Η ερωτική συνεύρεση με γκόμενα.

Στον πληθυντικό, χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο όταν κάποιος γαμήσει τόσο που έχει να το θυμάται ή που απλά του έκατσε κάτι καλό. Για παράδειγμα σε περιπτώσεις που χτυπάει ένα γκομενάκι που είναι καύλα, σε παρτούζες και τα συναφή.

- Τι έγινε χθες με την πιτσιρίκα και τη φίλη της που κουβαλήθηκαν σπίτι; Εγώ στη θέση σου θα καύλωνα άσχημα με τα μικρά.
- Ρε φίλε δεν υπάρχει. Μου έκατσε τρίγωνο με τις μικρές! Μιλάμε έριξα κάτι γαμήσια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλαξε η τύχη μου, μόνιμα ή περιστασιακά. Κοινώς, ήμουνα τυχερός/κωλόφαρδος σε κάτι που συνέβη.

- Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;
- Ρε φίλε με πήρανε τηλέφωνο από την εφημερίδα. Δεν το πιστεύω, κέρδισα το scooter που δίνανε δώρο στις γιορτές!
- Άντε, σου 'φεξε πάλι μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

League of Legends. Πρόκειται για ένα παιχνίδι στρατηγικής και ρόλων που παίζεται online και ουδεμία σχέση έχει με το παραπάνω «lol» που αναφέρουμε στο chat όταν γελάμε δυνατά.

- Τι έγινε με τη Βάσω; Το κάνατε επιτέλους;
- Όχι ρε, κωλοτριβότανε αλλά δεν ψηνόμουνα. Άσε που είχα να παίξω και ματσάκι στο lol με την παρέα.

(από HardcoreGR, 20/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού «laughing out loud» που σημαίνει «γελάω δυνατά». Η λέξη «lol» χρησιμοποιείται κυρίως στο chat για λόγους συντομογραφίας. Για να το κάνω πενηνταράκια να με νοήσετε, αντί ο συνομιλητής μας να γράψει «Χαχαχαχαχαχα» ή «ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧ» (ακόμα χειρότερα, αν τον άκουσαν οι γειτόνοι) γράφει ένα σκέτο «lol» ή «LOL» αντίστοιχα για χάρη συντομογραφίας. Ενίοτε το lol συνοδεύεται με ένα θαυμαστικό.

Φυσικά υπάρχει και μία μειοψηφία που χρησιμοποιεί το «lol» ακόμα και στον προφορικό λόγο ή σε περιπτώσεις όπου θέλει να γελάσει, αλλά επειδή βαριέται να κλάσει πετάει ένα «lol» και το αντισταθμίζει.

(Στο chat)
- jhasjdhjhgeasdasda
- Τι γράφεις μωρέ;
- Όπα sorry, ανέβηκε η γάτα μου στο πληκτρολόγιο
- LOL!

(Στον προφορικό λόγο)
- Της πήρα δώρο για του Αγίου Βαλεντίνου.
- Και που θα την πας να περάσετε καλά;
- Allou Fun Park.
- Lol ρε μαλάκα.

(από HardcoreGR, 20/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκθέτω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, είτε εσκεμμένα επειδή το θέλω, είτε εν αγνοία μου.

Ο όρος προέρχεται από το ποδόσφαιρο όπου όταν ένας προπονητής βάζει έναν παίκτη να αγωνιστεί από την αρχική εντεκάδα τότε ουσιαστικά «τον βγάζει στη σέντρα» διότι αφενός μεν η σέντρα είναι ο χώρος όπου γίνεται το εναρκτήριο λάκτισμα του αγώνα κι αφετέρου ο παίκτης θα εκτεθεί (θετικά ή αρνητικά) στα μάτια των οπαδών. Αντιθέτως, οι αναπληρωματικοί που αγωνίζονται ως αλλαγή δεν εκτίθενται τόσο ακόμα και σε περίπτωση χαμηλής απόδοσης, γιατί έχουν λιγότερα λεπτά συμμετοχής.

- Ρε Μάκη, τρεις μήνες απλήρωτοι, δε πας να ρωτήσεις το αφεντικό τι θα γίνει με τους μισθούς;
- Οκ πάω.
(μετά από λίγο...)
- Τι έγινε;
- Τι να γίνει ρε Τάσο; Στείλατε όλοι εμένα σα νεότερο και τα άκουσα. Με έβγαλες στη σέντρα κουφάλα κι εσύ την πέρασες ζάχαρη. Δεν έχει μαρούλι λέει και περιμένει τα λεφτά που του χρωστάει το δημόσιο. Άσε που απείλησε με μειώσεις.

Άλλες πηγές:
- Ο Καμπουράκης “έβγαλε στη σέντρα” τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ!
- Πρώην δημάρχους του Πειραιά έβγαλε στη... σέντρα ο Βασίλης Μιχαλολιάκος
- Ο Ζαρντίμ έβγαλε... στη σέντρα τον εαυτό του και τον Μαρινάκη!
- Η ισπανική εφημερίδα Marca έβγαλε στη σέντρα τον διαιτητή Γκρέφε
- Ο Ρότσα έβγαλε στη σέντρα τη διοίκηση

(από HardcoreGR, 20/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάνω όλα πουτάνα, τα σπάω. Το αναφέρει όποιος έχει εκνευριστεί και γενικά τα έχει πάρει στο κρανίο για κάτι που συνέβη.

Η έκφραση προέρχεται από την γλώσσα της νύχτας όπου όταν υπάρχει διαφωνία με τον ιδιοκτήτη για οφειλές (από και προς) ο εκάστοτε πελάτης/μπράβος φορτώνει άσχημα, γυρνάει τα τραπέζια ανάποδα κι ο κόσμος που είναι στο μαγαζί καμιά φορά παίρνει πούλο.

- Ρε μαλάκα δεν σου είπα να έρθεις χθες στο μπαράκι; Ήτανε τίγκα στα μουνιά.
- Σου είπα ρε γαμώ την πουτάνα μου. Είχα μπλέξει βάρδια με την κωλοδουλειά κι είμαι και απλήρωτος με τους μαλάκες. Άντε να μη γυρίσω τα τραπέζια ανάποδα τώρα.

(από HardcoreGR, 04/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που βγάζει σε δημοπρασία στο Internet την παρθενιά της με σκοπό να εισπράξει άφθονο χρήμα, είτε γιατί έχει οικονομικό πρόβλημα, είτε γιατί απλά «έτσι γουστάρει». Η ίδια δεν θεωρεί τον εαυτό της πουτάνα, παρότι εμείς ξέρουμε ότι once πουτάνα always πουτάνα.

Οι παρθενοπουτάνες είναι μια μόδα που έχει ιδιαίτερη απήχηση τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Λατινική Αμερική. Την μόδα ξεκίνησε η αμερικανίδα Natalie Dylan η οποία πέρυσι έβαλε σε δημοπρασία την παρθενιά της στο Internet με το συνολικό ποσό να φθάνει τα 4 εκατομμύρια δολάρια. Δεκάδες ακόμη παρθένες ανά τον κόσμο ακολούθησαν, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να «αγγίξουν» το συγκεκριμένο ποσό.

Λοιπόν τα πράγματα είναι απλά κοριτσάκια μου. Αν είστε ακόμα παρθένες τότε έχετε την ευκαιρία να γίνετε και πλούσιες. Βάλτε σε δημοπρασία την παρθενιά σας στα αγοράκια του σχολείου ή της σχολής και «γαμηθείτε στο χρήμα» (κυριολεκτικά όμως). Όλο αυτό είναι φυσικά μια νέα μόδα, οπότε μπορούμε να πούμε ότι ανακαλύψαμε ένα νέο είδος ξενέρωτης, την αποκαλούμενη και «παρθενοπουτάνα». Μια γκόμενα δηλαδή που όσο κρατάει το μουνί της παρθένο και ζητάει σπόνσορα δημοσίως τόσο αυτό «τοκίζεται».

(Πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδρώνω τη φανέλα αλλά στον υπερθετικό βαθμό. Όρος δανειζόμενος από την ποδοσφαιρική αργκό των γηπέδων, κατά την οποία ο ποδοσφαιριστής ο οποίος θα παλέψει με δυνατά τάκλιν, σπρωξίματα, διεκδικήσεις για κεφαλιά κι όλα τα συναφή, είναι αυτός που τελικά θα ματώσει κυριολεκτικά, άρα θα έχει ματώσει και τη φανέλα του. Αντίθετα, αυτός που θα είναι «ατσαλάκωτος» θεωρείται ότι έχει συνήθως παθητικό ρόλο στην ομάδα του.

Στην καθομιλουμένη, το να ματώσει κάποιος τη φανέλα χρησιμοποιείται τόσο όταν αναφερόμαστε σε ποδοσφαιριστές που θα τα δώσουν όλα στο γήπεδο, όσο και σε εκείνους που θα προσπαθήσουν με το 100% των δυνατοτήτων τους στη δουλειά, στις γκόμενες και γενικά στους στόχους που θέτουν.

  1. - Βλέπω αυτά τα σαπάκια που έχουμε σήμερα για επίθεση και θυμάμαι τον Κριστόφ Βαζέχα. Μεγάλη μπάλα.
    - Πω ρε Γιάννη, τι μου θύμισες τώρα...τεράστια παικτούρα. Αυτός μάτωνε τη φανέλα για λίγα εκατομμύρια ευρώ, όχι σαν κάτι άλλους που έρχονται τώρα μόνο για τα ένσημα!

  2. - Τι κάνει αυτός; Έχει πάρει πρέφα ότι συμπλήρωσε 60 ώρες δουλειάς στο γραφείο αυτή τη βδομάδα; Τι θα γίνει, θα ξεκουβαλήσει να πάμε για καμιά μπύρα; Έφτασε η Παρασκευή.
    - Δεν υπάρχει ρε, μην ασχολείσαι. Ματώνει τη φανέλα το παλικάρι.

(από HardcoreGR, 30/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του «παικταράς». Χρησιμοποιείται κυρίως στο ποδόσφαιρο κι αναφέρεται στον παίκτη που ξέρει μπάλα υψηλού επιπέδου.

Αυτός ο Μέσι τι παικτούρα που είναι ρε Γιώργη; Την Κυριακή έκανε χατ-τρικ. Μόνος του τους έπαιζε, πήρε την ομάδα στην πλάτη του. Σακούλες μοίραζε σου λέω!

(από HardcoreGR, 30/12/12)(από HardcoreGR, 30/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού «pervert» που σημαίνει «διεστραμμένος», κατά κύριο λόγο με τη σεξουαλική έννοια.

- Τα έμαθα σήμερα για τον Δημήτρη και έφαγα φρίκη. 22 χρονών μαλάκας πήγε και πήδηξε το γυμνασιάκι.
- Είναι μεγάλο περβέρι. Την προηγούμενη εβδομάδα την πήρε παρτούζα με μια φίλη της.

- Αυτός ο Alexander Pistoletov που βγαίνει με την ψωλή έξω στο Internet την παλεύει καθόλου;
- Άσε, τον έχει ακουμπήσει σε όλα τα βίντεα. Μεγάλο περβέρι σου λέω.

(από HardcoreGR, 13/12/12)the Pervert\'s Guide  (από gaidouragathos, 14/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified