Συνώνυμο του καλιαρντού πιπιλογαμούλης, πρόκειται δηλαδή για τον ευαίσθητο, τρυφερό, ρομαντικό, ήτοι ευαισθητοπούτσικο εραστή. Χρησιμοποιείται και ευρύτερα ως μειωτικό για κάποιον που δεν είναι σκληρός ούτε φανατικός.
Συνώνυμο του καλιαρντού πιπιλογαμούλης, πρόκειται δηλαδή για τον ευαίσθητο, τρυφερό, ρομαντικό, ήτοι ευαισθητοπούτσικο εραστή. Χρησιμοποιείται και ευρύτερα ως μειωτικό για κάποιον που δεν είναι σκληρός ούτε φανατικός.
Got a better definition? Add it!
Ο νεοφιλελές (=νεοφιλελεύθερος) που είναι σκέτη λέρα. Σχετικό λολοπαίγνιο και το νεολέρα. Άλλες λολοπαιγνιώδεις εκφράσεις για τους νεοφιλελεύθερους: νεοφι-λελές, νεοφιλελέ και τρελελέ.
σου διαφεύγει αγαπητέ νεοφιλελερα ότι οι φόροι πάνε πρωτίστως στον δεσμευμένο λογαριασμό υπέρ των δανειστών
αυτός είναι πραιτωριανός του συστήματος και νεοφιλελέρα του κερατά! Να φανταστείς είναι στο καπιταλ.τζρ όλη μέρα
«λαϊκίστικο» και το CNN, ε νεοφιλελέρα;
(Όλα από το Τουίτερ).
Got a better definition? Add it!
Παλιά στρατιωτική έκφραση που δηλώνει την μαρτυρική παράταση της στάσης της προσοχής ως καψόνι, συχνά ύστερα από σχετικό παράγγελμα. Συνώνυμο: μάρμαρο.
Κούτσουρο το κορμί, στραβάδι!
Got a better definition? Add it!
Παλιό καψόνι στον στρατό (πιο πολύ μουσειακώς το διασώζω) που είχε ως εξής: ο φαντάρος καθόταν προσοχή με τα πόδια του να σχηματίζουν ορθή γωνία με το έδαφος. Το δεξί χέρι έπρεπε να το έχει τεντωμένο στα πλάγια σαν βελόνα ρολογιού. Στην συνέχεια καλείτο να κινεί κυκλικά το χέρι-βελόνα χωρίς να χαλάει την ορθή γωνία των ποδιών του, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να σωριαστεί.
Α προπό, καψόνια στο σλανγκρ: αλεξίπτωτο, αντιγόπινγκ κοντρόλ, γόπινγκ, έρπινγκ, κάλινγκ, λιοντάρι, μάρμαρο, μεταβολάρω, πευκοβελόνινγκ, πύλινγκ, πυροφάνι, στάχτης, σουτιέν, σινούκ, Σω.Βε., σωβέ, τέντα, τζουκ μποξ, τσάπινγκ, υποβρύχιο, φύλλινγκ.
Είχε πια μπαϊλντίσει με τον στρατό, τα πειθαρχεία, τα καψόνια, τις βελόνες...
Got a better definition? Add it!
Πολύ παλιά έκφραση της στρατιωτικής αργκό για την μηνιαία φυλακή. Προφ λογοπαίγνιο μεταξύ των μήνας και μιναρές (για την σλανγκική χρήση του οποίου βλ. μιναρές).
Μπαΐλντισε με τον στρατό, το πειθαρχείο, τους μηναρέδες...
Got a better definition? Add it!
Το πολυτραγουδισμένο τσιμπούκι με σλανγκική αποκοπή. Παίζει μάλλον ρόλο και το ρήμα μπουκώνω που χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του τσιμπουκώνω.
Από εμφάνιση δεν έλεγε και πολλά μια πρόστυχη εκφυλόφατσα ήταν, αλλά όταν με άρχισε στα μπούκια με φτυσίματα και πνιξίματα τα είδα όλα κωλυόμενα.
Προγραμματα τωρα , απο 30 ξεκιναει λεει , +20 ευρω για γυμνο μπουκι.
ωραίο Αλβανιδάκι με κώλο και ακάλυπτο μπούκι στο πρόγραμμα.
(Από σάιτ για ενήλικες στο Διαδίχτυο).
Got a better definition? Add it!
Παλαιότατη στρατιωτική έκφραση για την στάση της προσοχής, όπου το σώμα του στρατιώτη καλείται να είναι άκαμπτο σαν μάρμαρο. Δηλώνει κυρίως το καψόνι να αφήνονται οι στρατιώτες υπερβολικά πολλή ώρα στην στάση της προσοχής. Οι καραβανάδες έδιναν και την εντολή «μάρμαρο το κορμί!».
Ο λοχίας ήταν πολύ στρατόκαυλος και μας πέθανε στο μάρμαρο και τα καψόνια.
Got a better definition? Add it!
Η εορτή των Θεοφανείων στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά (1971) (δες) το ετυμολογεί εκ του γκόντης (= Θεός, εκ του αγγλικού god) και εκ του πρεζεντασιόν (= η επίσημη εμφάνιση, εκ του γαλλικού présentation).
Πάσα: Αἴας
Ανήμερα Γκοντοπρεζάντα αρρίβαρε απ' τον Μουτζότοπο.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται επίσης σε περιπτώσεις, όπου σε μία παρέα παρευρίσκεται μόνο μία γυναίκα απέναντι σε μία ολόκληρη τσατσάρα από άντρες, μόλις υπονομεύοντας την απόλυτη συμπάγεια του αρχιδόκαμπου, ή που έστω ο αριθμός των αντρών είναι συντριπτικά μεγαλύτερος από των γυναικών. Το ίδιο και για οικογένειες, όπου τυχαίνει να υπάρχουν πολλά αρσενικά και ελάχιστα ή ένα θηλυκό. Προφ από το γεγονός ότι η Χιονάτη είχε για παρέα επτά άντρες, ακόμη κι αν νάνους.
- Και, όπως είπαμε, απόψε θα είμαστε μόνο άντρες!
- Το ξέρω ρε συ, αλλά ο Γιώργος έχει καλέσει και τη νέα φίλη που έκανε από το Φέισμπουκ.
- Και τι θα κάνει η κοπέλα με οκτώ ψωλαραίους; Την χιονάτη;
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει μου αρέσει, γουστάρω, όπως και το λατσεύομαι (στην Μέση Φωνή), αλλά επιπλέον σημαίνει και ομορφαίνω, καλλωπίζομαι. Από το λατσός εκ της λέξης των ρομανί lačho (= καλός, όμορφος).
Got a better definition? Add it!