Στην αργκό των μοτοσυκλετιστών, η βεβιασμένη και ενίοτε επικίνδυνη έξοδος από το δρόμο σε ανοιχτές στροφές. Υπονοεί ότι το θύμα της περίστασης έχει σταματήσει στο χωράφι έξω από το δρόμο, το οποίο θέλει να αγοράσει ή έχει αγοράσει ήδη.

Παίρνω φέτα στροφή, μου πετάγεται ένα τρακτέρ μπροστά και αγοράζω ένα χωράφι άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποιημένη μορφή του Ipod, του γνωστού γκάτζετ της Mac. Κατά το μπινιά, παπαριά κλπ. Παρότι έχει αλιευθεί από παραλία της Πρέβεζας, δεν είναι σίγουρο ότι προέρχεται από την εν λόγω περιοχή.

- Τί έχεις στο λαιμό ρε μαλάκα;
- Χτύπησα αϊποντιά ρε! Γουστάρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μακρύ και ενίοτε άχαρο πόδι.

Ρε, πάρε τις αρίδες σου από το τραπέζι! Τί το πέρασες εδώ μέσα;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο βλάκας, ο ανόητος. Κομψός και (υποτίθεται) έξυπνος τρόπος να ονομάζεις κάποιον βλάκα.

Οι βλακέντιοι των ΜΜΕ έχουν χαρακτηρίσει την πολιτική μας ανόητη. Δε θα πέσω στο επίπεδό τους να τους απαντήσω δεόντως.

. (από MXΣ, 29/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποδοσφαιρική διάλεκτο αποκαλείται έτσι ο απολύτως άχρηστος παίχτης, επειδή υποτίθεται πως το μόνο που μπορεί να κάνει στο χόρτο του γηπέδου είναι να βοσκάει πρόβατα. Απαντάται επίσης και ως τσοπάνης-τσοπάνος.

- Είδες ρε τον Καζαβούμπου που πήραμε δεξί εξτρέμ; Τα σπάει!
- Τι λε ρε άμπαλε; Βοσκός!

(από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως από αναρριχητές. Εκφράζει το σημείο της αναρρίχησης που ο αναρριχητής κολλάει στον βράχο και δεν μπορεί να προχωρήσει ούτε μπρος ούτε πίσω.

Κι εκεί που πήγαιναν όλα καλά στην ορθοπλαγιά, να' σου ένα αρνητικό και βράχωσα τρελά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ροκ γκρουπ που συνήθως αποτελούνται από ελάχιστα άτομα με τα στοιχειώδη όργανα και ήχο garage. Βλ. White Stripes, Black Keys κτλ.

- Σ' άρεσε το σιντάκι που σου 'γραψα; Ήταν Black Keys.
- Ναι, αμέ. Ωραία βαράνε. Βρωμιάρηδες.

Aυτοί ακριβώς! (από allivegp, 15/04/11)βασική κατηγορία βρωμιάς στον ήχο είναι οι στονεριές. μπίχλα, μπύρες κ γκόμενες με τζην σορτσάκι να παίζουν μπιλιάρδο. (από jesus, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άθλιος, ο απαίσιος, ο μισητός, γενικά το άτομο στο οποίο αξίζει η έκφραση «γαμώ το κέρατό σου».

Θα έρθω στο μαγαζί σου, γαμοκέρατε, και θα στο κάνω καλοκαιρινό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδύναμος, κακοφτιαγμένος, δύσμορφος και ενίοτε μη αρρενωπός άνδρας. Υπονοεί ότι το μουστάκι του ατόμου αυτού είναι λεπτό και αραιό όσο και το μουστάκι της γάτας.

- Κουβάλησες και την ανηψιά σου εδώ πέρα να μας κάνει την όμορφη!
- Ποια ανηψιά μου βρε; Γυναίκα μου είναι!
- Γυναίκα σου; Δικιά σου;
- Όχι του γείτονα! Με αγάπησε και με πήρε!
- Σ' αγάπησε; Τι αγάπησε από εσένα βρε γατομούστακε;
(Από την ταινία «Της Κακομοίρας» του Ν. Κατσουρίδη, διάλογος μεταξύ Κ. Χατζηχρήστου και Κ. Μεντή)

εύκολαααα (από electron, 13/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανόητη πράξη ή πρόσωπο που αγγίζει τα όρια της ιδιωτείας. Συνώνυμο με το γκαγκά.

Εντελώς γκαγκαούγκαγκα ο άνθρωπος! Δεν μπορούσε ούτε reboot να κάνει στο PC του! Και τον έχουν και τεχνικό υπεύθυνο!

(από GATZMAN, 03/04/11)

Σύγκρινε και γκαούγκαγκας, αγκαούγκας, αούγκανος και αούγκαντος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified