Είμαι ποδοσφαιριστήςτης κακιάς ώρας, δεν αξίζω τα χρήματα που παίρνω, ή μου δίνουν λίγαγιατί ο άλλος που παίζουμε στην ίδια θέση είναι καλύτερος, με αποτέλεσμα να παίζω εξωφυλαρούχας, δηλαδή σπανίως μέχρι και καθόλου.

Άμεσο αποτέλεσμα του ταλέντου μου είναι να κάθομαι στον πάγκο της ομάδας μου, αντί να κάνω πως παίζω. Καμιά φορά πέφτω θύμα κλίκας και παρεξήγησης, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Τρώω πάγκο.

ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ ΠΩΣ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΒΑΣΙΚΟΣ Ο ΜΕΛΙΣΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΒΥΝΤΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΡΩΕΙ ΠΑΓΚΟ Ο ΑΝΤΡΕΑΣ. Ο ΤΖΙΜΠΟΥΡ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΚ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΝΙΩΝΙΟ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΓΙΑ ΕΜΑΣ. Από εδω

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ειδικό τρυπάνι για λήψη καρότων από οικοδομή.

Καροτιέρα υγρής κοππής Makita, με μέγιστη διάμετρο διάτρησης 230mm. Διαθέτει: Διακόπτη On/Off.

Μεταλλικό φρένο ολίσθησης για προστασία από ατυχήματα (ολίσθηση κατά λάθος).

Μοχλό ρύθμισης ύψους, παράλληλο στο έδαφος για καλύτερο υπολογισμό.

Διακόπτη ταχυτήτων για επιλογή μεταξύ των τριών μηχανικών ταχυτήτων.

Μοχλό για χειροκίνητο ανέβασμα του εργαλείου κατα μήκος του άξονα της βάσης και βίδωμα στο επιθυμητό ύψος.

Αξονα βάσης με ένδειξη βάθους σε εκατοστά και κλίσης σε μοίρες.

Σύνδεση για άμεση παροχή νερού με βαλβίδα ρύθμισης της

...μπλα μπλα...εδωθε

(από perkins, 31/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σλανγκομαστορικά είναι το δείγμα μπετού σε κυλινδρικό σχήμα που το παίρνουμε από την οικοδομή με ειδικό δράπανο για έλεγχο αντοχής στην σύνθλιψη στο εργαστήριο. Λέγεται και πυρηνοληψία. Γίνεται δε, για να εξακριβωθεί αν τα μπετά που έπεσαν είναι ξεματοχινά για την περίσταση.

  1. Μήτσο, πήγαινε κόψε ένα καρότο από βαθιά να το πάμε στον επιστήμονα α το δει.

  2. από εδώ
    Η πλέον συνηθισμένη δοκιμή εναπομένουσας αντοχής μετά από πυρκαγιά είναι η λήψη
    πυρήνων (καρότων) με τη χρήση ειδικού μηχανήματος. Τα καρότα οδηγούνται σε εργαστήρια σκυροδέματος όπου και θλίβονται. Η θλιπτική τους αντοχή ανάγεται σε αντοχή κύβου 20x20x20 cm. Έτσι έχουμε μια πιο εμπεριστατωμένη άποψη της απώλειας αντοχής του σκυροδέματος μετά από μια πυρκαγιά. Η μέθοδος αυτή είναι η μόνη
    αποδεκτή από τον Κανονισμό Τεχνολογίας Σκυροδέματος ( Κ.Τ.Σ )

Βιολογικό καρότο. (από perkins, 31/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σλανγκομαστορικά ο όρος σκύλα έχει τρείς σημασίες τουλάχιστον:

α) Λοστός για ξεκάρφωμα καρφιών και ανασηκώματος ρολών (η χαρά του διαρρήκτη) ή άλλων βαρέων αντικειμένων (μήδι α).

β) Πένσα συγκράτησης με κεκαμμένα ράμφη, κοινώς γαντζοτανάλια (μήδι β).

γ) Κρίκος αυτοαπασφαλιζόμενος σε διασώσεις ναυαγών, ορειβατών και άλλων βαρβάτων ανδρών και γυναικών (μήδι γ).

Έμμεση ασίστ: Ιωνας στο λήμμα μαλάκας.

α) Πιάσε ρε Περικλή τη σκύλα και δεν ανεβαίνει το το γαμημένο.
- Μη λες ονόματα ρε πανύβλακα. Θες δωρεάν διακοπές;

β) - Κάλφαααα, πιάκε ρε παπάρι τη σκύλα και έλα να βαστάς, μαλάκα, κι έπεσε το χέρι μου!
- Μια στιγμή κύριε προϊστάμενε, διότι με ξύνει το δεξί.

γ) - Κάθε πουσουκού τώρα που πέσανε και τα χιόνια θα τρέχουμε να γλιτώνουμε τους μπούληδες τους Αθηνέζους και ούτε υπερωρίες, ούτε τίποτα.
- Δε λες τουλάστιχον που μας πήρανε αυτές τις σκύλες και μας πεθαίνει και κανένα ζωντόβολο λιγότερο ;

αυτη ειναι η γκαζοντανάλια (από ο αυτοκτονημενος, 30/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνεται από μαρμαράδες - και δεν τους φαινότανε!

Είναι το κύρτωμα που γίνεται με λείανση στην πάνω εξωτερική πλευρά μιας μαρμαροποδιάς ή ενός μαρμάρινου σκαλοπατιού.

Στην περίπτωση που το κύρτωμα αφορά και την πάνω αλλά και την κάτω εξωτερική γωνία, τότε αυτή η εργασία λέγεται ολόκληρο τσιμπούκι.

Η ομοιότητα με άλλες δραστηριότητες είναι απλά φωνολογική.

Κ.Γ: - Αστρίτ, πότε θα είναι έτοιμη η σκάλα, ρε;
Α: - Αύριο το απόεμα κυρ - Ιάννη, να κάνω ως το βράδυ τα τελευταία μισοτσίμπουκα κι αύριο τα τσιμπούκια.
Κ.Γ: - (από μέσα του) Μωρέ μπράβο, τέτοιος λεβέντηςς....

Τσιμπούκια ο Τίγρης. (από perkins, 05/11/10)Γνήσιο μισοτσίμπουκο. (από perkins, 05/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γιαγιά που τυγχάνει κατά κύριο λόγο να είναι και σλανγκομούνα. Όχι ότι αν δεν είναι λέγεται αλλιώς, αλλά να, εκεί στη Σετινσουλία, οι γιαγιάδες είναι όντως και πολύ άτομα.

Λέγεται φυσικά και βάβω, αλλά και νόνα.

- Μαλάκα μου τι θα ντυθούμε τσ' Αποκρές (χωρίς ι)
- Κοκολοΐστρες...
- Με τι κότολα ρε, πούθενε;
- Θα πάρουμε κρυφά τση βαβάς μου, έχει τρία - τέσσερα και δε θα το πάρει χαμπέρι.

βαβά του μόχθου. (από perkins, 02/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός μηχανόβιου που προτιμά με θρησκευτική ευλάβεια τα Γιαπωνέζικα μοτόρια.

Στον αντίποδα βρίσκονται οι Ευρωπαίοι, που αγοράζουν με την ίδια προσήλωση μοτοσακά κυρίως εξ' Ιταλίας αλλά και εξ' Αυστρίας τε και Γηραιάς Αλβιώνος.

Κυριότερο επιχείρημα των Ιαπώνων για την προτίμησή τους είναι η αξιοπιστία, ενώ ο αντίλογος των Ευρωπαίων επικεντρούται στο: ό,τι δεν πάει..., δεν σπάει.

Αδερφέ πάνω πρώτα απ'όλα περαστικά και υπομονή!!! Να γίνεις σύντομα περδίκι!!

Μετά για το εργαλείο αφού είναι Ιάπωνας του βγάζω καπέλλο παρ'ότι δέν με συγκινούν ιδιαίεταιρα τέτοιυ στύλ μηχανές (Δέν έχω καβαλήσει βέβαια και ποτέ για αυτό ίσως και να μήν ξέρω) είμαι ποιό πολύ του Motard και του πιστάδικου!! (Μικρός ακόμα για αυτό)...

από εδεπά

Γενάρχης (από perkins, 07/03/11)Ο αντίλογος... (από Vrastaman, 07/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφενείου συνέχεια και... υποβρύχιο. Αποτελείται από μια κουταλιά του γλυκού βανίλια βυθισμένη σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό.

Τα «παλιά τα χρόνια» έπαιζε πολύ και στα καφενεία και ως τρατάρισμα στα σπίτια. Τίμιο αντιυπογλυκαιμικό χωρίς λιπαρά.

Υπάρχει επίσης και αυτό το υποβρύχιο που υπάγεται στα ξίδια.

Έλα παιδιιιιιιί, έναν γλυκύ βραστό και ένα υποβρύχιο για τη μανδάμ.

Υποβρύχιο ουρανός (από perkins, 02/06/10)White submarine (από poniroskylo, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πεζή πραγματικότητα είναι ηλεκτρικό μηχάνημα κοπής συνήθως ξυλείας. Λέγεται και σκέτο κορδέλα και αποτελείται από κυκλική ευλύγιστη λάμα πριονιού που εδράζεται σε δύο τροχούς, ο ένας εκ των οποίων κινείται από ηλεκτρικό κινητήρα. Βασικό χαρακτηριστικό του μηχανήματος είναι ότι δεν μασάει πουθενά και ως εργαλείο βασανιστηρίων θα ήταν ταμάμ.

Ωσεκτουτού κι επειδή γλώσσα σλανγκίζουσα τ' αληθή λέγει, πριονοκορδέλα είναι αφενός η πάρα μα πάρα πολύ αυστηρή κριτική σε λεγόμενα ή σε πράξεις κάποιου κι αφετέρου η κακοποίηση κάποιου υπό τινός συνανθρώπου του.

Ειδικά η δεύτερη εκδοχή είθισται να αναφέρεται στον αθλητικό χώρο, όπου ο δράστης είναι ο διαιτητήςκαι το θύμα η μία ομάδα.

Σημαντικό: το λημματάκι αυτό συντάσσεται με το ρήμα περνάω.

  1. για την Ά σημασία :

Κι ο ίδιος στα 71 του χρόνια, θα κάνει την παρθενική του εμφάνιση σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Άργησε, αλλά τα κατάφερε.
Τον Γερμανό, τον πέρασαν πριονοκορδέλα, σχεδόν απαίτησαν την απόλυσή του, ακόμη και σε περίπτωση πρόκρισης, οι επικήδειοι εκφωνήθηκαν (και γράφτηκαν) από την προηγούμενη του επαναληπτικού.
Εντάξει, ο Ρεχάγκελ δεν είναι ο πιο…ευέλικτος προπονητής του κόσμου...
από εδώ και

  1. για την Β':

Το γιο του ανθρώπου που έχει πει τη «μεγάλη» ατάκα «ο Γαύρος και το Αιγάλεω να κερδίζουν και οι υπόλοιποι να πάνε να γαμηθούνε. Για όσους δεν ξέρουν ο Σπάθας ήταν φέτος στα ερυθρόλευκα όργια στο Παγκρήτιο, πέρασε πριονοκορδέλα τον Παναθηναϊκό στο Καυτατζόγλειο, έναν Παναθηναϊκό που τον έφαγε πέρσι λάχανο στο Καραϊσκάκη.
από κει

ξυλουργική (από perkins, 18/09/10)καυσοξύλων (από perkins, 18/09/10)μετάλλου (από perkins, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το ξύδι «δε κάτι σάρκ» και προφέρεται έτσι σε κάποιες περιοχές της Ακαρνανίας τουλάστιχον.

Κατάχρηση του Δεκατεσαρ(γιού) γίνεται πάντα αλλά κυρίως κατά την ζωοπανήγυρη της Αγίας Παρασκευής (μεγάαααλη η χάρη της) στο Μοναστηράκι Βονίτσης ως συνοδευτικό των κοψιδίων και των λοιπών σφαχτών.

- Καλώς τα παιδιά τα δικά μας. Να ψήσω καφεδάκια;
- Τι καφέδες και παπαριές; Πήγε δέκα η ώρα (το πρωί). Τσάκω το μπουκάλι το Δεκατεσσάρ να μας δει ο Θεός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified