Ο παραπληγικός, ο ανόητος, ο άχρηστος.
Ουσιαστικά, παραλλαγή του παραπλήγα.
Ημισκουμπρική διάλεκτος.
Μας ήρθε ένας καινούργιος στη δουλειά που ούτε το Excel δεν ξέρει να δουλεύει. Εντελώς παράπλας ο άνθρωπος!
Ο παραπληγικός, ο ανόητος, ο άχρηστος.
Ουσιαστικά, παραλλαγή του παραπλήγα.
Ημισκουμπρική διάλεκτος.
Μας ήρθε ένας καινούργιος στη δουλειά που ούτε το Excel δεν ξέρει να δουλεύει. Εντελώς παράπλας ο άνθρωπος!
Got a better definition? Add it!
Ο φαλακρός που αφήνει μακρύ μαλλί και ενίοτε αλογοουρά γύρω από τη φαλάκρα. Από το «καράφλας» και το γιεγιές. Το μαλλί μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για καραφλάζ.
- Το αποφάσισα. Θα αφήσω πάλι αλογοουρά.
- Ποια αλογοουρά ρε παππού; Καραφλογιεγιές θα γίνεις με πέντε τρίχες στο κεφάλι!
Got a better definition? Add it!
Ο λαϊκός τραγουδιστής που εντάσσει στοιχεία ροκ στο ρεπερτόριό του, δημιουργώντας ένα αμάλγαμα λαϊκού, τσιφτετελέ (μπουζούκι) και εν γένει μοντέρνου, πιο ηλεκτρικού και αλλοδαπού («ροκ») ήχου.
Ο όρος χρησιμοποιείται σε καλλιτέχνες-βάρδους όπως ο Μπίγαλης και (μακράν και κυρίως) ο Δάντης.
- Εμένα μου αρέσει ο Δάντης. Είναι έθνικ ο ήχος του.
- Ποιος έθνικ ρε; Μπουζουκοροκάς είναι ο τύπος!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο οδηγός που οδηγεί το όχημά του με μεγάλη ταχύτητα, έχοντας δηλαδή το γκάζι πατημένο συνέχεια. Συνώνυμο του πατημένος.
Έρχεται ένας τύπος από την Καλιρρόης πατητός, παίρνει φέτα τη στροφή και καταλήγει στο στηθαίο χαλκομανία.
Got a better definition? Add it!
Η στούκα είναι η πτώση στην αργκό των μοτοσικλετιστών. Συνήθως αναφέρεται σε γρήγορη, θεαματική και επίπονη πτώση με ταχύτητα.
Προέρχεται από τα παλιά γερμανικά βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως στούκας (Stuka= Sturzkampfflugzeug, Junkers Ju 87).
Γνωστή και ως χύμα. Ρήμα: στουκάρω.
Εμφανίζεται τότε ένας εντουράς με ένα καθαρόαιμο πατητός, βλέπει ξαφνικά τη νταλίκα και για να την αποφύγει τρώει μια απίστευτη στούκα σε έναν τοίχο!
Got a better definition? Add it!
Η πτώση στην αργκό των μοτοσικλετιστών. Αναφέρεται συνήθως σε θεαματική πτώση εν κινήσει. Γνωστή και ως στούκα.
- Πώς έγινες έτσι ρε; Σα μούμια!
- Άσε, μπήκα πατητός στην στροφή με το Δούκα, έπεσα σε κάτι λάδια και έφαγα μια χύμα άλλο πράμα!
Got a better definition? Add it!
Το οσχέο, οι όρχεις. Η έκφραση προέρχεται από το σχήμα των παλαιών καπνοσακούλων, οι οποίες ήταν και συχνά δερμάτινες.
Είσαι άντρας ρε, ή τσάμπα την έχεις την καπνοσακούλα;
Got a better definition? Add it!
Χαϊδευτικά ο ράπερ. Από το Αγγλικό rapper = ο μουσικός της μουσικής rap.
Ραπερόνια σαν εμένα δε μασάνε ρε! Εγώ κάτι Νίβο και κάτι Τους τούς τρώω για πρωινό! Τύφλα νά' χει ο Έμινεμ!
Got a better definition? Add it!
Δεν υπάρχει, δεν είναι ενδεχόμενο, δε συμμετέχει (για πρόσωπα).
- Έχεις τίποτα να πιούμε;
- Άσε, δεν παίζει πιώμα, τα ήπιαμε όλα στο πάρτυ.
- Θα είναι κι ο Μήτσος εκεί;
- Όχι, δεν παίζει να είναι ο Μήτσος, είναι στη δουλειά.
Got a better definition? Add it!