Ο παραπληγικός, ο ανόητος, ο άχρηστος.

Ουσιαστικά, παραλλαγή του παραπλήγα.

Ημισκουμπρική διάλεκτος.

Μας ήρθε ένας καινούργιος στη δουλειά που ούτε το Excel δεν ξέρει να δουλεύει. Εντελώς παράπλας ο άνθρωπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαλακρός που αφήνει μακρύ μαλλί και ενίοτε αλογοουρά γύρω από τη φαλάκρα. Από το «καράφλας» και το γιεγιές. Το μαλλί μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για καραφλάζ.

- Το αποφάσισα. Θα αφήσω πάλι αλογοουρά.
- Ποια αλογοουρά ρε παππού; Καραφλογιεγιές θα γίνεις με πέντε τρίχες στο κεφάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαϊκός τραγουδιστής που εντάσσει στοιχεία ροκ στο ρεπερτόριό του, δημιουργώντας ένα αμάλγαμα λαϊκού, τσιφτετελέ (μπουζούκι) και εν γένει μοντέρνου, πιο ηλεκτρικού και αλλοδαπού («ροκ») ήχου.

Ο όρος χρησιμοποιείται σε καλλιτέχνες-βάρδους όπως ο Μπίγαλης και (μακράν και κυρίως) ο Δάντης.

- Εμένα μου αρέσει ο Δάντης. Είναι έθνικ ο ήχος του.
- Ποιος έθνικ ρε; Μπουζουκοροκάς είναι ο τύπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καριόλα. Από το καριόλα και το Καρολίνα.

Είναι αυτή μια καριολίνα! Όλους τους έχει πάρει!

Καριολάϊν---Cariola on line  (από GATZMAN, 02/12/10)(από Khan, 03/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο οδηγός που οδηγεί το όχημά του με μεγάλη ταχύτητα, έχοντας δηλαδή το γκάζι πατημένο συνέχεια. Συνώνυμο του πατημένος.

Έρχεται ένας τύπος από την Καλιρρόης πατητός, παίρνει φέτα τη στροφή και καταλήγει στο στηθαίο χαλκομανία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στούκα είναι η πτώση στην αργκό των μοτοσικλετιστών. Συνήθως αναφέρεται σε γρήγορη, θεαματική και επίπονη πτώση με ταχύτητα.

Προέρχεται από τα παλιά γερμανικά βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως στούκας (Stuka= Sturzkampfflugzeug, Junkers Ju 87).

Γνωστή και ως χύμα. Ρήμα: στουκάρω.

Εμφανίζεται τότε ένας εντουράς με ένα καθαρόαιμο πατητός, βλέπει ξαφνικά τη νταλίκα και για να την αποφύγει τρώει μια απίστευτη στούκα σε έναν τοίχο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πτώση στην αργκό των μοτοσικλετιστών. Αναφέρεται συνήθως σε θεαματική πτώση εν κινήσει. Γνωστή και ως στούκα.

- Πώς έγινες έτσι ρε; Σα μούμια!
- Άσε, μπήκα πατητός στην στροφή με το Δούκα, έπεσα σε κάτι λάδια και έφαγα μια χύμα άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το οσχέο, οι όρχεις. Η έκφραση προέρχεται από το σχήμα των παλαιών καπνοσακούλων, οι οποίες ήταν και συχνά δερμάτινες.

Είσαι άντρας ρε, ή τσάμπα την έχεις την καπνοσακούλα;

αλήθεια είναι, μοιάζει.... (από electron, 27/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά ο ράπερ. Από το Αγγλικό rapper = ο μουσικός της μουσικής rap.

Ραπερόνια σαν εμένα δε μασάνε ρε! Εγώ κάτι Νίβο και κάτι Τους τούς τρώω για πρωινό! Τύφλα νά' χει ο Έμινεμ!

Α α αρχίδια (από Khan, 24/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν υπάρχει, δεν είναι ενδεχόμενο, δε συμμετέχει (για πρόσωπα).

- Έχεις τίποτα να πιούμε;
- Άσε, δεν παίζει πιώμα, τα ήπιαμε όλα στο πάρτυ.

- Θα είναι κι ο Μήτσος εκεί;
- Όχι, δεν παίζει να είναι ο Μήτσος, είναι στη δουλειά.

Βλ. και παίζει, παίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified