Ο τεμπέλης, ο αχαΐρευτος, ο ρεμπεσκές. Ουσιαστικό: το ρεμπελιό.
Κανονικά ρέμπελος είναι ο επαναστάτης, από την αγγλική λέξη rebel, που βγαίνει από το γαλλική λέξη rebeller, που έχει τη ρίζα της στο λατινικό rebellō, που σημαίνει «αντεπιτίθεμαι» (re- αντί, bellō εξαπολύω επίθεση).
Το πού οφείλεται η σύγχυση των δύο εννοιών είναι πασιφανές. Στο γεγονός ότι όλες οι επαναστάσεις γίνονται φυσικά για το ρεμπελιό, δηλαδή για να δουλεύουμε λιγότερο και να πληρωνόμαστε περισσότερο. Αν δεν γουστάραμε το σκηνικό δεν θα ζητούσαμε ούτε οχτάωρο, ούτε αυξήσεις μισθών και θα μέναμε σκλαβάκια. Αλλά επειδή φυσικώς ρέπουμε προς χαμηλότερες ενεργειακές καταστάσεις, σπάμε και κανένα κεφάλι μήπως και καβατζώσουμε καλύτερες εργασιακές συνθήκες... και καλά κάνουμε.
Βέβαια η εργατική τάξη δεν πολυψήνεται για βία γιατί προβοκάρεται πολύ εύκολα, και από επαναστάτη σε βγάζουν ψυχοπαθή δολοφόνο. Γι' αυτό και απεργεί. Έτσι λοιπόν όταν ο καταπιεστής βαρούσε με το μαστίγιο τους εργαζόμενους και φώναζε «ΤΡΑΒΑΤΕ ΖΩΑ», ο ρέμπελος είπε «Τράβα γαμήσου, πάω ν' αράξω». Κι έτσι του 'μεινε.
— Τι θα γίνει με το Μάκη ρε, θα πιάσει καμιά δουλειά;
— Ποιος ρε μαλάκα, ο Μάκης; Ο ρέμπελος; Τι δουλειά ρε; Αυτός είναι όλη τη μέρα σπίτι του και ξύνεται. Λεφτά έχει ο μπαμπάς. Αλλά έτσι είναι φίλε... Άλλοι τρώνε αστακούς και εμείς την βγάζουμε με ταραμά.
— Πουτάνα κενωνία...
— Κέρνα άλλη μια Άμστελ...