Αυτός που δεν αντέχεται, ο ανυπόφορος.
Ήρθε πάλι εκείνος ο ανεβάσταγος ο γείτονάς σου στο μαγαζί και επέμενε να του χαλάσω πενηντάρικο σαββατιάτικα...
Αυτός που δεν αντέχεται, ο ανυπόφορος.
Ήρθε πάλι εκείνος ο ανεβάσταγος ο γείτονάς σου στο μαγαζί και επέμενε να του χαλάσω πενηντάρικο σαββατιάτικα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δηλώνει μεγάλη οικειότητα με κάποιον ή αχώριστη παρέα.
Συνώνυμα: είμαστε κώλος και βρακί, έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι.
Περιοχή: Μεσσηνία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προσφώνηση, συνήθως προς μικρότερους. Χρησιμοποιείται πολύ έντονα σε χωριά του Πάρνωνα (Λακωνία και Αρκαδία). Επίσης καμάρι, καμαράκι.
Βλ. έλα μάνα μου, κορώνα μου, λο για τις προσφωνήσεις στη ν. Πελοπόννησο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στο κρυφτό, η κατάσταση όπου αυτός που τα φυλάει, δεν απομακρύνεται από την έδρα του, υπερβολικά φοβούμενος μήπως φτύσει κάποιος.
Ένας κρυμμένος παίχτης τότε συνήθως φανερώνεται, φωνάζοντας αγανακτισμένος «φτου καμηλοπάρδαλη!» και ο φυλών χάνει το παιχνίδι.
Αντίστοιχη κατάσταση με το περίπτερο στο ποδόσφαιρο.
(Μονολογώντας)
- Κοίτα ρε, το βλάκα, δεν έχει κουνήσει ρούπι, πώς θα φτύσουμε;
(Δυνατά)
- Φτού καμηλοπάρδαλη! Ρε Μάκη, τι θα γίνει, θα παίξουμε καμιά ώρα σοβαρά;
(Πιο δυνατά, για να ακούσουν όλοι)
- Φτου καμηλοπάρδαλη, βγείτε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προσφώνηση, που χρησιμοποιείται προς άντρες και γυναίκες, προς μεγαλύτερους και μικρότερους, σε συγκεκριμένες περιοχές της Λακωνίας, όπως το μάνα μου, το καμάρι μου και το κορώνα μου.
Ετυμ.: (υποτίθεται αλλά δεν το βρίσκω) από το αρχ. λώος=καλός, αγαθός.
- Λο θεία, άνοιξε και χτυπάω μισή ώρα!
- Έλα λο, δεν άκουγα καμάρι μου, είχε ο Ντούλης τέρμα το ράδιο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Με τι το έχετε (το τραπέζι);
Τι φαγητό έχετε;
Περιοχή: Μεσσηνία.
- Άντε Νίτσα, σε κλείνω, μάνα μου. Θα μου κολλήσει και το φαγητό...
- Με τι το 'χουτε;
- Με κόκκορα. Πάω να βάλω και τις χυλοπίτες.
- Να κάνουτε και κείνο το κουνελάκι που σας έστειλα. Άντε, μάνα μου, καλή όρεξη!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο/η (συνήθως) φοιτητής /-τρια που, όσο δεν βρίσκεται στο εξωτερικό με κάποιο πρόγραμμα ανταλλαγής ή εθελοντικής εργασίας (BEST, Erasmus, Leonardo κλπ), είναι μόνιμα απασχολημένος /-η να πρήζει τους άλλους για τα ταξίδια του/της.
Αγαπημένα θέματα για μονόλογο της μπεστογκόμενας είναι:
- τα drink games
- οι χαρακτηρισμοί λαών, τύπου: «οι Ισπανοί είναι ρυθμικός λαός, συνεχώς χτυπούν παλαμάκια».
- ...και εκεί που μαζεύαμε blueberries, πετάχτηκε ένας άστεγος από τους θάμνους, αλλά εμείς βάλαμε τα backpacks πάνω από τα κεφάλια μας, για να νομίζει πως είμαστε μεγαλύτερα ζώα και μείναμε ακίνητοι, γιατί η όρασή τους βασίζεται κυρίως στην κίνηση.
- Πάμε στο χωριό μου τον Αύγουστο να μαζέψεις όσα βατόμουρα θες και να κάνουμε και μαρμελάδα;
- Αχ, τον Αύγουστο θα είμαι Χιλή! Θα συναντηθούμε όλη η παλιά παρέα από το συνέδριο στο Σίδνεϊ!
- Καλή μπεστογκόμενα είσαι και του λόγου σου...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified