Εννοούμε συνήθως το πολύχρωμο, το εμπριμέ ύφασμα.

Από το τούρκικο alaca, που σημαίνει πολύχρωμο, παρδαλό.

- Πήγα κι αγόρασα έναν αλατζά, για να ράψω φουστάνι.

(από iwn, 23/10/10)Μπάμπης Αλατζάς (από GATZMAN, 23/10/10)Νίκος Πουλαντζάς, τάραξε τους κύκλους τις μόδας (από Vrastaman, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλαιστής.

Από το τουρκικό pehlivan, που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Απόγονοί τους οι αθλητές του κατς.

Λέγεται και «μπεχλιβάνης».

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομο, ως μάγκα, καραμπουζουκλή, ασίκη, ασλάνη κλπ

  1. Πάμε στο πανηγύρι, θα έχει και αγώνες με πεχλιβάνηδες.

  2. Γεια σου ρε Γιώργο μάγκα, καραμπουζουκλή και μπεχλιβάνη.

(από iwn, 22/10/10)(από Jonas, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο του υποκόσμου, ο αλήτης, το παλιόπαιδο, το τσογλάνι, ο ελεεινός.

Από το τουρκικό batak = βούρκος, βάλτος, έλος.

Πρόσεχε, γιατί αυτός που σε είδα να κάνεις μαζί του παρέα εχθές είναι πολύ μπατάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονηρός, ο ατσίδας, ο ξύπνιος, ο αετονύχης, ο πανούργος.

Από το τούρκικο kurnaz που σημαίνει το ίδιο.

Δεν χρησιμοποιείται απαραίτητα απαξιωτικά. Μάλλον το αντίθετο, δηλαδή ο μάγκας, ο έξυπνος, το τσακάλι.

Βρε, κουρνάζε μου τελώνη τη ζημιά ποιος την πληρώνει...

τραγουδάει ο Βασίλης Τσιτσάνης.

(από iwn, 23/10/10)(από iwn, 23/10/10)Σπύρος Μπουρνάζος που ήταν κουρνάζος (από perkins, 23/10/10)1.15 : "Είσαι κουρνάζος μάγκα μου" λέει ο Βαμβακάρης. (από Khan, 26/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζεται έτσι ο αργόστροφος, ο μειωμένης αντίληψης, ή και χαϊδευτικά, πειρακτικά, ο χαζούλης, ο χαζοβιόλης.

Ένας ηπιότερος και γενικότερος χαρακτηρισμός πριν καταφύγει κανείς σε βαρύτερες εκφράσεις και χαρακτηρισμούς.

Προέρχεται από τη λέξη Curcubita που είναι η κολοκύθα.

- Τι πρασινάδα έκανες πάλι βρε κουρκουμπέτα;

(από iwn, 23/10/10)(από iwn, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει

  • Αν είναι δυνατόν;
  • Πώς μπορεί να είναι έτσι;
  • Πώς γίνεται αυτό;

    Αλλά, και πιο ελεύθερα

  • Είσαι με τα καλά σου;

  • Πας καλά;
  • Ξέρεις τι σου γίνεται;

    Από το τούρκικο olur mu;= είναι εντάξει;

Επίσης και ολούρμ, ολούρμι.

Χρησιμοποιείται από τουρκομερίτες και μη, ώστε να προσδώσει εξωτικό χαβά (αέρα) στη κουβέντα με ανατολίτικο αυθορμητισμό και εκφραστικότητα.

- Τι , πώς!; Θα πάμε μέχρι τη Δόμβραινα με τα πόδια;! Καλά, ολούρμε;

(από iwn, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο otur=κάθομαι.

Χρησιμοποιείται ως προτρεπτικό μαζί με την προσφορά καθίσματος σε επισκέπτες. Δηλαδή, «καθίστε παρακαλώ».

Υπάρχει και η έκφραση «οτούρ μπακαλούμ» που σημαίνει «κάτσε να δούμε» η «κάτσε να το κουβεντιάσουμε» η «κάθησε να το συζητήσουμε».

Ακούγεται συχνά στην Βόρειο Ελλάδα και όχι μόνο.

  1. Kαλώς τα παιδιά. Οτούρ.

  2. Kαλά μην κάνεις έτσι, κάτι θα σκεφτούμε, οτούρ μπακαλούμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωνύμιο που απευθύνεται απαξιωτικά η πειρακτικά σε κάποιο άτομο, όπως είναι και ο γλοιώδης, ο φιρφιρής, ο τσιχλιμπίχλης, ο μαγλύφας, ο χλεχλές κλπ.

Προέρχεται από το τουρκικό yağlı = λίπος, λιπαρός, λαδωμένος, πασαλειμμένος με λάδι.

- Ίσα ρε γιαγλή, που θες να μας κάνεις κι έλεγχο.

(από iwn, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τεσσάρες των ζαριών.

Στο απαγορευμένο τυχερό παίγνιο μπαρμπούτι αξιολογούνται ως κακή ζαριά, ζαριά που χάνει.

Μεταφορικά οι ατυχίες, οι αναποδιές.

Από το τούρκικο dort=τέσσερα.

...φέρε και καμμιάν εξάρες
φτάνουν πια ντόρτια και δυάρες φτάνουν πια τόσοι καυμοί...

τραγουδάει στη ζωή, ο αείμνηστος σερ Μπιθί.

(από iwn, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξουθενώθηκα, ψόφησα, ταλαιπωρήθηκα.

Προκύπτει από το εύγευστο έδεσμα ιμάμ μπαϊλντί που κατά κυριολεξία σημαίνει «ο ιμάμης λιποθύμησε». Η ονομασία του φαγητού προέρχεται από τον θρύλο ότι μόλις κάποιος gourmet ιμάμης το γεύτηκε, λιποθύμησε («μπαΐλντισε») από ικανοποίηση. Το όνομα του εν λόγω φαγητού έχει δανειστεί και σύγχρονο μουσικό λαϊκό ελληνικό συγκρότημα. Bayildi είναι ο αόριστος του ρήματος bayilmak που στα τουρκικά σημαίνει λιποθυμώ

Για τους λάτρεις του, βλ. τη συνταγή εδω.

- Μιλούσε συνέχεια , μας μπαΐλντισε με τη φλυαρία του.

(από iwn, 23/10/10)(από Vrastaman, 24/10/10)(από iwn, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified