Λέγεται κοροϊδευτικά όταν συμβαίνει κάποιο ψιλοπαράξενο, ψιλοσπάνιο, υποτυπώδες και ψιλοασήμαντο, ασυνήθιστο γεγονός, ή για κάτι που πάει να παρουσιαστεί, και καλά, για τη... Δευτέρα Παρουσία.

- Παιδιά δε σας είπα, τα γλυκά τα έστειλε ο Γιώργος (γνωστός τσιγκούνης).
- Θαύμα-θαύμα !!

(Παρατήρηση: στο συγκεκριμένο παράδειγμα εάν ο Γιώργος παρεξηγηθεί... απολογούμαστε ότι τα γλυκά που έστειλε ήσαντε θαύμα!)

(από patsis, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά η επίπληξη, η κατσάδα.

Τέτοια ώρα που 'φτασες , θα τ΄ακούσεις τα κάλαντα από τον προϊστάμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κοινές σηκωμάρες, καθώς το εν στύσει πέος δημιουργεί εξωτερική εμφάνιση στο εσώρουχο παρόμοια με εκείνη ενός αντίσκηνου.

Λέγεται επίσης τέντα και κατάρτι. Αγγλιστί, pitch a tent.

- Μου έγινε αντίσκηνο όταν την είδα μ' εκείνο το μίνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο boga=ταύρος.

Μεταφορικά χαρακτηρίζεται ο υπερδραστήριος ερωτικά άνδρας, ο γυναικάς, ο ζαμπαράς, λόγω παρομοίωσης με την εγνωσμένη υπερδραστηριότητα ζευγαρώματος του συμπαθέστατου τετράποδου.

Λέγεται και μπουγάς.

Ο όρος συναντάται και σε ελληνικά επώνυμα π. χ . Βασίλης Μπουγάς.

- Πολύ γυναικάς ο Μπάμπης.
- Ναι , είναι πραγματικός μπογάς.

(από iwn, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πριν κάμποσα χρόνια, το 1981 αν δεν απατώμαι, ο γνωστός από τότε δημοσιογράφος Τέρενς Κουίκ παρουσίαζε το βράδυ της Κυριακής προς Δευτέρα, από την μοναδική και κρατική τηλεόραση, απ' ευθείας τα αποτελέσματα των τότε βουλευτικών εκλογών.

Εκείνο το βράδυ, πάρα μα πάρα πολλές φορές, ανέφερε τη φράση «συνδεόμαστε με Κ.Α.Ι.Ρ.Ο.», τα οποία και ήταν τα αρχικά από ένα τηλεφωνικό πληροφορικό σύστημα της εποχής για μετάδοση δεδομένων, που μάλλον μόνο ο ίδιος το γνώριζε, μιας και που ποτέ ξανά δεν ξανακούστηκε, τουλάχιστον τόσο επανειλημμένα.

Ο ίδιος έδειχνε να απολαμβάνει τη μυστηριώδη ανατολίτικη ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η λέξη, χρησιμοποιώντας την κατά κόρο και αποφεύγοντας να δώσει ιδιαίτερες τεχνικές λεπτομέρειες γι' αυτήν, όπως θα όφειλε λόγω της συνήχησής της με τη γνωστή και όμορφη εξωτική πρωτεύουσα της Αιγύπτου, με την οποία όμως και δεν είχε απολύτως καμία σχέση.

Τόσο πολύ αναφέρθηκε εκείνο το βράδυ (γέμιζε το στόμα του Τέρενς, γελούσαν και τ' αυτιά του, όταν το' λεγε), έτσι ώστε να καταντήσει να γίνει σλόγκαν.

Τελικά σήμερα η φράση κατέληξε να σημαίνει επίδειξη αδιαφορίας, περιφρόνησης και κώφευσης στα λεγόμενα κάποιου.

Γενικώς η σύνδεση παραπέμπει σε τηλεφωνική τοιαύτη και μάλιστα, όταν πρόκειται για δημόσια υπηρεσία ή παράκληση («μια στιγμή να σας συνδέσω”), απαρρέκκλιτα σημαίνει ότι το τηλέφωνο που σας συνέδεσαν 1) δεν θα απαντάει ποτέ, 2) θα είναι συνεχώς κατειλημμένο, 3) εάν απαντήσει θα σας πουν ότι ο υπάλληλος απουσιάζει, 4) θα σας ζητήσουν να καλέσετε εσείς ... αργότερα επειδή είναι απασχολημένοι, 5) θα σας απαντήσουν ότι δεν γνωρίζουν, 6) θα σας απαντήσουν ότι δεν είναι αρμόδιοι, 7) θα σας επιπλήξουν που τους χαλάσατε την ησυχία.

Ουδόλως απορίας άξιον λοιπόν είναι, πως κάθε έκφραση που περιέχει το ρήμα «συνδέω», κατέληξε να έχει αρνητική εννοιολογική σημασία.

- Καλά ... εγώ του μιλούσα κι αυτός με είχε συνδέσει με Κάιρο.

(από iwn, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλοι περνάνε στη ζωή τους δύσκολες, δυσάρεστες έως δυσβάσταχτες καταστάσεις από τις οποίες, όσοι επιζούν, βγαίνουν πιο δυνατοί και πιο σοφοί, και κοιτώντας τες πίσω τους, διαπιστώνουν ότι δεν ήταν δα και τόσο δύσκολες η φοβερές όσο τις σκιάχτηκαν πρώτο αντικρίζοντας τες.

Η έκφραση έρχεται λοιπόν να περιγράψει μεταφορικά και λακωνικά το αίσιο τέλος μιας οδύσσειας ή μιας μακροχρόνιας δύσκολης κατάστασης και να δώσει ελπίδα και θάρρος στον άνθρωπο που κολυμπάει σε άλυτα η δυσεπίλυτα, κατά τη γνώμη του, προβλήματα, χρησιμοποιώντας σαν μέθοδο την υποβάθμισή τους, όσο σοβαρά και αν είναι.

Κυκλοφορεί επίσης και ως “ο διάβολος δεν είναι τόσο άσχημος όσο τον ζωγραφίζουν”.

  1. - Έχασα το σπίτι μου, μου 'φυγε η γυναίκα μου με το παιδί μας και οι πιστωτές μου με κυνηγάν να με κλείσουν φυλακή.
    - Μη στενοχωριέσαι, η κόλαση δεν είναι τόσο άσχημη όσο τη ζωγραφίζουν.

  2. - Τελικά πήρα πίσω το σπίτι, η γυναίκα μου ξαναγύρισε με το παιδί και το χρέος ρυθμίστηκε με δόσεις.
    - Είδες που σ'τά 'λεγα; Η κόλαση δεν είναι τόσο άσχημη όσο τη ζωγραφίζουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προτρέπει κάποιον να εγκαταλείψει την ενασχόληση του με συγκεκριμένη δραστηριότητα που ήδη έχει αρχίσει, ή που τον αποθαρρύνει και αποτρέπει από το να ξεκινήσει κάτι που είναι ήδη γνωστό, από προηγούμενη εμπειρία, ότι είναι καταδικασμένο σε αποτυχία η οδηγεί σε μπλεξίματα και δυσάρεστες καταστάσεις.

Επίσης «άσ' τα να πα σταδιάλα», «παράτα τα», «μην ασχολείσαι».

- Πήγα ν’ ανοίξω ένα μαγαζάκι κι έμπλεξα με εφορίες, πολεοδομίες, ΙΚΑ, ΤΕΒΕ, πυροσβεστική, υπουργεία, δημοτικές αστυνομίες, τράπεζες, υγειονομικά, αγορανομίες, επιθεωρήσεις εργασίας...
- Φτάνει κατάλαβα, άσ' τα, βράστα.

(από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξουθενώθηκα, ψόφησα, ταλαιπωρήθηκα.

Προκύπτει από το εύγευστο έδεσμα ιμάμ μπαϊλντί που κατά κυριολεξία σημαίνει «ο ιμάμης λιποθύμησε». Η ονομασία του φαγητού προέρχεται από τον θρύλο ότι μόλις κάποιος gourmet ιμάμης το γεύτηκε, λιποθύμησε («μπαΐλντισε») από ικανοποίηση. Το όνομα του εν λόγω φαγητού έχει δανειστεί και σύγχρονο μουσικό λαϊκό ελληνικό συγκρότημα. Bayildi είναι ο αόριστος του ρήματος bayilmak που στα τουρκικά σημαίνει λιποθυμώ

Για τους λάτρεις του, βλ. τη συνταγή εδω.

- Μιλούσε συνέχεια , μας μπαΐλντισε με τη φλυαρία του.

(από iwn, 23/10/10)(από Vrastaman, 24/10/10)(από iwn, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τεσσάρες των ζαριών.

Στο απαγορευμένο τυχερό παίγνιο μπαρμπούτι αξιολογούνται ως κακή ζαριά, ζαριά που χάνει.

Μεταφορικά οι ατυχίες, οι αναποδιές.

Από το τούρκικο dort=τέσσερα.

...φέρε και καμμιάν εξάρες
φτάνουν πια ντόρτια και δυάρες φτάνουν πια τόσοι καυμοί...

τραγουδάει στη ζωή, ο αείμνηστος σερ Μπιθί.

(από iwn, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωνύμιο που απευθύνεται απαξιωτικά η πειρακτικά σε κάποιο άτομο, όπως είναι και ο γλοιώδης, ο φιρφιρής, ο τσιχλιμπίχλης, ο μαγλύφας, ο χλεχλές κλπ.

Προέρχεται από το τουρκικό yağlı = λίπος, λιπαρός, λαδωμένος, πασαλειμμένος με λάδι.

- Ίσα ρε γιαγλή, που θες να μας κάνεις κι έλεγχο.

(από iwn, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified