Ειρωνική έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται για μια κατάσταση ή ένα πρόσωπο, τα οποία υποτίθεται μας προκαλούν φόβο ή άγχος, εν τέλει ανεπιτυχώς.

Παραλλαγή: κάνω τσισάκια μου.

- Ρε Μάκη, σου φωνάζει ο Διευθυντής να του πας τις καταστάσεις στο γραφείο του, δεν ακούς;
- Καλά, πες του να μη φωνάζει πολύ γιατί θα κάνω κακάκια μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. χύνω κουβάδες, αλλά έχει πάντα μεταφορική έννοια, τουτέστιν μου συμβαίνει κάτι γαμάτο και γουστάρω τρελά!

- Φίλε, ήμουν γήπεδο χτες στο 4 - 0. Ρε χύσαμε από τα μάτια σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αγανάκτησης, κυρίως ως προς τη γκαντεμιά που μας δέρνει κατά τη διάρκεια τυχερών παιγνίων με ζάρι (τάβλι, μπαρμπούτι κλπ). Τα ντόρτια (τεσσάρες) είναι τις περισσότερες φορές η χειρότερη ζαριά που μπορεί να φέρει κανείς, μετά το χασσόδυο. Χρησιμοποιείται πιο σπάνια και στη καθημερινή ζωή, μεταφορικά.

- ...πάλι ντόρτια ήφερα! Δεν το πιστεύω! - Άντε, πλήρωνε να φύγουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο (το οποίο μπορεί να είναι τυφλίτης ή απλά ολίγον γκάου), «τσιμπάει» σε κάτι, πάει να κάνει μια αρπαχτή, αλλά στο τέλος τρώει ήττα.

- ..και που λες, την πέφτω στο παστάκι, αλλά δεν είδα τη ντουλάπα που το συνόδευε και..
- μα καλά, το τυρί το είδες, τη φάκα δεν την είδες;

(από Hank, 18/02/09)Του Αρκά. (από patsis, 13/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Παράφραση του Holiday in Cambodia των Dead Kennedys, αναφέρεται στη πραγματοποίηση στρατιωτικής θητείας στη Γκασμαδία.

- Πριν από δέκα χρόνια ακριβώς σαν σήμερα, ξεκινούσα για Holiday in Gasmadia...

(από Jonas, 17/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, είμαι σε απελπιστική κατάσταση και δεν αντέχω άλλο, βαράω μπιέλα, τα παίζω. Η λέξη «τιλτ», προέρχεται από τα παλιά φλιπεράκια, τα οποία, εάν κουνούσες για πάνω από 2-3 δευτερόλεπτα, μπλόκαραν σκόπιμα και έχανες τη μπάλα, ενώ σε εμφανές σημείο αναβόσβηνε η ένδειξη «tilt» («κλίση»).

- Ρε φίλε δεν αντέχω άλλο με αυτή τη δουλειά, κάθε μέρα με πάει γαμιώντας. Όπου να 'ναι θα βαρέσω τιλτ μου φαίνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επιχειρών ερωτική επαφή χωρίς χρήση προφυλακτικού.

- Άσε, φίλε, ξεμείναμε χτες με την Σούλα και δεν υπήρχε περίπτερο ανοιχτό βραδιάτικα, οπότε... την είδα κομμάντο.

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

*Καμία σχέση με την ΠΑΣΠ*. Προκύπτει από τις λέξεις «πάω» και «σπίτι» και υποδηλώνει το αυτό. Βλ. επίσης: την κανά.

- Λοιπόν μάγκες, μάλλον θα γίνω πασπίτης σε λίγο...

(από Khan, 14/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκνευρίζομαι σε μεγάλο βαθμό, τα παίρνω στο κρανίο και ξεσπάω.

Τούλα, κόψε λάσπη γιατί θα με πιάσουν τα διαόλια μου και δε σε βλέπω καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified