Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Σημαίνει παίρνω όγκο, κερδίζω μυική μάζα ούτως ώστε να φαίνομαι πιο ''γεμάτος'', πιο ''μπαλαρισμένος''.

Ετυμολογείται προφανώς από τις μυικές ''μπάλες'' που ξεπροβάλλουν ως χαρούμενα εξογκώματα πάνω στο σώμα του ευτυχούς γυμναζόμενου. Κλασικό παράδειγμα τέτοιας μυικής ''μπάλας'' είναι βεβαίως το all time classic ''ποντίκι'', δηλ. ο δικέφαλος βραχιόνιος μυς.

Προσοχή: το μπαλάρισμα δεν ταυτίζεται με τη γράμμωση. Η γράμμωση θα έρθει (αν ποτέ δεήσει να έρθει) αργότερα, όταν θα μπει φερμουάρ στο στόμα. Το μπαλάρισμα προηγείται της γράμμωσης. Είναι συνέπεια της απόκτησης των λεγόμενων ''ποιοτικών κιλών'', δηλ. επιπρόσθετου σωματικού βάρους στο οποίο υπερτερούν (αναλογικά) οι μύες έναντι του λίπους.

- Ρε αγόρι ψήνεσαι να χτυπήσουμε καμιά πρωτεΐνη να μπαλαριστούμε και να γουστάρουμε;
- Καλές οι σκόνες φίλε, αλλά μόνο αν βαστάει η τσέπη σου. Έχουν πάει στο θεό οι τιμές, γάμα τα...

Δες και είμαι στον όγκο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ιδιόλεκτο των παλιατζήδων της Πλατείας Αβυσσηνίας στο Μοναστηράκι, μαύρος είναι ο γύφτος.

Οι εν λόγω κύριοι θεωρούν εαυτούς ως την αριστοκρατία των παλιατζήδων, η οποία απειλείται από τις ορδές των περιφερόμενων γύφτο-παλιατζήδων. Για έναν μη παλιατζή είναι τις περισσότερες φορές δυσχερές να ξεχωρίσει ποιος από τους παλιατζήδες στην Αβησσυνίας (και όχι μόνο) είναι γύφτος και ποιος όχι. Ούτως ή άλλως όλοι είναι το ίδιο μαυριδεροί, το ίδιο λαμόγια, κι έχουν το ίδιο έμπειρο (δηλαδή πειναλέο) βλέμμα... Σε τέτοιες καταστάσεις, ο μακροχρόνιος συγχρωτισμός οδηγεί μαθηματικά στην απόλυτη εξομοίωση...

Και για να συνεχίσω την ανθρωπολογική διατριβή μου, ιστέον ότι στη Λατινική Αμερική η «λευκότητα» ενός ανθρώπου ελάχιστα έχει να κάνει με το πραγματικό χρώμα του δέρματός του. Αντιθέτως, όσο πιο ψηλά βρίσκεται κανείς στην κοινωνική ιεραρχία και όσο πιο πολλά φράγκα έχει στο παντελόνι του, τόσο πιο «λευκός» είναι...

Πελάτης: Μάστορα πόσο πάει το μαλλί γι' αυτό εδώ το φωτιστικό;
Γαλαζοαίματος παλιατζής: Αυτό είναι στα 300.
Πελάτης: Κι αυτό εκεί πίσω;
Γαλαζοαίματος παλιατζής (βαριεστημένα ως εκεί που δεν πάει): 380.
Πελάτης: Πολλά είναι... να κάνουμε κάτι καλύτερο;
Γαλαζοαίματος παλιατζής: Εμείς κύριε έχουμε άλφα άλφα πράγματα, άμα θες φτηνά πήγαινε στους μαύρους δίπλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμήσι, πήδουλος. Το γαμήσι δέον όπως εκλαμβάνεται τόσο κυριολεκτικώς όσο και μεταφορικώς.

Συναντάται συνήθως σε φράσεις όπως «της έριχνα ένα σφίξιμο άνετα», «του 'ριχνες ένα σφιξιματάκι του μωρού, ρε φίλε;» κλπ.

  1. - Για δε ρε το καινούριο που έσκασε μύτη...
    - Το έσφιγγες άμα λάχει;
    - Ρε δεμπά στο διάολο..

  2. - Ρε φίλε, από τότε που μετακόμισα στο δώμα έχω ένα φόβο μήπως μπει κανείς απ' την ταράτσα και μου το κάνει καλοκαιρινό...
    - Να βάλεις κάγκελα μυτερά στο ενδιάμεσο χώρισμα. Όποιος πάει να περάσει θα σφιχτεί άσχημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη διάλεκτο των ρεϊβάδων, η Ισραηλίτικη ψυχεδελική trance. Μεσουρανούσε τη χρυσή δεκαετία του '90, σε μαγαζιά όπως το Battery στο σταθμό υπεραστικών στον Κηφισό, το Άλσος στο Πεδίο του Άρεως κ.α. Κορυφαίοι εκπρόσωποι οι περίφημοι Astral Projection και ύμνος τους το γαμιστερό ''let there be light'' (τίτλος που πρόδιδε και την εβραϊκή καταγωγή τους).

Παρομοιάστηκε με τα τσιφτετέλια λόγω των διάφορων ανατολίτικων/τσιφτετελέ ηχητικών μοτίβων που παρεισφρύουν στο beat, διανθίζοντάς το και προσδίδοντας το απαραίτητο couleur locale.

Τα «τσιφτετέλια» αντιδιαστέλλονταν στερεότυπα με τα πριόνια, όρος που παραπέμπει ειδικότερα στην ευρωπαϊκή trance (και όχι μόνο γενικώς και αορίστως στα παντοειδή νταπαντούπα). Τα ''πριόνια'' παίζουν σε πιο industrial ήχους, χωρίς κλάψα. Οι ρέιβερ ήταν ατύπως χωρισμένοι σε δύο μεγάλες συνομοταξίες: τσιφτετελάδες και πριονάδες. Οι τσιφτετελάδες ήταν και οι πιο σκληροπυρηνικοί, ήταν - όπως κι αν το κάνουμε - οι πιο αλητάμπουρες, οι πιο κάγκουρες, με προέλευση κατά κανόνα λαϊκότερη (βλέπε δυτικά προάστια). Όσοι πάλι ψήφιζαν πριόνι, την είχαν δει και καλά πιο ευρωπαίοι και (ορισμένοι) αντιμετώπιζαν με συγκατάβαση τους τσιφτετελάδες, χρησιμοποιώντας χαρακτηρισμούς όπως ''γύφτοι'' ή ''εγκληματίες''.

- Τι λέει ρε φίλε, θα τραβηχτούμε κανά battery αύριο; Θα βαράει καλά...
- Άσε ρε μαν καλύτερα, τίγκα θα 'ναι στους κάβουρες και στους γύφτους...
- Για τη μουσικούλα θα πάμε, μην ξενερώνεις...
- Τα τσιφτετέλια θες να πεις.
- Άντε ρε γαμήσου.

Ofra Haza (+ 2000) (από acg, 14/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απομεινάρια χόρτου (το λένε και μαύρο) τα οποία, ρε πούστη μου δε φτάνουν για να στρίψεις ένα κανονικό γάρο, ούτε καν μονοφυλλάκι ρε διάολε.

Αναζητούνται μετά μανίας σε περιόδους σταλίας, οπότε και ανακαλύπτονται σε παλιά σακουλάκια με stuff. Σε περιπτώσεις προχωρημένης σταλίας, την τιμητική τους έχουν παλιοί σβησμένοι μπάφοι σε τασάκια, σακούλες σκουπιδιών, κάτω απ' το χαλί (όπου παραχώθηκαν βιαστικά λόγω ντου της μαμάς) κ.λπ.

Εν συνεχεία τα μπαφοαποτσίγαρα ανατέμνονται, τους αφαιρείται η τζιβάνα, και ο λαλημένος πότης συλλέγει με ευλάβεια τα μικροσκοπικά πράσινα τεμάχια. Τότε ανοίγονται δύο επιλογές: είτε θα τα χώσει σε κανένα άθλιο μονοφυλλάκι, είτε θα παίξει τσαγάκι! (ναι, υπάρχει κι αυτό).

- Έλα ρε αγόρι, πέρασε.. τι να σε κεράσω; καμιά κοακόλα μήπως;
- Ρε δεν αφήνεις τις μαλακίες λέω γω; Ξέρεις γιατί ήρθα... παίζει κάνας φοσμπά;
- Πλάκα κάνεις, μόλις τώρα κάπνισα τον ψίλο...
- Φτου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματικά ο προστάτης (νυχτερινών μαγαζιών ντε).

Δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τον μπράβο: μπράβος είναι ευρύτερη έννοια, μπορεί δηλ. να είναι κάποιος ξεκάρφωτος φούσκας που πληρώνει το μαγαζί για να καθαρίζει σε μικροφασαρίες. Για τα χοντρά αναλαμβάνουν οι στάτες.

-Ρε αφεντικό, ποιος είναι αυτός ο μαλάκας στην άκρη της μπάρας με το ύφος του στιλ ''κρατάω τον πάπα απ' τ' αρχίδια'';
-Άσε ρε, μην ασχολείσαι, ο τύπος είναι στάτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι κράζαμε παλιά στο σχολείο μου όσους είχαν την ατυχία να φορούν σιδεράκια. Ατυχείς, διότι προφανώς δεν το επέλεξαν οι ίδιοι, αλλά οι ορθοδοντικώς ευαίσθητοι γονέοι τους. Χρησιμοποιείτο εναλλακτικώς με το εξίσου σκληρό ''ατσάλι στα δόντια''. Ας μη μιλήσω τώρα για το τι τράβαγαν όσοι ήταν τόσο φτυσμένοι απ' το θεό ώστε να φοράνε εξωστοματικό...

Συνήθως αυτοί που φόραγαν σιδεράκια ή/και γυαλιά μυωπίας, ήταν κατά τύχη (;) και οι καλύτεροι μαθητές, οπότε η ζηλοφθονία και η απέχθεια εναντίον τους μεγάλωνε. Και το δούλεμα έπεφτε σύννεφο...

- Ρε φίλε είσαι να την κάνουμε την τελευταία ώρα; Ο Τάκης χτύπησε κάτι καινούρια παιχνιδάκια στο Nintendo κι είπε αν είναι να πάμε σπίτι του.
- Ναι ρε, μέσα, δυό λεπτά μόνο να πω κάτι που θέλω στη Λίτσα.
- Παιδιά... γίνεται να έρθω κι εγώ;
- Ποιός σου μίλησε εσένα ρε ατσάλι στα δόντια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντιστί, οι μπάτσοι.

Ρουνότσαρδο: το αστυνομικό τμήμα.

Ρουνονταλίκα: το περιπολικό, ήτοι κωλάδικο, καρούμπαλο κλπ.

Προς οιονδήποτε καλιαρντομαθή: ετυμολογίες και παρετυμολογίες, ευπρόσδεκτες. Αναμένω στο ακουστικό μου.

- Κουραβελτουά η ρούνα, δίκελε μωρή...

(αξιογάμητο το μπατσάκι, για δες μωρή...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Άγριος είναι ο γραμμωμένος, ο φέτας, ο κομμάτιας.

Αγριάδα: η γράμμωση.

Συνήθης η συναδελφική έκφραση ''έχεις αγριέψει ρε φίλε τώρα τελευταία'', που σηματοδοτεί την πρόοδο του συγκεκριμένου αθλητή στον τομέα της μυικής διαμόρφωσης και συνάμα αποτελεί την επιβράβευση των προσπαθειών του.

- Aγόρι πως με κόβεις, δεν έχω τουμπανιάσει τώρα τελευταία;
- Nαι ρε φίλε, πήρες όγκο, αλλά όγκο είχες πάντα. Πέντε πάνω πέντε κάτω... Αυτό που θες είναι να τον δουλέψεις τον όγκο σου, να αγριέψεις λίγο, για να δείξεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό μαστοράντζας (και όχι μόνο). Τα διάφορα απρόοπτα και εξ ου δυσάρεστα θεματάκια που προκύπτουν στην πορεία μιας δουλειάς (π.χ. βάψιμο, υδραυλικά κ.ο.κ.) που έχεις αναλάβει.

Απαντάται συνήθως στην έκφραση-προτροπή «μην ανοίγεις πληγές»: μείνε στα προβλεπόμενα και μην την ψάχνεις παραπάνω, ώστε να κάνεις -και καλά- καλύτερη δουλειά.

Είναι η γνωστή λογική της ήσσονος προσπάθειας, π.χ. αν θες να περάσεις σωλήνες σ' ένα μπάνιο, τις περνάς εξωτερικές και ξεμπερδεύεις, αντί να μανουριάζεσαι με σκαψίματα και μαλακίες, διότι δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις και τι πληγές θα ανοίξεις.

Πελάτης: Ρε μάστορα, μήπως τώρα που περνάμε πλακάκι στο μπάνιο, δε ξηλώνεις και τη μπανιέρα που 'χει πιάσει πουρί και το γυρνάμε σε απλή ντουζιέρα;
Μάστορας: Άσε κύριος καλύτερα, μην ανοίγεις πληγές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified