Η μπόλικη πούτσα, το άγριο και ανελέητο γαμήσι, εκεί που δεν ξέρεις από πού θα τον φας next... Εκφρασιπλασία που προέρχεται από τη gourmet έκφραση «πίτσα με το μέτρο».
Αυτή είναι γκόμενα! Να (ν)τη βάλεις κάτω και να της ρίχνεις πούτσα με το μέτρο!
Η μπόλικη πούτσα, το άγριο και ανελέητο γαμήσι, εκεί που δεν ξέρεις από πού θα τον φας next... Εκφρασιπλασία που προέρχεται από τη gourmet έκφραση «πίτσα με το μέτρο».
Αυτή είναι γκόμενα! Να (ν)τη βάλεις κάτω και να της ρίχνεις πούτσα με το μέτρο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γαμάω, συνήθως άγρια. Τον(ε) φοράω. Υπάρχει και ο συνηθέστερος τύπος «πουτσώνω».
Παράγωγα: (μ)πούτσωμα, (μ)πουτσωμένη.
Μου 'κανε τη δύσκολη, αλλά τελικά την πούτσωσα / τη μπούτσωσα την κωλοχαρχάλα!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που τρώει τον αβλέμονα και πάει στο καπάκι για χέσιμο, λες και έχει ένα μόνο άντερο, οπότε δεν μεσολαβεί χρόνος μεταξύ μάσας και χεσίματος για χώνεψη.
- Ώπα! Έχεις και κολοκυθοκεφτέδες, βλέπω;
- Ρε μαλάκα, τώρα δεν έφαγες ιμάμ μπαϊλντί;
- Αυτό το 'χεσα μόλις...
- Μονάντερος είσαι ρε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ευχή που δίνει άνδρας σε γυναίκα (ή και άνδρα) μετά από ένα ξεγυρισμένο τσιμπούκωμα, ακριβώς τη στιγμή που αυτή (ή αυτός) βρίσκεται με τα μόλις εκτοξευθέντα φλόκια στο στόμα του. Υπάρχουν δύο δυνατότητες: α) η λεγάμενη / ο λεγάμενος να έχει ήδη καταπιεί τα φλόκια, οπότε η ευχή είναι κυριολεκτική, β) να βρίσκεται σε δίλημμα για το αν θα τα καταπιεί ή όχι, οπότε τον ενθαρρύνουμε με αυτή την ευχούλα.
(ο γκόμενος μόλις ανακουφισμένος)
- Ααααα...
(η γκόμενα με μπουκωμένη προφορά)
- Γκαι ντώ'α, Μηνά μου;
- Καλή χώνεψη, μωράκι μου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο λίγο παλαβός, αυτός που χάνει στροφές, ο πυροβολημένος. Ο όρος προέρχεται μάλλον από τη μουσική τζαζ, που οι παλαιότεροι (όσοι την είχαν ακουστά, δηλαδή) θεωρούσαν ως μουσική για τρελλά νιάτα και γενικά για πυροβολημένους.
Ρήμα: τζαζεύω, τζάζεψα.
Ο Δήμος, ρε; Αυτός είναι τζαζεμένος, τι την ψάχνεις μαζί του;
Βλέπε και τζαζ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λεξιπλασία με βάση το Τρίκαλο και την καύλα. Λέγεται για επαρχιώτικο καυλοράπανο, που μιλάει άμα λάχει και με λίγο βλάχικη προφορά και που ζει σε κάποια ξεχασμένη επαρχία, αλλά που άμα πας μαζί της δεν θα την ξεχάσεις ποτέ(ς)!
- Βγήκαμε χτες με τη Ρίτα και έφερε μαζί της και μια φίλη της από την Άνω Ανασουμπίτσα, που τη λέγανε Αστέρω.
- Βλέπω χαμογελάς πονηρά... Ήτανε καλό;
- Τρίκαυλο σου λέω! Το ίδιο βράδυ της πήρα το κινητό και σε λίγες ώρες βρεθήκαμε μπρουμυτανάσκελα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ερωτική αυτοϊκανοποίηση, ο αυνανισμός, κοινώς μαλακία. Από την παρομοίωση με το κομπολόι, που τουρκιστί (και κατ' επέκταση προσφυγιστί) λέγεται «μπεγλέρι» (< beğler, «οι μπέηδες»).
Έτερες γραμματικές μορφές: μπεγλερίζω, μπεγλερ(ι)τζής, μπεγλεροπαίχτης.
- Η Πουλχερία έχει ένα γιο... άσ' τα. Καλά-καλά δεν έχει πατήσει τα 10 και το μπεγλέρι πάει σύννεφο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο υπερβολικά μεθυσμένος και/ή μαστουρωμένος.
Βλ. επίσης: σούρα, σουρώνω.
Σουρωμένος θα 'ρθω πάλι,
στην παλιά μας γειτονιά,
να σου παίξω μπουζουκάκι,
μ' όμορφη διπλοπενιά…
(παλιό ρεμπέτικο)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση που δηλώνει τη μετριότατη έως χάλια γκόμενα, τη λόου φακαμπίλιτυ, με την οποία ωστόσο κάνεις κονέ σε καιρούς αναβροχιάς.
Η κοπέλα αυτού του είδους μπορεί να συνδυάζει και πραγματικά αυτά τα τρία χαρακτηριστικά, αλλά δεν είναι απαραίτητο. Αρκεί να είναι μπάζο οριακής φακαμπίλιτυ και να αναγκάζεσαι να την πηδάς.
Αυτό που σε κάνει να τη μισείς ακόμα περισσότερο είναι ότι τη χρειάζεσαι προσωρινά (ένα «προσωρινά» που ελπίζεις να κρατήσει όσο πιο λίγο) και αυτή νομίζει ότι τη θέλεις για την ομορφιά της και σου τη βγαίνει με αξιώσεις «κανονικής» γκόμενας.
Ο όρος προέρχεται από το τραγούδι των Κατσιμιχαίων με τίτλο «Κορίτσια της συγγνώμης», που λέει σε κάποιο στίχο: «όπως οι γκρίζες οι κοπέλες που μ' αγάπησαν, κάτι χλωμές, κάτι χοντρούλες με γυαλιά».
Συνώνυμα (αν και σεσινεπασλάνγκ): α) απ' ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα β) στην αναβροχιά καλό είν' και το χαλάζι.
- Τι έγινε ρε Στράτο; Τι προβοσκίδα είν' αυτή;
- Χέσ' τα, έχω να γαμήσω 8 μήνες!
- Γιατί δεν τα φτιάχνεις με την Ανθούλα που σε θέλει σαν τρελή; Κάνει για την περίπτωσή σου: χλωμή, χοντρούλα με γυαλιά!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μουτσούνα, τα κρεμασμένα μούτρα, η φάτσα που δηλώνει ότι κάποιος έχει χαλαστεί με μια κατάσταση. Από την ομοιότητα με την προβοσκίδα του ελέφαντος.
Έκφραση: κατεβάζω προβοσκίδα = μουτρώνω, χαλιέμαι και το δείχνω.
- Θα πάμε στη συναυλία της Βέσποινας Δανδή;
- Δεν μπορώ, έχει ματς απόψε.
- Μα μου το υποσχέθηκεεες... (κλαψ-λυγμ)
- Τι προβοσκίδα είν' αυτή που κατέβασες μωρή; Να πας μόνη σου, στην τελική!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified