Πατρύ εστί το άπατο πηγάδι. Συνήθως αναφέρεται και στις δύο οπές χωρίς διακρίσεις. Επίσης μπορεί να υπονοεί συνήθως το γυναικείο όργανο, αλλά μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και σαν χαρακτηρισμός κατάστασης όπως πατρύ λοκώ, πατρύ βιεϊρά.

«Χθές, ήμουν με το γυναικάκι και της έσκισα την πατρύ. Μετά πήρα πατρύ λοκώ και στο τέλος πανηγύρισα σαν τον πατρύ Βιεϊρά»

Σημείωση. Ο Βιεϊρά για όσους δεν ξέρουν είναι Γάλλος ποδοσφαιριστής, υπήρξε μεγάλος αμυντικός μέσος ο οποίος μεγαλούργησε τα προηγούμενα χρόνια. Τώρα που εγέρασε κολλάει τα τελευταία του ένσημα πριν την σύνταξη. Το πλήρες όνομά του είναι Patrick Vieira εξού και το λογοπαίγνιο.

Patrice Loko (από poniroskylo, 31/07/09)Patrick Vieira (από poniroskylo, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποδοσφαιρική διάλεκτο χουντάλας σημαίνει το ποδοσφαιρικό παλτό, το γίδι, το κριάρι, ο άμπαλος!

Άντε ρε με τον Κωνσταντίνου (ποδοσφαιριστής)... Χουντάλας ο τύπος!!!

Ο Κλάας Γιαν Χούντελαρ είναι χουντάλας; (από allivegp, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

For the festivals κοινώς σε ελληνική μετάφραση ισούται για τα πανηγύρια.

Τις προάλλες ήμουν στο πάρτυ μασκέ και είδα τον Στρούμφ.
Ο τύπος είναι πανηγύρι for the festivas το άτομο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη και παγκόσμια πουστιά. Ενδεχομένως σε τοπικές διαλέκτους να σημαίνει και το μακελάρισμα, δηλαδή το μεγάλο μακελειό.

Επίσης κυριολεκτικά μπορεί να σημαίνει και τα πανιά για το μουνί.

Αλλά σαν σχήμα μεταφορικού λόγου σίγουρα θα εννοήσουμε την σερβιέτα.

Προσπαθώντας να βρω λύση για το πρόβλημα, κοίτα τι μουνοπανιά ανακάλυψα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξαφνικό χεσίδι, που σε πιάνει απροειδοποίητα και δεν ξέρεις τι να κάνεις, ιδρώνοντας ταυτόχρονα.

Ετυμολογία: σύντμηση τη λέξης χέσιμο. Αρσενικού γένους, χωρίς το πρόθεμα χε-, σκέτο -σίμος.

Πςςς φίλε, ο Σίμος μου χτυπάει την πόρτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ισχυρό σοκ, ενίοτε και το αναπάντεχο σοκ.

Σύνθετη λέξη η οποία προέρχεται από τις λέξεις, πρωκτός και σοκ και η οποία αποτελεί την σύντμηση των δύο παραπάνω λέξεων.

Τις προάλλες που έβλεπα ειδήσεις, έπαθα πρωκτοσόκ από την ανακρίβεια του ρεπορτάζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified