Δεν είναι εδώ ο κάτοικος της Ιταλικής μεγαλούπολης, είναι ο χειριστής του αντιαρματικού καθοδηγούμενου βλήματος. Επειδή ο χειριστής χρειάζεται να έχει εξαιρετική εκπαίδευση και προσόντα και οι Μιλανέζοι θεωρούνται μέσα στο τοπ τεν των μάχιμων.

Σε δέκα μέρες έχουμε Παρμενίωνα, είναι οι Μιλανέζοι έτοιμοι; Θα έχουμε βολές.

ΜΙΛΑΝ (από northwind, 15/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των κυνηγών το μεγάλο σε ηλικία και μοναχικό αγριογούρουνο.

- Έριξα τα μπαράκια μέσα στο σφιχτό και φέρμαραν ενα κατοστάρη μονιά
- Tον πήρες;
- Πρόλαβα και του έριξα δυο μπηχτές με δραμιάρικα και έκατσε 30 μέτρα πιο πέρα.

(από northwind, 12/08/09)Peter Paul Rubens: Το κυνήγι του καλυδώνιου κάπρου. (από Khan, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλώ ακατάπαυστα χωρίς να λέω κάτι ουσιώδες.

Όλο το βράδυ χτες μπαμπάλιζε βλακείες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χώσιμο χρήματος σε δραστηριότητα (Hobby). Στους άντρες μπάξιμο γίνεται για παράδειγμα στα αυτοκίνητα.

Το αντίθετό του είναι το ξε-μπάξιμο.

-Έκανα απίστευτο μπάξιμο δικέ μου.
-Τι πήρες πάλι ρε;
-Το νέο GPS της Trompa-Star. Άσε, έχει ακόμα και τις δημόσιες χέστρες μέσα.
-Έλα ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντε να ποστάρω κι εγώ ένα ακατάλληλο.

Μπατ Μουν είναι το αιδοίο νυχτερίδα (Μπατ Μαν). Αυτό που έχει πολύ ανεπτυγμένα τα 'χείλάκια' του και μερικές φορές αυτά ανοίγοντας ακουμπάνε στο εσωτερικό των μηρών δίνοντας την εντύπωση νυχτερίδας.

- Πώς πήγες με την Τάνια;
- Περάσαμε τέλεια, έχει απίστευτο Μπατ Μουν.

"Έτσι, όπως το λέει ο Northwind είναι. Θέλετε να το δείτε;" (από Khan, 20/03/13)(από σφυρίζων, 20/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπατάκι είναι στη Β. Ελλάδα το μέρος με λάσπες - βούρκος. Μπατακώνω σημαίνει κολλάω σε λάσπες.

Μπατάκωσα με το αμάξι ρε Χάρη, έλα με το τζιπέτο να με τραβήξεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό pezevenk ο μαστρωπός , ο παλιάνθρωπος.

«Αν είσαι κι αν δεν είσαι του δήμαρχου παιδί
του δήμαρχου παιδί, ω, ω
εγώ θα σε φιλήσω κι ας κάμω φυλακή
Τα ριάλια, ριάλια, ριάλια
τα σελίνια μονά και διπλά
τα μονόλιρα, πεντόλιρα και πού 'ντα
ο μπεζεβέγγης που τα 'χει στη πούγγα, ω, ω»

Μιχάλης Βιολάρης

(από northwind, 12/08/09)Τα Ριάλια, Μιχάλης Βιολάρης (από Khan, 12/08/09)

Βλ. και πεζεβέγκης, το οποίο είναι ταιριάζει με την άποψη περί γραφής της λέξης από το γλωσσάρι, ππεζεβένγκης (ο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πάσης φύσεως αυτοκίνητα με την χαρακτηριστική γαλανόλευκη έλικα στο καπώ.

Είναι η κατάλληλη βάση για κάθε είδους μοντίφες-βελτιώσεις, με απώτερο σκοπό την αύξηση της ονομαστικής εργοστασιακής ιπποδύναμης.

Επειδή δε η εμφάνιση παίζει τρομακτικό ρόλο στην άσφαλτο, οι βελτιώσεις δεν περιορίζονται μόνο στα μηχανικά μέρη, αλλά και στα εξωτερικά καταλήγοντας στο απόλυτο μπεμπόνι.

-Το ποιο σημαντικό ερώτημα που τέθηκε μεγάλε στον κόσμο, ξέρεις ποιο είναι;
-Ποιο ρε τρισμέγιστε;
-Μπεμπόνι ή χρεπόνι; Ιδού η απορία...
-Τι είπε ο μεγάλος... Έγραψες!

(από northwind, 11/08/09)

Σχετικά: μπέμπα, εργαλείο, μπεμβεδοσουσού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικη έκφραση που χαρακτηρίζει μπερδεμένη φάση ή μπερδεμένο άτομο.

Πολύ μπερδεμπέ η κατάσταση με την οικονομία γενικώς.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φρύνος (κάτι σαν βάτραχος) στα Καλαματιανά.

Γέμισε η λιμνούλα με μπούζες.

Μπούζα (από northwind, 08/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published