Στρατιωτική μέθοδος σφουγγαρίσματος μεγάλων χώρων, π.χ. μαγειρείων. Πετάς σαπουνάδα στο πάτωμα, και με ένα μεγάλο Ταυ (σαν αυτά που καθαρίζουν οι Πακιστανοί τα τζάμια) την πας παντού, μετά ρίχνεις άφθονο νερό με τη μάνικα, ξεπλένεις με το ταυ τη σαπουνάδα και τα πετάς όλα έξω. Είναι πολύ διασκεδαστικό, ιδίως αν έχει ζέστη - δεν δημιουργεί καθόλου την αίσθηση της αγγαρείας.

Το όνομα προέρχεται από μία άσκηση που δεν θυμάμαι ακριβώς το επίσημο όνομά της (απόβαση με πλωτά μέσα;;;), πάντως στην τρέχουσα τη λένε απλώς «πλωτά». Αυτή είναι πολύ λιγότερο διασκεδαστική.

- Εστιάτορας, το πάτωμα είναι μες στη γλίτσα. Τι καραπουτσαριό είναι εδώ;
- Μα κύριε λοχαγέ, χτες κάναμε πλωτά.
- Αντιμιλάς, εστιάτορας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απολεξικοποιημένα ρήματα με ευρύτατη χρήση στη σλανγκ και γενικότερα στον οικείο, ανεπίσημο λόγο.

Απολεξικοποιημένα ρήματα είναι εκείνα που, μαζί με ένα ουσιαστικό, αντικαθιστούν το μονολεκτικό ρήμα που αντιστοιχεί στο ουσιαστικό. Π.χ. αν αντί να σας ενημερώσω πούμε να σας κάνω μια ενημέρωση, το κάνω είναι απολεξικοποιημένο ρήμα: δεν έχει λεξική έννοια που να προσθέτει κάτι στην έννοια του ουσιαστικού, φέρει μόνο γραμματικές πληροφορίες (πρόσωπο, αριθμό, χρόνο, διάθεση).*

Τα ρήματα ρίχνω, τρώω και πέφτω, ως απολεξικοποιημένα, χρησιμοποιούνται ως εξής:

-ρίχνω + αντικείμενο: εκφράζει μία πράξη από τη σκοπιά εκείνου που την πράττει (ενεργητική διάθεση), π.χ. ρίχνω ξύλο [σε κάποιον] = δέρνω [κάποιον].

-τρώω + αντικείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, από τη σκοπιά εκείνου που τη δέχεται (παθητική διάθεση), π.χ. τρώω ξύλο [από κάποιον] = [κάποιος] με δέρνει.

-πέφτω, με υποκείμενο τη λέξη που στις δύο προηγούμενες συντάξεις ήταν υποκείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, με μία σκόπιμη αοριστία τόσο ως προς τον δρώντα όσο και ως προς τον δέκτη, π.χ. πέφτει ξύλο = κάποιοι δέρνουν κάποιους, δε μας αφορά, πάμε πιο πέρα καλύτερα.

Το αντικείμενο του ρίχνω και του τρώω και το υποκείμενο του πέφτω εκφέρονται συνήθως με κάποια αοριστία ως προς την ποσότητα: αν μεν πρόκειται για μη μετρήσιμο ουσιαστικό, όπως το ξύλο, εκφέρεται χωρίς άρθρο ή μαζί με δείκτες όπως πολύ, λίγο. Αν είναι μετρήσιμο, τότε εκφέρεται στον μεν ενικό με αόριστο άρθρο (π.χ. ρίχνω έναν πούτσο) ή με την αόριστη αντωνυμία κανένας, (π.χ. θα ρίξω καμιά Χριστοπαναγία), στον δε πληθυντικό με άλλες αόριστες αντωνυμίες όπως κάτι, τίποτα (π.χ. φάγαμε κάτι κολλήματα) ή ασυνόδευτο (π.χ. ρίχνω ύπνους).

Υπάρχουν και εξαιρέσεις, π.χ. του 'ριξα δυο σκαμπίλια, αλλά σε γενικές γραμμές ένας κάποιος βαθμός αοριστίας αποτελεί επιδίωξη.

*Πηγή: Μπάμπης.

ρίχνω ξύλο - τρώω ξύλο - πέφτει ξύλο
ρίχνω ένα κατούρημα ρίχνω μάσες - πέφτουν μάσες
ρίχνω ένα βρισίδι - τρώω ένα βρισίδι - πέφτει βρισίδι
ρίχνω ύπνους - έπεσαν (κάτι) ύπνοι
τρώω ήττα
τρώω φλασιά
τρώω φρίκη
τρώω πακέτο
τρώω σούπα / χύμα / σαβούρδα / γλίστρα
ρίχνω ένα καβγά - έπεσε ένας καβγάς
ρίχνω χυλόπιτα / τρώω χυλόπιτα / έπεσε [η] χυλόπιτα
ρίχνω ένα σάλτο
έπεσε ένα τηλεφώνημα
ρίχνω διάβασμα / πέφτει διάβασμα
ρίχνω δουλειά / πέφτει δουλειά
ρίχνω ένα συγύρισμα / ξεσκόνισμα / σφουγγάρισμα
ρίχνω έναν πήδουλο / έπεσε ο σχετικός πήδουλος
ρίχνω έναν πούτσο / τρως έναν πούτσο (εσύ, εγώ ποτέ!) / πέφτει ένας πούτσος
ρίξαμε κάτι χορούς / έπεσαν κάτι χοροί
ρίχνω μια πενιά / έπεσαν κάτι πενιές (δηλαδή παίχτηκε και λίγη μουσική)
έφαγα 5Φ / μου 'ριξε 5Φ / θα πέσουν πολλά Φ (5Φ = πέντε μέρες φυλακή, στο στρατό)
ρίχνω πρόστιμο / τρώω πρόστιμο / πέφτουν πρόστιμα

...και πλείστα όσα άλλα.

Άλλα απολεξικοποιημένα της αργκό: πατάω, πετάω, τραβάω, χτυπάω, χώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

gay-friendly.

Ένας από τους λόγους που η Ελληνική Γλώσσα είναι έτη φωτός ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη είναι η οικονομικότητά της. Αλλά καμιά φορά...

Δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published

Δυναμώνω την ένταση της μουσικής. Από τη χαρακτηριστική κίνηση γυρίσματος του κουμπιού, που εξακολουθούμε να την κάνουμε και τώρα (στον αέρα εννοείται), παρόλο που πλέον στις περισσότερες συσκευές η ένταση ρυθμίζεται με άλλους τρόπους.

Πω ρε κομματάρα! Για σφίξ' το λίγο ν' ακούγεται! (+ κίνηση στον αέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνε λίγο πιο κει, κάνε μου λίγο χώρο. Συνήθως λέγεται μαζί με το «λίγο».

Η έκφραση χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην προστακτική. Δε λέμε «τρίζεις λίγο;». Χρησιμοποιείται από άτομα που δεν λένε μεν πολλά παρακαλώ και ευχαριστώ, χωρίς όμως να υπολείπονται σε ευγένεια. Εναλλακτικοί τρόποι να παρακαλέσεις για κάτι είναι:

α) Να το θέσεις ως ερώτημα, π.χ. κάνεις λίγο πιο κει; (που όμως, όπως είπαμε, δεν χρησιμοποιείται με το «τρίζω»).
β) Να μετριάσεις το αίτημά σου με κάποια άλλη λέξη. Χαρακτηριστική η τελείως ηλίθια, αν την πάρουμε κυριολεκτικά, αλλά συχνότατη αποστροφή προς σερβιτόρο: «Να σας πληρώσουμε λίγο;» (Μπα, προτιμώ να μου τα δώσετε όλα!)

Εδώ λοιπόν το ρήμα τρίζω, υπονοώντας ότι θέλουμε να κάνεις μόνο μία ελάχιστη μετατόπιση, που ίσα να τρίξει λίγο ο σουμιές, μετριάζει το αίτημα.

- Χωράω κι εγώ στον καναπέ;
- Χίλιοι καλοί χωράνε. Γιάννη, για τρίξε λίγο να κάτσει κι η Μαρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Οι κινήσεις που κάνει κάποιος παραπαίοντας τα τελευταία sec πριν από μια θεαματική πτώση από γλίστρημα, ζάλη, μέθη κ.λπ.

  2. «Κάνε μια ζεϊμπεκιά» = κάνε μου μια χάρη.

Συνώνυμα: μαγκιά, ταρζανιά, καουμποϊλίκι και άλλες εντυπωσιακές λέξεις για κάτι που συχνά είναι πολύ απλό, απλώς βαριόμαστε να το κάνουμε οι ίδιοι και το μεγαλοποιούμε για να κολακέψουμε αυτόν που θέλουμε να μας το κάνει.

  1. - Μπουαχαχαχα! Τι έκανες ρε μαλάκα, είσαι θεός!
    - Τι γελάς ρε μαλάκα, τσακίστηκα! Πονάω ρε μαλάκα, ηλίθιε, μη γελάς γαμώτ' σου λέω!
    - Μαλάκα σόρυ. Χτύπησες ρε φίλε; Για να δω. Σιγά σιγά, ώωωπα... χμφχχχχ... ουαχαχαχαχα! Σόρυ που γελάω, αλλά αν έβλεπες τη ζεϊμπεκιά σου!

  2. Ρε Γιάννη, κάνε μια ζεϊμπεκιά ρε φίλε και πιάσε μου λίγο το νερό από κει.

Ανέβα στο κρεβάτι και ρίξε ζεϊμπεκιά! (από Dirty Talking, 01/06/09)Αμερικάνοι: Ρε Γιωργάκη, κάνε μια ζεϊμπεκιά ρε φίλε, και φτιάξε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις... (από Dirty Talking, 01/06/09)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συσκευή (ή και πρόγραμμα του Η/Υ) που αναλαμβάνει και κάνει μια δουλειά για λογαριασμό μας, όπως π.χ. το αυτόματο ποτιστικό, ο φούρνος με χρονοδιακόπτη, το πλέι λιστ κλπ.

Ντιτζέι σε μαγαζί αφήνει το πόστο του και αράζει με φίλους του. Ένας φίλος του λέει:
- Μια χαρά αραχτό σε βρίσκω. Το πρόγραμμα ποιος θα το κάνει, ο αλβανός;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Περί ανθρώπων, με τον ουδέτερο τύπο να αναφέρεται σε άνδρες και το θηλυκό σε γυναίκες: χιουμοριστικά δήθεν απαξιωτικός τρόπος να χαρακτηρίσουμε κάποιον που «μεγάλωσε πια», «δεν είναι παιδί». Ανάλογο για τους άνδρες το μαντράχαλος.

  2. Περί πραγμάτων, μόνο στο ουδέτερο: μεγάλο, υπερβολικά / ενοχλητικά μεγάλο αντικείμενο, γκουμούτσα, τέρας, χτήνος.

  1. Καλά, 32 χρονών γαϊδούρι ακόμα με τους γονείς του μένει;

  2. Κόρη μου, δεν είσαι πια κοριτσάκι. Έχεις γίνει κοτζάμ γαϊδούρα κι είναι καιρός να αρχίσεις να παίρνεις μερικά πράγματα λίγο πιο σοβαρά. Εμάς πόσο πια θα μας κρατάνε τα πόδια μας; Ο πατέρας σου έχει κουραστεί πολύ για σας, για όλους μας. (...Μπλα μπλα, εν ολίγοις «άει παντρέψου να συχάσουμε κι απ' αυτό το βραχνά».)

  3. -Θα χωρέσουν και τα ηχεία στο πορτ-μπαγκάζ; -Κοίτα, έχω πολλά πράγματα. Αν είναι τίποτα γαϊδούρια, καλύτερα να τα βάλουμε στο πίσω κάθισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δις γάιδαρος (ισούται με 4 ημιόνους, άρα ο μουλαρομουλαρομουλαρομούλαρος).

Σύνθετο απο το γαϊδούρι (με την έννοια του αγενούς, δίχως τρόπους ανθρώπου) και τον γάιδαρο (με την ίδια ακριβώς έννοια).

Δεν είναι καμιά βαριά προσβολή, λέγεται μάλλον χαριτολογώντας για να μειώσουμε, με μια νότα χιούμορ, τη δριμύτητα της επίπληξής μας -που, πάντως, δεν έγινε άδικα- προς κάποιον που φέρεται με προπέτεια.

- Αν σε ξανακούσω να μιλάς έτσι στη μάνα σου, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα, κατάλαβες νεαρέ;
- Μα μπαμπά...
- Σκασμός! Γαϊδουρογάιδαρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι λήμμα, είναι αντιλήμμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι δε θεωρώ καταχωρήσιμο.

Τώρα με τις ζέστες, που όλοι ντύνονται πιο ελαφρά και άρα πιο αποκαλυπτικά, δυο φίλοι, άντρες, περπατάνε στο δρόμο και έχουν αλληθωρίσει να χαζεύουν γκόμενες. Οπότε, ο ένας από τους δύο σχολιάζει: «Ανθίσαν οι μουνόκηποι

Αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί λήμμα της αργκό. Όχι γιατί δεν είναι αργκό: σαφώς και είναι. Όμως, ήταν ένας αυτοσχεδιασμός της στιγμής. Ο τύπος το έβγαλε από το κεφάλι του. Βέβαια, δεν είναι καμία παράξενη, τραβηγμένη έμπνευση: δεν αποκλείεται να έχει ξαναειπωθεί στο παρελθόν, από άλλον που επίσης το έβγαλε από το κεφάλι του. Έστω κι έτσι όμως, διατηρεί την ιδιότητα του «άπαξ ειρημένου», της αυτοσχέδιας έμπνευσης.

Η λειτουργία της αυτοσχέδιας έμπνευσης μέσα στο λόγο είναι τελείως διαφορετική από εκείνην της στάνταρ έκφρασης, όσο κι αν η στάνταρ έκφραση είναι σπάνια και πετυχημένη. Εφόσον δεχτούμε ότι και τα δύο είναι καλά (όπου καλό = περιγραφικά εύστοχο, συλλογιστικά όχι πολύ τραβηγμένο, πρωτότυπο και αστείο), τότε το αυτοσχέδιο προκαλεί αντιδράσεις του τύπου «τον πούστη, πώς του ήρθε αυτό», ενώ το στάνταρ αντιδράσεις του τύπου «τον πούστη, πού τη θυμήθηκε αυτή την έκφραση, ταιριάζει κουτί εδώ». Ήτοι, στη μία περίπτωση εξαίρεται η ευρηματικότητα του σχολιαστή και στην άλλη ο συνδυαστικός του νους. Συνεπώς, η τυχόν πολιτιγράφηση μιας τέτοιας έκφρασης της αλλάζει κατηγορία, πράγμα που αποτελεί μία αθέμιτη παρέμβαση του λεξικογράφου επί της ζωντανής γλώσσας.

Εκτός από κατηγορία, συνήθως αλλάζει και επίπεδο, επί τα χείρω. Αν αυτός που έβγαλε την έκφραση, μετά από λίγο καιρό την ξαναπεί, η πιθανή αντίδραση θα είναι «έλα μαλάκα, το 'πες μια φορά και γελάσαμε, μην το κάνεις τώρα και μανιέρα». Αν το πει άλλος που το 'χει ακούσει, η αντίδραση θα είναι ακόμη χειρότερη: «αντιγράφεις τα αστεία του Α;». Και αν το πει ένας άσχετος, γάμησέ τα: «τι έγινε, διαβάζεις κάθε βράδυ σλανγκ-τζ.ρ. για να μας κάνεις το πρωί φιγούρα;».

Βέβαια, και οι τρεις αυτές αντιδράσεις προϋποθέτουν ότι ο ακροατής ξέρει την προέλευση της φράσης. Αν δεν την ξέρει, μπορεί απλώς να σκεφτεί «τον πούστη πού τα βρίσκει». Αυτό όμως είναι μία φτηνή απάτη εκ μέρους εκείνου που λέει τη φράση.

Ένας άλλος λόγος που τέτοιες εκφράσεις δε χρειάζεται να αναρτώνται είναι ότι κανείς δε χρειάζεται βοήθεια για να τις καταλάβει, ίσα ίσα που αν τις αναλύσεις χάνουν τη χάρη τους.

Τα 'παμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified