Στην δεκαετία του '90 ήταν πολύ της μοδός η έκφραση πώρωση, για κάτι που ήταν κάτσε καλά, ούμπερ, έξτρα πρίμα γκουντ. Κυκλοφορούσε και διαφήμιση της Pepsi Cola με μότο καλά ε, πώρωση!

Τότε ο όρος οστεοπόρωση χρησιμοποιήθηκε ως υπερθετικός του πώρωση με την καλή έννοια, δηλαδή ότι κάτι είναι αφασία, νιρβάνα. Ασφαλώς η σχέση με την δόκιμη οστεοπόρωση είναι πολύ μακρινή και ζητώ συγγνώμη από τον γερμανό μεταφραστή για το σαχλεπίσαχλον της έκφρασης.

Καλά ε, πώρωση
τι πώρωση ρε τεράστιε, σκέτη οστεοπόρωση (Δες).

(από Khan, 01/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Το βυζί που είναι τούμπανο, δηλαδή: α) μεγάλο, ώστε είτε να αγκομαχάει αν βρίσκεται εντός μπλουζακίου, σουτιέν, μαγιό, είτε να αψηφά την βαρύτητα, εάν είναι ελεύθερο, β) σφριγηλό χωρίς ίχνη χαλαρότητας, γ) εκφράζον πλαστικές αξίες. Με λίγα λόγια το τέλειο ζυβί. Η φέρουσα μπορεί να ονομαστεί τουμπανοβύζα, ή, αν είναι κοντή, μικρός τουμπανιστής.

Αντώνυμα: γατόβυζο, τσιμπουρόβυζο, πλάκα, κόντρα πλακέ.

Σχετικό: μπανανόβυζο.

  1. ο τιτλος τα λεει ολα. το βυζι τουμπανο αλλα η συμμετοχη 0. 10 στο παρκινγκ λογω μηχανης,1 στην τσατσα διοτι εμφαννιτηκε με ρωτησε εαν εχω ξαναπαει της απαντησα ναι, 6 στον χωρο τα δωματια μεσαιου μεγεθους χωρις καποιο ντεκορ ντουζιερα αλλα το αιρκοντισιον κλειστο και εκανε και ζεστη χθες, εμφανιση 7 βαζω λογω του οτι τα τουμπανοβυζα με φτιαχνουν πολυ. (Αμφίθυμος κριτικός μπορντέλου εδώ).

  2. - ελα φλωρε μπαλαμουτιαζω την γιαγιακα τωρα που σε μιλω

- ελα ρε σπορε εφυγες νοκαουτ στα γρηγορα και συ
ασπρη πετσετουλα και λοκ φλωρακι και μετα θα κλαιγεσαι στα τουμπανοβυζα της μανας σου.
(βρις-οφ εδώ).

Ολτάιμ κλάσικ τουμπανοβύζοβα. (από Khan, 15/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει μικρό στήθος - πλάκα.

  1. kala ts ekanes eliana xwseee!!akou ekei eimai egw auti...egw eimai plakoviza..ayti einai fountoviza! (Εδώ).

  2. - Γιατί να μην κάνουμε κι εμείς γυμνισμό, όπως ο Στάθης και η Λέλα;
    - Καλά άμα δω εγώ την πλακοβύζα, θα κάνει έναν μήνα να μου ξανασηκωθεί.
    - Μα δεν την έχεις δει τώρα πού 'βαλε τα κονάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει μικρό στήθος, και ωσεκτουτού είναι πολύ επίπεδη, δηλαδή απλώστρα ή σιδερώστρα. Συνώνυμα: πλάκα, κόντρα πλακέ.

Τι το θέλει το αβυζαλέο ντεκολτέ το φρόκαλο αφού είναι σανίδα!

Σέξι (;) βρεγμένη σανίδα η Κίρα Νάιτλυ. (από Khan, 15/03/11)ετς? (από MXΣ, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστειατόρικος- μπαμπαδίστικος τρόπος για να χαρακτηριστεί η τηλεόραση -television αγγλιστί, επειδή ένας σημαντικός λόγος που την ανοίγουμε (οι άντρες τουλάχιστον) είναι για να δούμε κανέναν βύζο. Ο άλλος είναι το τζαμπιονζλήγκ. Παλαιάς κοπής αστεϊσμός και πιο ασθενής σλανγκικώς από τα υπόλοιπα (γιουροβύζιον, σόου βυζ) και για τον λόγο ότι βασίζεται στην γραφή.

  1. - Είμαι σε μια απ'αυτές τις φάσεις που βαριέμαι ακόμα και να γαμήσω, πόσο μάλλον να σκοτώσω… Ορμονικές διαταραχές μάλλον. Μέχρι και η λίμπιντος μου έπεσε. Με ενοχλούν σχεδόν τα πάντα, λέω πάντα ναι για να μη τσακώνομαι και γίνομαι θηρίο όταν θέλουν να πω περισσότερες λέξεις, πόσο μάλλον να κάνω κάτι… Μου φταίνε τα πάντα και οι πάντες… Ευτυχώς με τις ευχάριστες μαλακίες γελάω και φτιάχνει η διάθεσή μου λιγάκι… Καμιά ιδέα;;; - ουχ.. το παθαινω συχνα πυκνα. βγαινω καμια βολτα,και στα μισα της διαδρομης αρχιζω να βαριεμαι ηδη.κλεινω το πισι για σαλονι/τελεβυζιον,περναν 10 λεπτα,κλεινω και την τελεβυζιον...

(από Khan, 14/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης αστειατόρικος τρόπος για να μεταφερθεί στα ελληνικά το Show Biz (< show business), αφού ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας του θεάματος (La società dello spetta-κωλο, που λέει κι ο Guy Debord) εστιάζεται στην σωστή βυζανάδειξη και στο πώς θα επιδειχθούν (show) με σωστό τρόπο οι βυζούμπες των συμμετεχουσών (και να φανούν, αλλά να μην το κάνουμε και τελειωμενάδικο). Ξέρετε τώρα, σε στυλ θα πηδηχτώ από το παράθυρο, να φανεί η ρώγα, αλλά και καλούα τυχαία.

Το παρόν εντάσσεται σε ευρύτερο σλανγκικό τρόπο αστεϊσμού επί των βύζων, πρβλ. γιουροβύζιον, γυροβύζιον, γυροβυζιόν, φο-βυζού, τελεβύζιον κ.ά.

  1. αυτές που είναι στην σόου βυζ (δείξε μας τον βύζο σου) γλυκαίνονται και όχι τα 6 κατοστάρικα δεν τους φτάνουν αλλά ούτε 2 χήνες το μήνα. (Εδώ).

  2. H γριά ντουντού της ελαφρολαϊκής ποπ έχει χάσει τον έλεγχο . Η σκούπα Hoover σε υπερλειτουργία ! Η κατάντια της ελληνικής σόου βυζ. Συμμετέχει η αντιαισθητική γριά λεσβία Πατρίτσια. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως ονοματοποιημένη ρηματική φράση χρησιμοποιείται συχνά ως επιθετικός προσδιορισμός ή κατηγορούμενο και αναφέρεται σε κάτι που είναι πάρα πολύ καλό, σούπερ ντούπερ, τιτανοτεράστιο, ναφάν γκατέ, ανυπέρβλητο, ανοξείδωτο και τα λοιπά συνώνυμα του μεγάλο.

Η σημασία είναι ότι πρόκειται για κάτι που μας υπερβαίνει και θα έπρεπε να μας προκαλεί το δέος. Στην ατυχή περίπτωση που δεν αισθανόμαστε αυτό το σοκ και πέος, γιατί έχουμε περιπέσει σε πώρωση συνειδήσεως, και έχουμε απωλέσει την σωστή ιεράρχηση των μεγεθώνε, έρχεται ο συνομιλητής μας να μας υπενθυμίσει ότι απέναντι σε ένα τέτοιο μέγεθος πρέπει να φερόμαστε σεμνά και ταπεινά συναισθανόμενοι την απόσταση που μας χωρίζει από αυτό μέσα στην ιεραρχία του υπαρκτού. Το κάτσε καλά εντέλει σημαίνει να κάτσουμε καλά στην θέση που μας αρμόζει μέσα σ' αυτή την συμπαντική ιεραρχία, παραδεχόμενοι ότι υπάρχουν πράγματα που μας υπερβαίνουν, έτσι ώστε να μην πέσουμε ακόμη χαμηλότερα αν αποτύχουμε να αναλογιστούμε την αξία του εν λόγω πράγματος. Ή πιο απλούστερα, μπορεί να σημαίνει παρότρυνση να κάτσουμε καλά στην θέση μας για να μην πέσουμε από την έκπληξη που θα μας προκαλέσει το καταπληκτικό αυτό πράγμα.

Συνηθέστερα χρησιμοποιείται στην σόου βυζ για κάτι που είναι enfant gaté, πολύ σικ, μουράτο, τρέντι, χαΐστικο, υψηλής κοινώνιας, κάνοντας τον Ζαμπούνη να χάσει την ζαμπουνιά του.

Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, ο πρώτος που χρησιμοποίησε την έκφραση ήταν ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ο οποίος την ώρα που έπεφτε ο Εωσφόρος, φώναξε «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου», παρακινώντας τις λοιπές μοναρχικές δυνάμεις των αγγελικώνε ταγμάτωνε να κάτσουν καλά για να μην τους πάρει όλους ο διάολος και βρεθούνε στου διαόλου τη λελέ. Η έκφραση συμπεριελήφθη στην Λειτουργία στην ιερή στιγμή προ της πορδοπροσκυνήσεως.

Άλλος διάσημος που συνδέεται με την έκφραση είναι ο Γεράσιμος Αρσένης, που ως Υπουργός Παιδείας ήθελε να περάσει μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση επί ναϊντίλας, οπότε το μαθητικό κίνημα τον νουθετούσε με το ρυθμικό σύνθημα «κάτσε καλά, κάτσε καλά Γεράσιμε».

Υπάρχει και ως εκπομπή και ως σάιτ.

Είναι ευνόητο ότι η έκφραση κυκλοφορεί όχι μόνο ως ονοματοποιημένη ρηματική φράση για να χαρακτηρίσει αντικείμενο που είναι κάτσε καλά, δηλαδή προκαλούν δέος και αίσθημα μετριοφροσύνης ενώπιόν του, αλλά και ως απευθείας προτρεπτική / νουθετική προστακτική, λ.χ. σε γνωστό άσμα. Με την τελευταία χρήση αποτελεί κλασική έκφραση συντηρητισμού, είτε προς κάποιον που θέλει να επιφέρει έναν νεωτερισμό ανατρέποντας την ηθική τάξη, είτε προς κάποιον που απειλεί κεκτημένα κοινωνικών και ανθρωπιστικών αγώνων.

Και με τις δύο χρήσεις κυκλοφορεί και στις παραλλαγές:
- κατσεκαλάν (γαλλοπρεπές).
- κάτσε καλύτερα (συγκριτικός βαθμός) και στο μακρυνάρι κάτσε καλά για να μην πω κάτσε καλύτερα.
- κατσ' καλά ή πιο παχιά κάtsch' καλά.
- κάτσε καυλά (μπανεύκολο υπονοούμενο).
- κάτσε καλά Γεράσιμε (από το περιστατικό με τον Υπουργό Παιδείας).

  1. Πάντως τα ΑΑV-7 με έναν πύργο της Rafael είναι κάτσε καλά και είναι πολύ χρήσιμα στις αποβάσεις απέναντι σε φυλασόμενες- οχυρωμένες ακτές και σίγουρα δίνουν άλλη πνοή στους Έλληνες Πεζοναύτες. (Εδώ).

  2. Χρησιμοποιείται συχνά ο όρος αντισημιτισμός για οποιαδήποτε αντίδραση στον εβραϊκό εθνικισμό. Πρόσφατο παράδειγμα η έκθεση του παρατηρητηρίου για αντισημιτισμό στην Ελλάδα και στη Γερμανία, επειδή στη δεύτερη περίπτωση οι γερμανοί είπαν στον Σαρόν κάτσε καλά Γεράσιμε. (Δίβατον στη Βικούλα).

  3. Κάτσε καλύτερα με αυτό που θα ακούσεις...! Στη συναυλία του στο Ηράκλειο Κρήτης ο Σάκης Ρουβάς τραγούδησε το Satisfaction...και έβγαζε και το πουκάμισό του !!! ΈΛΕΟΣ ΠΙΑ !! ΤΙ ΑΛΛΟ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ;;;; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει μεγάλη μύτη σαν κλαρίνο, οπότε είναι άσχημος.

Στο Δ.Π. υπό Στράτου 98 ως κλαρινομύτη, δηλαδή η άσχημη γυναίκα μυταρού.

ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΚΛΑΡΙΝΟΜΥΤΗΣ (CLARINOMITES AROUND THE WORLD)

ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΛΑΡΙΝΟΜΥΤΗ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΙΔΟΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗΣ.ΚΛΑΡΙΝΟΜΥΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΝΩΘΕΙΤΕ.
A GROUP PROTECTING THE EXTINCTION OF THE KLARINOMYTIS KIND ALL CLARINOMITES AROUND THE WORLD JOIN FORCES AND YOUR BIG NOSES AND MAKE EVERYTHING HAPPΕΝ

ΓΙΑΥΤΟ ΔΩΣΕ ΧΑΡΑ ΣΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΜΥΤΟΓΚΑ....

ΚΡΥΦΕΣ ΟΙ ΧΑΡΕΣ ΤΟΥ ΚΛΑΡΙΝΟΜΥΤΗ ΑΠΟ ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΗΚΕ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΠΟ ΕΡΕΥΝΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΛΑΡΙΝΟΜΥΤΕΣ.ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΟΙ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΚΛΑΡΙΝΟΜΥΤΕΣ ΑΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΠΕΤΥΧΟΥΝ ΠΟΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΑΠΛΑ ΤΗΝ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΥΤΗΣ Η ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΜΥΤΗ.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΛΑΡΙΝΟΜΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΤΟΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΟΡΓΑΣΜΟ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΜΥΤΟΝΓΚΑ.ΤΟΣΟ ΓΙΑ ΚΛΕΙΤΟΡΙΔΙΚΗ ΔΙΕΓΕΡΣΗ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΔΙΥΣΔΗΣΗ.ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΣΕ ΚΛΑΡΙΝΟΜΥΤΕΣ ΜΕ ΜΥΤΗ 6 ΕΚΑΤΟΣΤΩΝ ΚΑΙ ΠΑΝΩ..

(από Khan, 13/03/11)Και ο Μορφονιός του θεάτρου σκιών είναι κλαρινομύτης. (από allivegp, 13/03/11)(από stratos98, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην ιδιόλεκτο των κοινωνιολόγων είναι η απευκταία κοινωνία που έχει αδύναμη και ελλιπή μεσαία τάξη, και η ψαλίδα ανάμεσα στα δύο άκρα είναι μεγάλη, όπως μια κλεψύδρα που αδυνατίζει στην μέση της. Αντώνυμο: στάμνα.

  2. Για την κλεψύδρα ως γυναικότυπο, βλ. κλεψυδρομούνα.

Σε εποχές κρίσεως η κοινωνία από στάμνα γίνεται κλεψύδρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιδιόλεκτο των κοινωνιολόγων ειναι η κομιλφό κοινωνία που έχει ισχυρή και πολυπληθή μεσαία τάξη, όπως η στάμνα πλαταίνει στην μέση. Το αντίθετο είναι η κοινωνία- κλεψύδρα.

Σε περιόδους κρίσεως η κοινωνία από στάμνα γίνεται κλεψύδρα.

Got a better definition? Add it!

Published