Υπονοεί τη γυναίκα ή τρανς, που έχει πνίξει κοπάδια από ανδρικά μόρια. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά. Συνώνυμα: ψωλοπνίχτρα, πεοπνίχτρα, ή κουνελοπνίχτρα. Έχει συγγενική γλωσσική σχέση με την ψωλοαποθήκη.

- Πω-πω ρε κολλητέ, τί σεμνό γκομενάκι είναι αυτό;
- Τη Βιόλα λες ρε, την πουτσοπνίχτρα; Αυτή ξεπετάει 5 στη ξαπλωσιά της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλοντανιάστρα ή πουτσοντανιάστρα αποκαλούμε τη γυναίκα ή τρανς, που συνηθίζει να παίρνει όχι μόνο ένα και δύο ανδρικά εργαλεία συγχρόνως, αλλά και ... βάλε, δίκην ντανιάσματος, οπότε άκρως ξεχαρβαλωμένη. Συγγενεύει γλωσσικά με την ψωλοαποθήκη και την πουτσοπνίχτρα.

- Ρε φίλε, άστα, χαλβαδιάζω τη γυναίκα του Ριρή του πούστη ... κι έχω μείνει! Τί χαμηλοβλεπούσα η κουφάλα... Ευχαρίστως της πετούσα ένα κομμάτι μόριο!
- Χαμηλοβλεπούσα η γυναίκα του Ριρή; Ρε αυτή είναι ψωλοντανιάστρα κι εσύ μιλάς για ένα τεμάχιο; Ούτε που θα το καταλάβει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί απαξίωση, σε όποιον αναφέρεται, αφού του αποδίδει μόνο την δυνατότητα μαλακισμού, άντε και τινάγματος ψωλών και τίποτε παραπάνω. Παρόμοια έκφραση είναι «μαλακοπαίχτης ακρωτηριασμένων» (κουλών) και ο (η) «κλάστης /-τρια αρχιδιών».

Συγγενικά γλωσουργήματα είναι το «μωρή λουλού» και τσουτσουνοπαίχτης /-τισσα.

- Άμα κατέβω κάτω, θα σου πω εγώ ρε φλώρε!
- Κατέβα μωρή ψωλοτινάχτρα, να μας τα κλάσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντε κατούρα τα πόδια σου, ρε!

Σημαίνει την απαξίωσή μας προς κάποιον, ή τα λεγόμενά του, είτε προσωπικώς, είτε δια μέσου αυτού, προς τρίτον, ... Στην κυριολεξία, υποδεικνύει σε κάποιον να ασχοληθεί με την διούρηση επί των κάτω άκρων του, ήτοι να κατουρήσει τα πόδια του, πράγμα εύκολο δηλαδή αν δεν του είναι κάγκελο, διότι εν μαρασμώ (μαρασμένη), αν κατουρήσει, σίγουρα τα πόδια θα κατουρήσει -έκφραση υποδηλώνουσα και τον διαρκώς εν μαρασμώ ευρισκόμενο.

Συνήθως χρησιμοποιείται ως εναλλακτική λύση από την προτεινόμενη (π.χ. λέω να πάω από Χαλκούτσι, το βραδάκι...
Άντε κατούρα τα πόδια σου, ρε, στο Χαλκούτσι βραδιάτικα...)

Συχνά αντικαθίσταται και από την συνώνυμη έκφραση:
«Άντε φτύσ' τα μπούτια σου ρε» , υποδηλώνουσα και πάλι την πλήρη απαξίωση προς τον καθ’ ού αυτή απευθύνεται!

Με εκτίμηση
Ωρωπιώτης

  1. Ο Σήφης ντελμπεντέρης;
    Άντε κατούρα τα πόδια σου ρε!

  2. - Άμα κατέβω από το αυτοκίνητο, θα γίνει μεγάλος σαματάς!
    - Σαματάς; Φτύσ’ τα μπούτια σου μωρή παλιοτσουτσουνοτσακίστρα!, που θα κάμεις σαματά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος υποδηλώνει την τεμπέλα, την ακαμάτρα, αδιάφορη, αλλά και ονειροπόλο γυναίκα που συνήθως λουφάρει ξύνοντας και μαδώντας το μνί της, γι' αυτό και το συνώνυμο σε αρσενικό είναι ο ξυσαρχίδης (συνώνυμή της η μουνοξύστρα).

- Ακόμα δεν άνοιξε το κομμωτήριο η Πόπη, Κούλα μου!
- Μα χρυσή μου, αφού είναι στον κόσμο της, μεγάλη μουνομαδίστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) Η έχουσα κάτασπρον τον κώλο, σα να έχει καθίσει πάνω στο τσουβάλι με το αλεύρι, δηλώνουσα τον τρυφερό, άσπρο, αδούλευτο, απαίδευτο κώλο, ως εύφημη μνεία και κοπλιμέντο, ενώ β) κατά νεωτέραν θεωρίαν ο όρος αλευροκώλα χρησιμοποιείται αντί του ζυμαροκώλα και προκειμένου να αποφευχθεί συνειρμός με την λέξη κόλλα (ζυμαρόκολλα), οπότε και την χρησιμοποιούν θέλοντας να δηλώσουν την έχουσα μαλακή και πλαδαρίζουσα ωσάν ζυμάρι από αλεύρι κωλάραν, και έχει απαξιωτικόν χαρακτήρα.

  1. Στην παραλία, ενώ δυο φίλοι βλέπουν μια γερμανίδα κουκλάρα με στρινγκ μαγιό να ηλιοθεραπίζεται, λέει ο ένας στον άλλον: «Πω-πω, μια αλευροκώλα... Γάλα η κωλάρα της...»

  2. Οι ίδιοι ως άνω φίλοι παρατηρούντες τα ωσάν τον ζελέ τρεμάμενα οπίσθια μιας παίκτριας τένις: «Ρε συ κοίτα μια αλευροκώλα... Ζελέ ο πάτος της...»

(από Khan, 27/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα του φούρναρη. Γυναικείος επιθετικός προσδιορισμός βάσει του επαγγέλματος ή της καταγωγής του συζύγου. Υπονοεί ότι έχει αλεύρι στον κώλο, οπότε ο άντρας της είναι ο αλευροχέρης που την αλευρώνει...

- Κοίτα τη γυναίκα του φούρναρη ρε συ, κάτι μπαλκόνια!
- Κλάσ' τηνα μωρέ την αλευροκώλα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθίζεται σε οίκους ανοχής, όπου ο εορτάζων από τους επισκέπτες μπουρδελοτσαρκαριστές, ή περατζαδαριστές, είθισται να κερνάει τις ερωτικές υπηρεσίες της κοπέλας που θέλει ο καθείς, από τα φιλαράκια του.

Η εορταστική αυτή λοιπόν προσφορά λέγεται κερατζάδα.

- Πω-πω κοσμοσυρροή έξω από το πορτέλο της Λόλας, έπιασε φωτιά και κινδυνεύει η Λόλα, του Αη Μιχαλιού ανήμερα;
- Όχι μωρέ, γιορτάζει ο Μιχαλάκης σήμερα κι έφερε τους κολλητούς του κερατζάδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο σουτιέν. Θήκη των μασταριώνε. Βυζοθήκη, βυζοσακούλα, βυζομπαλοσακούλα, βυζοσυσκευασία, μασταροσυσκευασία.

- Ανανία, το φελέκι σου, που είναι η μασταροθήκη μου;
- Δίπλα στη νουαζέτα χρυσή μου, δίπλα στο ντίλντο μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαλακιστήρι, αυτό το πλάσμα που αρέσκεται μονίμως και επιμόνως να ταλαιπωρεί το όργανό του, ήτοι να αυνανίζεται...

Συναντάται και ως αβγανιστήρι, ή αβγανιστήρας.

- Να χαίρεσαι τον άντρα σου τον αρχιτρόμπα χρυσή μου και το αγοράκι σου το αυνανιστήρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified