Υποτιμητική έκφραση που δηλώνει άνθρωπο ποταπό ή ανάξιο / ανίκανο να κάνει οτιδήποτε. Με παρόμοιο τρόπο χρησιμοποιείται και η έκφραση «ψωλή γαϊδάρου».

  1. - Τώρα που πήρα το δίπλωμα, θα κυκλοφοράω το αμάξι ελεύθερα.
    - Άντε μωρή ψωλή λαγού, που θες κι αμάξι...

  2. - Θέλεις να κουβαλήσω τα ψώνια σου μέχρι στο σπίτι; - Τι να κουβαλήσεις μωρή ψωλή λαγού, ούτε μισό κιλό δεν μπορείς να σηκώσεις...

Δες και πούτσα από λαγό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για συνώνυμο των λέξεων χύσι, φλόκι, ψωλόχυμα, το γνωστό δηλαδή λευκό παράγωγο του ανδρικού γενετήσιου μορίου.

- Τι έγινε τελικά με την γκόμενα, το κάνατε;
- Ναι ρε φίλε, είχα και καιρό να γαμήσω και όταν έχυσα της άδειασα μισό κιλό ψωλέλαιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται για να περιγράψει ότι κάτι μυρίζει τόσο άσχημα που η μυρωδιά είναι ανυπόφορη (π.χ. ένα δωμάτιο), όπως θα μύριζε και μια ψόφια γάτα.

- Ρε συ πόσο καιρό έχεις να καθαρίσεις το σπίτι σου;
- Γιατί ρε, τι έχει;
- Τι έχει; Ψόφια γάτα μυρίζει ρε, πως ζεις σε αυτό το αχούρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για άτομο που κάθεται σε σκαμπό του μπαρ και έχει βγει το μισοκώλι του απ'έξω (με λίγα λόγια φαίνεται η χωρίστρα του).

(Προσφώνηση:)

- Χωρίστρααας!!!!!!!!!!
- Δηλαδή;
- Είναι το μισοκώλι του απ'έξω, ρίξε ένα ευρώ μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη έχει ρίζες από την Ξηροκρήνη (συνοικία της Θεσσαλονίκης). Κυριολεκτικά θεωρείται συνώνυμο της λέξης γύφτος , μεταφορικά περιγράφει άνθρωπο ανέμελο που κάνει ότι του κατέβει στο κεφάλι, άσχετα με το αν είναι σωστό ή όχι, ή άνθρωπο που φέρεται σαν χωριάτης.

- Άκου να δεις, όλοι στο τραπέζι παραγγείλανε σαλάτες και κρασί, αλλά ο Βασίλης στα παπάρια του, πήρε τηγανιές και τσίπουρο.
- Ε καλά τώρα, κλασσικός τσοραϊμπές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς πρόκειται για την πράσινη γλοιώδη ουσία που πιάνει η καρίνα της βάρκας ή του σκάφους, όταν αυτά βρίσκονται για πολύ καιρό μέσα στο νερό. Μεταφορικώς, εννοείται η μακροχρόνια αποχή από το σεξ, κοινώς η αγαμία.

  1. - Ρε συ, ωραία κοπέλα η Λίζα ε; - Καλή είναι μωρέ, αλλά έμαθα ότι είναι πολύ του κατηχητικού. Θα έχει πιάσει το μουνί της τραγάνα.

  2. - Ρε συ έχω ένα μήνα να γαμήσω...
    - Τι λες ρε, σοβαρά; - Ναι ρε, ο πούτσος μου έχει πιάσει τραγάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά πρόκειται για εργαλειομηχανή κατεργασίας μετάλλων το οποίο διαμορφώνει μέταλλα αφαιρώντας τμήματα αυτών έτσι ώστε να πάρει την επιθυμητή μορφή, πλάτος και σχήμα, ή δημιουργεί σπειρώματα (πάσα) σε μια σιδηρόβεργα (συναντάται και ως μπόρινκ).

Μεταφορικώς πρόκειται για ένα τεράστιο πέος το οποίο χρησιμοποιείται για την κατεργασία ακατέργαστων τρυπών, έτσι ώστε να πάρουν την επιθυμητή μορφή, πλάτος και διάμετρο.

Και στις δύο περιπτώσεις ο χειριστής ονομάζεται τορναδόρος, ενώ η κύρια διαφορά ανάμεσα στα δύο είναι ότι στην δεύτερη περίπτωση, ο τόρνος αυτός δεν φέρει ούτε τσοκ, ούτε σαπόρτι και λειτουργεί χωρίς περιστροφή (και φυσικά χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα).

— Πω πω μανάρι μου, τι 'σαι συ; Έλα να σε ανεβάσω στον τόρνο μου, να δεις τι πάει να πει άντρας.
— Άντε να χαθείς, κρετίνε.

Δουλεύεις τον τόρνο, γιαυτό έχεις τόσο λαξεμένο κορμί. (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει ότι με πειράζει κάποιος ή κάτι ή ότι με νευριάζει/εκνευρίζει/οργίζει κάποιο γεγονός ή άτομο.

  1. - Γιατί ρε συ μαλώσατε με τον Φρίξο;
    - Άσε ρε, πήγαινε και έλεγε μαλακίες για μένα πίσω από την πλάτη μου και την έκανα ψώνιο.

  2. Γιατί, ρε συ, δεν συμμάζεψες το σπίτι; Το ξέρεις ότι την κάνω ψώνιο όταν το βλέπω άνω-κάτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ανώτατο βαθμό αξιωματικού τεμπελχανά, μοναδικό καθήκον του οποίου είναι η λάξευση (ξύσιμο) των όρχεών του σε καθημερινή βάση και σε πολύ τακτά χρονικά διαστήματα. Τα διακριτικά του είναι σε σειρά ένα αστέρι, ένας όρχις και ένα νύχι (που δηλώνει την ιδιότητά του). Ταξίναρχους πολλούς συναντάμε στις δημόσιες υπηρεσίες (κυρίως), στον ιδιωτικό τομέα επιχειρήσεων, ακόμα και στο ίδιο μας το σπίτι ενίοτε.

  1. - «Ρε συ, χτες περίμενα δύο ώρες στον κισέ του ταχυδρομείου να παραλάβω το δέμα μου, και ο βλάκας ο υπάλληλος χαζολογούσε στο τηλέφωνο»
    - «Όπως φαίνεται, έπεσες σε ταξίναρχο»

  2. - «Ρε συ, αυτός ο καινούριος που ήρθε στην εταιρία, τίποτα δεν κάνει, όλη την ώρα στο pc είναι καθισμένος και μαλακίζεται»
    - «Κι αυτός ταξίναρχος είναι, όπως οι περισσότεροι εδώ μέσα»

(από patsis, 08/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς, η λέξη περιγράφει το μηχάνημα που στραβώνει της λαμαρίνες (λέγεται και στραντζοπρέσσα). Μεταφορικώς, εννοεί άνθρωπο που έχει δαγκώσει την λαμαρίνα με κάποιον/κάποια, που έχει ερωτευτεί παράφορα άλλο άτομο.

- 'Ασε ρε φίλε, πολύ την γουστάρω την Άννα, όλη μέρα την σκέφτομαι.
- Ααα κατάλαβα. Στράντζα έγινες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified