους χαρακτηρισμούς καταστάσεων και όχι προσώπων, γιατί το ίδιο πρόσωπο είναι ή δεν είναι ψωλέρ αναλόγως των συνθηκών.)

Παρατήρηση: δε θα υποστήριζα την προφορά -eur που προτείνει ο Χότζας. Η αυθεντική λέξη, στη γλώσσα του Μολιέρου, είναι psolaire, εκ του ύστερου λατινικού psolarius.

1.
- Μαλάκα, είσαι άτυχος! Τώρα που κατέβηκες για κατούρημα, βγήκε από το απέναντι μαγαζί η σερβιτόρα που γουστάρεις. Σχόλαγε, την είδαμε και με τα κανονικά της ρούχα πρώτη φορά.

- Και; Προς τα πού πήγε;

- Άσ' το! Προς το αυτοκίνητο του ψωλέρ της.

2.
- Λέμε να μαζευτούμε απόψε στου Χασάν με Μήτσο και Γιάννη, είσαι;

- Άσε ρε μαλάκα! Τι α πα α κάνουμε πέντε ψωλέρ σ' ένα σπίτι;

(από johnblack, 26/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι πως θα διενοούμην ποτέ να διορθώσω την ΕιρωΝικ, που έχει ήδη φτιάξει το ομώνυμο λήμμα. Αλλά, μιας και σκέφτηκα να ψάξω αν μια φράση που μου 'ρθε στο νου έχει καταχωρηθεί, και δεν τη βρήκα 100% όπως την έψαχνα, είπα να την προσθέσω, εν πάση ταπεινότητι.

Λοιπόν: το απειλητικό «κανόνισε», είτε σκέτο είτε ως «κανόνισε να...», σημαίνει στην πραγματικότητα «κανόνισε να μην» ...κάνεις αυτό που φοβάμαι, γιατί τότε... Π.χ. στη φράση «κανόνισε να της τα πεις όλα» σημαίνει «μην τολμήσεις και της τα πεις όλα».

-Λοιπόν, όπως είπαμε: αύριο έντεκα πλατεία, στο κάτω περίπτερο.
-Ναι.
-Κανόνισε να με στήσεις κάνα σαραντάλεπτο.
-Αφού δεν αργώ ρε μαλάκα ποτέ, κόφ' το τώρα! Μια φορά έτυχε και το 'κανες θέμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης της φούντας. Μια μπάμια ήταν ένα αλουμινόχαρτο ή νάιλον φακελάκι με μια σχετικά μικρή ποσότητα φούντας, που υποτίθεται ότι ήταν ζυγισμένη και έκανε ακριβώς όσο πρέπει. Άλλοι έδιναν μπάμιες του διχίλιαρου, άλλοι του ταλήρου κ.ο.κ. Βέβαια η σχέση τιμής - ποσότητας στην πραγματικότητα εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη σχέση πελάτη - εμπόρου.

Τις μπάμιες δεν τις έφερναν μόνο τα βαποράκια, τις έβρισκες και επιτόπου, κυρίως σε καταυλισμούς Γύφτων. Δεν χρειαζόταν να τους ξέρεις, ούτε να έχει προηγηθεί συνεννόηση. Απλά, θα σε γελούσανε. Και ήταν και καρφωμένα στέκια. Άρα, μία ασύμφορη λύση, μόνο για περιπτώσεις ανάγκης.

Δεν ξέρω αν όλα αυτά γίνονται ακόμη.

Δεν ξαναπάω στους Γύφτους. Καλύτερα να μην πιω, παρά όλη τη λαχτάρα που τράβηξα στο πιο καρφωμένο στέκι της Αττικής, για δυο μπάμιες που τις πλήρωσα χρυσές κι ήταν και Αλβανία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγάπη του κόσμου μού δίνει δύναμη. Έτσι, κατόπιν εκκλήσεων του κοινού, τι να κάνω, τον καταχωρίζω τον ορισμό (προς θεού όχι το λήμμα)! Αμ' έλα που δεν έχω να προσθέσω και πολλά παραπάνω απ' όσα είπα στο σχόλιο του άλλου ορισμού! Πάμε λοιπόν τα ίδια (στο τέλος και στο παράδειγμα μόνο πρωτοτυπώ λίγο):

Η θείτσα ορίζεται όχι μόνο από την εμφάνιση και την ηλικία, αλλά σε μεγάλο βαθμό και από την ιδεολογία που εκφράζει: η θείτσα είναι το προπύργιο του συντηρητισμού... ή μάλλον όχι, ποιο προπύργιο; Η θείτσα θα ήθελε να είναι το προπύργιο, αλλά τελικά εκφράζει ένα συντηρητισμό, τον οποίο δεν μπορεί να υπερασπισθεί παρά μόνο με σαθρά επιχειρήματα τύπου «α πα πα», «τς τς τς», «πού φτάσαμε» κ.λπ., ελπίζοντας ότι θα βρεθεί κάνας άλλος να τον υπερασπιστεί καλύτερα. Αλλιώς αφήνεται στην τύχη της, δηλαδή στο να παρακολουθεί στωικά την κατρακύλα της κοινωνίας μας.

Η θείτσα:

  • Φοβάται τους Αλβανούς, τους μαλλιάδες και τους οδηγούς δικύκλων (όχι γιατί είναι επικίνδυνοι οδηγοί, αλλά για την ηθική τους).
  • Λυπάται τους 25+ ανύπαντρους.
  • Καταδικάζει τις πορνόψυχες κοπέλες που αφήνουν ακάλυπτα τα μπράτσα και τους αστραγάλους τους και μακιγιάρονται.
  • Θα φοβόταν και θα σιχαινόταν τους ομοφυλόφιλους, αλλά τη σώζει το ότι στο βάθος της ψυχής της δεν έχει αποδεχθεί ότι αυτοί όντως υπάρχουν.
  • Θεωρεί τεντυμποϊσμό το να τρέχει ένα παιδί στην πλατεία για να πιάσει την μπάλα.
  • Θεωρεί ως προσωπική επίθεση εναντίον της το να ακούει κάποιος οποιαδήποτε μουσική, εκτός από Αττίκ.
  • Είναι κατά της χειραφέτησης των γυναικών.
  • ...και άλλα ανάλογα.

    Η θείτσα δεν είναι το ακριβές θηλυκό αντίστοιχο του μπάρμπα, αλλά μάλλον του θείτσου (σπάνια αλλά υπαρκτή λέξη). Οι αντιλήψεις της, η φρασεολογία της, η αισθητική της (π.χ. σεμεδάκι στην τηλεόραση, καλύμματα pied de poule στα έπιπλα, πάρα πολλά κρύσταλλα και πορσελάνες μικρής αξίας μεγάλης ηλικίας εντελώς ολοκαίνουργα), τα προσφιλή της αντικείμενα και ό,τι άλλο προσιδιάζει στον ανθρωπότυπό της χαρακτηρίζονται θείτσικα.

  1. -Λοιπόν, πώς ήταν οι διακοπές; Είχαμε κάνα ευχάριστο;
    -Όχι Ιωάννα, ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ευχάριστο! Άμα γαμήσω, θα σε ενημερώσω.
    -Καλά... Εγώ φταίω που ενδιαφέρομαι σα φίλη σου. Μείνε μαγκούφης να δω τι θα καταλάβεις.
    -Ρε Ιωάννα, Χριστέ μου να πούμε! Από πότε έγινες θείτσα;

  2. -Νεαρέ, σε παρακαλώ να χαμηλώσεις αυτή τη φρικτή μουσική αμέσως.
    -Μα ποιον ενοχλώ; Εφτά το απόγευμα είναι.
    -Νεαρέ, θα ήθελα να ξέρεις ότι εδώ είναι μία αξιοπρεπής πολυκατοικία. Όλοι οι ένοικοι έχουν αγανακτήσει με τα σούρτα φέρτα που βλέπουν στο διαμέρισμά σου. -Δεν κατάλαβα, θα σας δώσω λογαριασμό ποιος μπαίνει σπίτι μου;
    -Εδώ δεν είχαμε παλιά ναρκομανείς, ούτε πρόστυχες γυναίκες...
    -Ε άει στο διάολο ρε θείτσα να πούμε! Δεν πας να πεθάνεις λέω γω, που κάθομαι και σ' ακούω κιόλας!

  3. -Έλα ρε φίλε που μου σκας και με το γυαλί το θείτσικο!
    -Τι θείτσικο ρε μαλάκα; Το στρογγυλό γυαλί μου το Λέννον; Μην τσακωθούμε τώρα!
    -Ναι, καλά. Πριν τον Λέννον οι γιαγιάδες τα φοράγανε, μετά τα έβαλε ο Λέννον και μετά τα βάλανε όλοι.
    -Πλάκα μού κάνεις; Αυτά ήτανε πριν μισό αιώνα!
    -Ε α γεια σου! Κι ο Λέννον πριν μισό αιώνα ήτανε, εσύ τώρα τον θυμήθηκες;

βλ. και θειόκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ικανός, επιτήδειος, καταφερτζής σε κάτι, κατά τρόπον ώστε να προκαλεί το θαυμασμό, τσίφτης. Αυτός ο θαυμασμός, σε συνδυασμό με την ακουστική της λέξης, φέρνουν την έννοιά της κοντά σ' αυτήν του μάγκα. Ωστόσο, πρόκειται για σύμπτωση.

Η λέξη προέρχεται από το ιτ. maggiore / αγγλ. major = ταγματάρχης.

Το θηλυκό είναι μαγκιόρα ή μαγκιόρισσα. Σημαίνει το ίδιο.

Παράγωγο επίθετο: μαγκιόρικος, -η, -ο. Εδώ η σημασία έχει συμπέσει τελείως με αυτήν του μάγκικος.

  1. Γεια σου ρε Γιάννη Αραμπατζή
    που 'σαι μαγκιόρος τεκετζής.

(Μ. Βαμβακάρης: «Κάν' τονε Σταύρο»)

  1. Τι έκανε ρε το άτομο; Από δω τα 'φερε, από κει τα 'φερε, από κει που τους είχε φάει τα φράγκα στο τέλος τους έκανε να του ζητάνε και συγγνώμη! Είναι μαγκιόρος ο πούστης!

  2. -Αυτά τα δήθεν μαγκιόρικα, «άμα λάχει» και «δικέ μου» και δεγκζερωτί, όχι εδώ μέσα.
    -Καλά ρε πατέρα, δεν είπαμε και τίποτα!

Μαγ(κ)ιόρκα (από GATZMAN, 15/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified