Και κλαπαρχίδης.

Αυτός που (συνήθως λόγω ηλικίας) έχουν κρεμάσει τ' αρχίδια του, με αποτέλεσμα, όταν περπατάει γυμνός να χτυπάνε παλαμάκια!

Μεταφορικά, ο ανίκανος (όχι μόνο σεξουαλικά), ο άχρηστος.

-Τι να μας πει μωρέ ο κλαπαρχίδας, σάμπως μπορούσε να κάνει κάτι;

Δες και κλαπανάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο τις ηλικιωμένες ανύπαντρες γυναίκες. Μεταφορικά, οι οπαδοί του Ηρακλή Θεσσαλονίκης, αφού είναι ο παλιότερος ποδοσφαιρικός σύλλογος στην Ελλάδα. Εξού και «γηραιός».

- Το φανταστήκαμε πως θα μας περιμένουν οι γεροντοκόρες στο σταθμό, γι' αυτό και είχαμε κρύψει τα κασκόλ και τις σημαίες. Ούτε που μας πήρανε χαμπάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σωστό είναι: αλάργα, το αντίθετο του απίκο.

- Δεν βγήκαμε στο νησί, το καράβι έριξε άγκυρα αλάργα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρός άντρας. Προέρχεται από τα «γκαλιαρντά», τη διάλεκτο του αδερφάτου.

Τι να σου λέω μωρή, ένα τεκνό μούρλια. Μούσκεψα την κυλότα μου σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το θηλυκό που όχι μόνο έχει κουνιστό κώλο, αλλά και «φιλόξενο».

Σχετικό λήμμα: τσαπερδόνα.

Καλύτερα να πας με τη ξανθιά. Είναι αυτή μια τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα ..... Θα σου ξηγηθεί και οθωμανικό σούπερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σωστό είναι Ελεεινίδα, απο το ελεεινή και Ελληνίδα. Το ζουμί, προφανές: μια ελληνίδα για φτύσιμο, απαράδεκτη.

- Αυτήν αποκαλείς κυρία; Δεν ξέρεις τι σου γίνεται, πρόκειται για ελεεινίδα κατωτάτου.

(από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άριστη κατάσταση, του κουτιού.

- Είναι καλό το μηχανάκι του φίλου σου;
- Μόνο καλό, χαρτί σου λέω. Ούτε καινούργιο δεν ήταν έτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified