Δημιούργημα ξανθιάς, με ό,τι αυτο συνεπάγεται για την ποιότητα, τη χρησιμότητα ή τη βιωσιμότητά του.

- Στο έστειλε η Νανσυ το κείμενο;
- Ναι. Μιλαμε για μεγαλο ξανθούργημα. Ειχε μεσα και ολοκληρα αποπάσματα απο κάτι άσχετες διαφημισεις στα γερμανικα χωρίς μετάφραση. Ποιος θα το διαβάσει μαρή ξανθιά; Η Μερκελ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λακεδαίμονες ήταν, ως γνωστό, οι Λάκωνες αρχαίοι κάτοικοι της Σπάρτης, απόγονοι του Λακεδαίμονα (του Δια και της Ταϋγέτης), γνωστοί για τον πολεμικό ηρωισμό τους, και οι οποίοι έγιναν ευρύτερα δημοφιλείς από την ταινία / καρτούν / γκατζετοσυρφετό Sparta (mori arrosti).

Σλαγκεδαίμονες είναι οι σλανγκολάκωνες νυν κάτοικοι της Σλάνγκης, γνωστοί για τις δαιμόνιες επιδόσεις τους στο σλανγκισμό, και οι οποίοι είναι ευρύτερα δημοφιλείς από το διαχρονικό έργο Σλανγκοφοριάζουσες.

Κατ' άλλη ετυμολογική εκδοχή, η λέξη είναι σύνθετη εκ των λέξεων Σλανγκ και Δαίμονες και η σωστή της ορθογραφία είναι Σλανγκαιδαίμονες.

Γνωστό είναι και το δίστιχο ρεφρέν από το διαχρονικό και πασίγνωστο σε όλες τις σλανγκομούνες σουξέ «Σλαγγιξέ με»:

«Αν έχεις λέξεις άγνωστες και απορίες έμμονες
έλα να στις ξηγήσουνε το βραδυ οι Σλαγκεδαίμονες».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονιμάς του στρατού ή αλλου χώρου ανδροπρεπούς φημης, συνηθως υπαξιωματικός ή άλλος χαμηλόβαθμος, με εμφάνιση και φωνή που παραπέμπει σε μη ομολογημένες αλλά έντονες και φανερές ροπές προς το ίδιο φύλο, και ο οποίος, ταυτόχρονα, είναι παντρεμένος, αρραβωνιασμένος ή απλώς έχει γκόμενα.

Στο επισκεπτήριο των νέων, κοιτάζει με το ίδιο λάγνο ενδιαφέρον τόσο τον νέωπα, όσο και τη γκόμενα που ήρθε να τον δει και του κωλοτρίβεται στη ζούλα.

- Γιάννηηη, να σου πωωωωω (με μάσημα τσίχλας), είδες πώς με κοίταγε συνέχεια εκείνος ο αξιωματικός όταν είχα έρθει να σε δω στο επισκεπτήριο. Εκείνος μωρέεε, που χαμογελούσε συνέχεια όταν σου μίλαγεεε...
- Ποιος μωρέ; Εκείνος ο ξελιγωμένος ο αμφιλοχίας; Ρε, δεν τον είδες τσαχπινιές; Πιο πολύ γούσταρε εμένα παρά εσένα αυτός ρε, αμφιλοχίας με βούλα σου λέω. Τζάμπα κάνεις χαρές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • O επαγγελματίας αθλητής με αλήτικη συμπεριφορά, χωρίς την ελάχιστη αθλητική ηθική (είναι συνέχεια ντοπέ, παίζει αντιαθλητικά, χτυπάει τον αντίπαλο ύπουλα με απαγορευμένους τρόπους , παίζει θέατρο για να πάρει το μπενάλτι, δωροδοκείται ή παρασέρνει άλλους σε δωροδοκία κλπ). Οι όποιες διακρίσεις του έχουν όλες αποκτηθεί με δόλια μέσα. Είναι παράδειγμα προς αποφυγήν, χλεύη και αποδοκιμασία.
  • Νέος που ασχολείται ερασιτεχνικά με κάποιο άθλημα, αλλά είναι μακριά νυχτωμένος από οποιοδήποτε αθλητικό ιδεώδες και χρησιμοποιεί τη σωματική διάπλαση που έχει, ή σκοπεύει να αποκτήσει, προκειμένου να κάνει διάφορες καφρίλες, να πουλήσει τσαμπουκάδες, να το παίξει σκληρός κι εκφοβιστικός και να κάνει διάφορες αλητείες εν γένει.

Συνώνυμα: Aθληταριό, αθλητήριος, αθληταρία.

- Παιχτρόνι ο ....., ε; - Ουου! Τρεις ξάπλωσε χθες, χώρια το γκολ με το χέρι. Μέγας αθλητάμπουρας...

- Αν θες να ξέεερεις,, [μάσημα τσιχλας] ο Γιώργος μου δεν είναι επιθετικός, απλά έχει πολύ τεστοστερόνη επειδή είναι αθλητής και τον προκαλούν επειδή τον ζηλεύουν, γι αυτό πλακώνεται.
- Ο Γιώργος σου δεν είναι αθλητής, είναι αθλητάμπουρας και τσόγλανος, γι αυτό πλακώνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να πουλάς μαγκιά και να προσπαθείς να το παίξεις ζόρικος, άγριος και σκληρός, μασώντας τσίχλα ταυτόχρονα.

Η τσιχλομαγκιά χαρακτηρίζει κυρίως ορισμένες κατηγορίες γκόμενας (μπουρναζογκόμενες, λάικες κλπ), καθώς και από τακουνόμαγκες, τρέντουλες και λοιπούς θηλυπρεπείς.

- Ρε συ, έχει αγριέψει ο τυπάκος, θα έχουμε φασαρίες.
- Σιγά τα αίματα ρε με τον τσιχλόμαγκα, θα γράψει υστερία κανα δίλεπτο και μετά θα πάει στην τουαλέτα να κλάψει απ' τα νεύρα του.

(από Khan, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματικό συνώνυμο της κρεατόβεργας, απαντώμενο σχεδόν αποκλειστικά στην Κρήτη (προφανώς λόγω της παραδοσιακής μανιώδους ενασχόλησης με τα όπλα).

Αυτουσια χρήση του λημματος σε κρητική μαντινάδα:

Αφού δεν τη γουστάριζες την κρεατομπιστόλα,
γιάντα την εκανάκευες και την εφίληες κιόλα;

(από ΛυσίζωνΛαισποδίας, 29/01/10)(από ΛυσίζωνΛαισποδίας, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified