Κάτι το εξαιρετικής ποιότητας, όπως θεωρούνται ότι είναι πάντα τα αυτοκίνητα της ομώνυμης Γερμανικής μάρκας.

Έλα να πάρεις! Οι φράουλες είναι μερσεντές! (από τη λαϊκή αγορά στη Φυλής)

Got a better definition? Add it!

Published

Η άσχημη και απαίσια γηραιά κυρία.

Άντε μωρή τζατζόγρια που θες και τεκνά! Δεν κοιτάς τα χάλια σου;!

Σχετικά: γρέτζω, γριέντζω, γιαγιά, γρίντζελο, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιοροκάς, ο 40-50-60ρης που νομίζει ότι είναι 20 χρονών και ακούει πουρόκ. Από το πουρό και τον ρόκερ.

- Παίζουν οι Whitesnake σήμερα στον Λυκαβηττό. Πάμε;
- Τί λες μωρέ; Σου μοιάζω με πουρόκερ;

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος των κιθαριστών, που δηλώνει όταν κανείς δεν πιέζει αρκετά τις χορδές στην ταστιέρα (μπράτσο) της κιθάρας και ο ήχος ακούγεται σαν ξύσιμο. Χρησιμοποιείται κυρίως για ροκ, ντίσκο και φανκ κομμάτια.

Μα δεν μπορείς να παίξεις κανονικά το κομμάτι. Εκεί που μπαίνεις εσύ πρέπει να παίζεις το μπαρέ του λα κούφιο.

«Όλα τελικά ξαναγυρνάν σε μάς» απο Τρύπες: Η κιθάρα ξεκινά παίζοντας μία καθαρή - τρείς κούφιες (από vikar, 14/03/11)«Η» απο Σιδηρόπουλο: Μπόλικες κούφιες στη ρυθμική (τη φλαντζεράτη). (από vikar, 12/08/11)

Σύγκρινε με μπουκωτή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιαίτερα ικανός και ενεργός, ίσως και ακούραστος, σεξουαλικά άντρας.

Εγώ φίλες θέλω γυναίκα να αντέχει πολλές ώρες στο κρεβάτι, όλη τη νύχτα αν χρειαστεί! Είμαι καραφωτιάς εγώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παραπληγικός, ο ανόητος, ο άχρηστος.

Ουσιαστικά, παραλλαγή του παραπλήγα.

Ημισκουμπρική διάλεκτος.

Μας ήρθε ένας καινούργιος στη δουλειά που ούτε το Excel δεν ξέρει να δουλεύει. Εντελώς παράπλας ο άνθρωπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός που οδηγεί το όχημά του με μεγάλη ταχύτητα, έχοντας δηλαδή το γκάζι πατημένο συνέχεια. Συνώνυμο του πατημένος.

Έρχεται ένας τύπος από την Καλιρρόης πατητός, παίρνει φέτα τη στροφή και καταλήγει στο στηθαίο χαλκομανία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στούκα είναι η πτώση στην αργκό των μοτοσικλετιστών. Συνήθως αναφέρεται σε γρήγορη, θεαματική και επίπονη πτώση με ταχύτητα.

Προέρχεται από τα παλιά γερμανικά βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως στούκας (Stuka= Sturzkampfflugzeug, Junkers Ju 87).

Γνωστή και ως χύμα. Ρήμα: στουκάρω.

Εμφανίζεται τότε ένας εντουράς με ένα καθαρόαιμο πατητός, βλέπει ξαφνικά τη νταλίκα και για να την αποφύγει τρώει μια απίστευτη στούκα σε έναν τοίχο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πτώση στην αργκό των μοτοσικλετιστών. Αναφέρεται συνήθως σε θεαματική πτώση εν κινήσει. Γνωστή και ως στούκα.

- Πώς έγινες έτσι ρε; Σα μούμια!
- Άσε, μπήκα πατητός στην στροφή με το Δούκα, έπεσα σε κάτι λάδια και έφαγα μια χύμα άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το οσχέο, οι όρχεις. Η έκφραση προέρχεται από το σχήμα των παλαιών καπνοσακούλων, οι οποίες ήταν και συχνά δερμάτινες.

Είσαι άντρας ρε, ή τσάμπα την έχεις την καπνοσακούλα;

αλήθεια είναι, μοιάζει.... (από electron, 27/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified