WARNING: Λόγοι πληρότητας μας αναγκάζουν να περιλάβουμε στο παρόν λήμμα και λέξεις που δεν είναι καθαρά (ή και καθόλου) σλανγκ. ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ ΤΟ ΛΗΜΜΑ ΜΕ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΕΥΘΥΝΗ.
Η ευχή (του Θεού) και ο πούτσος είναι δύο σημεία που ορίζουν μία ευθεία. Η ευθεία αυτή αναπαριστά την κλίμακα ισχυρότητας μιας ομάδας εκφράσεων, που χρησιμοποιούνται σε δύο κύριες δέσμες συμφραζομένων: ως συνοδευτικά ερωτήσεων, π.χ. πού στην ευχή/πού στον πούτσο, και ως επιφωνηματικές εκφράσεις/λάιτ κατάρες.
Α. Συνοδευτικά ερωτήσεων:
Η κλίμακα από το λιγότερο προς το περισσότερο συναισθηματικά φορτισμένο έχει ως κάτωθι.
i. Πού στην ευχή, πού στο καλό.
ii. Πού στα κομμάτια.
iii. Πού στην οργή.
iv. Πού στον κόρακα, πού στο λύκο.
v. Πού στο διάβολο (διάολο/διάλο), πού διάβολο (διάολο/διάλο).
vi. Πού στον πούτσο.
Όλα τα ανωτέρω συνδυάζονται και με άλλες ερωτήσεις, όπως ποιος, τι, γιατί κλπ..
Β. Επιφωνηματικές εκφράσεις/Λάιτ κατάρες:
Λέμε «ά(ει) στην οργή, στο διάβολο» κλπ. έτσι γενικά, στον αέρα, για να εκφράσουμε είτε οργή είτε έκπληξη είτε και θαυμασμό. Επίσης τα λέμε προς συγκεκριμένο άνθρωπο, διαολοστέλνοντάς τον. Η κλίμακα συναισθηματικής φόρτισης είναι η ίδια, μόνο που ο πούτσος εδώ δε χρησιμοποιείται (αντίθετα από τη γενική του συνήθεια να χρησιμοποιείται παντού και πάντα).
Άμα βαριέστε τα σεντόνια, μπορείτε να σταματήσετε εδώ.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
- Όλο αυτό το πλέγμα εκφράσεων έχει εξυφανθεί γύρω από μία κεντρική, την οργή: Πού στην οργή...; Εννοείται η οργή του Θεού.
Η ευχή, του Θεού πάλι, είναι ένας ευφημισμός για την οργή. Θέλω να σε στείλω στην οργή του Θεού, αλλά την τελευταία στιγμή συγκρατούμαι. (Κάνω να σε καταραστώ μα πάλι σε λυπούμαι, κατά το municipal song). Το ίδιο είναι και το καλό (πού στο καλό...;).
Ο διάβολος πάλι, είναι προορισμός ακόμη χειρότερος από την οργή του Θεού. Εδώ θέλω να σε καταραστώ και όχι μόνο δε συγκρατούμαι, αλλά υπερθεματίζω κιόλας.
Αλλά όχι, θα συγκρατηθώ. Λίγο όμως: άει στον κόρακα! Αυτή είναι μια έκφραση ευφημισμού για το άει στο διάολο, που την έλεγαν ήδη από την αρχαιότητα (προ Διαόλου δηλαδή!): ἔρρ' ἐς κόρακα. Το ίδιο περίπου είναι και ο λύκος, ο οποίος επιπλέον αντιπροσωπεύει και μία πραγματική απειλή, ως ζώο επικίνδυνο και, κατά περίπτωση, έως και ανθρωποφάγο.
Άλλοι, πιο άμεσα κατανοητοί ευφημισμοί για το διάβολο είναι ο διάτανος και ο διάδρομος (πού στο διάτανο, άει στο διάδρομο).
Τα τσακίδια, τα γκρεμίδια και τα κομμάτια είναι γενικώς ευφημισμοί, όχι αντί κάποιας συγκεκριμένα από τις υπόλοιπες εκφράσεις. Όμως τα μεν κομμάτια, ως υπαρκτή λέξη που δε σημαίνει τίποτε το κακό, είναι πολύ πιο ήπια από τα άλλα δύο, που έχουν μια βιαιότητα στη μορφή και την έννοιά τους.
Τα γαμίδια δεν μπορούμε βέβαια να τα πούμε ευφημισμό. Είναι επιτατικότερη, ακόμη πιο έντονη και βίαιη και εκφραστική, παραλλαγή των προηγούμενων. Συνεπώς, η ευθεία γραμμή που λέγαμε στην αρχή ότι εκφράζει την κλίμακα έντασης των εκφράσεων, ενώ ισχύει σε συγχρονικό επίπεδο, αν τη δούμε στη διαχρονία της (στο πώς γεννήθηκε η κάθε φράση) κάνει πολλά μπρος πίσω: το ένα είναι επιτατικό του άλλου, που είναι ευφημισμός του παράλλου, και πάει λέγοντας.
Τέλος, έχουμε τον πούτσο. Αυτός δεν κολλάει πουθενά. Οι λόγοι που έχει ενταχθεί κι αυτός στο πλέγμα είναι κατά τη γνώμη μου δύο: αφενός, η γενική τάση να τον βάζουμε παντού (ιδίως όσοι δεν τον βάζουμε αρκετά συχνά εκεί όπου κυρίως θα θέλαμε, οπότε ξεδίνουμε με τα λόγια). Και αφετέρου, μία παρανόηση που προκαλούν οι πολλοί ευφημισμοί: παλιά, όταν θέλανε να πούνε «διάβολος» και αντ' αυτού λέγανε κάτι άλλο, δεν το έκαναν επειδή η λέξη είναι άσεμνη αλλά πιο πολύ από ένα θρησκόληπτο/προληπτικό φόβο του ίδιου του διαβόλου. Όσο αυτές οι αντιλήψεις υποχωρούν, το «σόκιν» μετατοπίζεται από τα διαβολικά προς τα άσεμνα. Και τα κατεξοχήν άσεμνα είναι βέβαια τα σεξουαλικά. Δηλαδή ο άλλος θεώρησε ότι η λέξη που εννοείς αλλά δε λες θα πρέπει να είναι πολύ σόκιν, τουλάχιστον ένας πούτσος. Ή, αλλιώς, θέλησε να βρει κάτι πολύ βαρύ να πει, ο διάβολος όμως είχε αλαφρύνει από την εποχή των γιαγιάδων μας, οπότε τι είναι σήμερα βαρύ; ο πούτσος.
- Οι παραλλαγές της λέξης διάβολος, όσο πιο κοντά είναι στην κανονική της μορφή, τόσο πιο ήπιες είναι: πιο ήπιο είναι το πού διάβολο, πιο βαρύ το πού διάολο, ακόμη πιο βαρύ το πού διάλο. Δηλαδή, όπως γίνεται συνήθως, η κοινότερη λέξη φέρει μικρότερο συναισθηματικό φορτίο από τη σλανγκοπρεπέστερη.
Παραδόξως, το αντίθετο συμβαίνει με τη σύνταξη: η πλήρης σύνταξη πού στο διάβολο ακούγεται βαρύτερη από την ελλειπτική πού διάβολο. Ίσως επειδή οι περισσότερες λέξεις ακούγονται εμφατικότερες, ενώ οι λιγότερες περνάνε και λίγο απαρατήρητες.
Αντί ποιος (στο) διά[β(ο)]λο λέμε και ποιος διά(β)ολος.
Οι ερωτήσεις πού στην οργή κλπ. εκφράζουν, κατά την κλίμακα που τις βάλαμε, μία γκάμα συναισθημάτων από απλή απορία (τι στο καλό είναι αυτό;) έως οργή και αγανάκτηση (πού στον πούτσο είσαι τόσες μέρες;).
— Παρακαλώ πολύ, μήπως ξέρετε πού στον πούτσο είναι η οδός Αμασείας;
— Τρίτο στενό αριστερά.
— Ευχαριστώ πολύ, καλημέρα σας.
— Να πάτε στην ευχή του Θεού.