Ακολουθεί τη φράση στ' αρχίδια μου.

- Στα αρχίδια μου!
- Στο στόμα σου!

Εκεί που θέλει να βρίσκεται το στόμα σου (κοίτα τι έκανε ο άλλος τώρα...) (από Galadriel, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαλακό πακέτο μάρλμπορο. Κατάλληλο για κωλόμπαρα όπου συχνάζουν μόνο πρώην φυλακισμένοι με τατουάζ της πούτσας.

3ο πακέτο καύλορο από το πρωί και το στόμα δηλητήριο.

βλ. και Μάλμπουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλόγερος / καυλόγρια, δηλαδή γύρω στα 50 με 60-65, μαλλί βαμμένο ό,τι νά 'ναι και καυλερό ύφος και look σαν να ήταν τζόβενα. Μπορεί να ανήκουν στην κατηγορία και κάποιες περιπτώσεις των 45 ετών.

  1. Για δες την καυλόγρια που έιναι τίγκα στην πατσά και το παίζει και μιλφάρα. Το στρινγκάκι της έλειπε και το κολάν.

  2. Η Μάρω από τότε που πήγε στο ΤΕΙ στην Άρτα νταραβερίζεται με έναν καυλόγερο με μια αλβανική μπέμπα κάμπριο.

David Coverdale, η ενσάρκωση του γεροντότεκνου- καυλόγερου (από Sasa, 13/02/11)

βλ. και ξεκωλόγρια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλώρος που, λόγω καταστάσεων που τον ευνοούν, το παίζει μάγκας. Λέγεται και αγριόφλωρας.

Κοίτα το μαλάκα που ήρθε από τον κωστέα γείτονα να μας το παίξει αγριόφλωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ρούχα της φυλακής.

Θα σε βρουν μια μέρα να φοράς πιτζαμάκια όλη μέρα και να κάνεις διάλειμμα με διπλά βραχιόλια.

(από Vrastaman, 17/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται από το 2008 και δώθε, κυρίως από τους άμεσα θιγόμενους αεκτζήδες, ο γαύρος (greeklish: GAYros). Από το λοιπό φίλαθλο κοινό αποκαλείται και «διορισμένος».

Απόψε υποδέχεται τον χάρτινο στο κολασμένο οακα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του λιποζάν. Τα λεπτεπίλεπτα αλλά καλλίγραμμα τσιμπουκοχειλάκια, ενίοτε συνδυαζόμενα και λιγουλάκι λιπγκλοςς.

ΠΡΟΣΟΧΗ: ΟΧΙ ΟΙ ΤΣΙΜΠΟΥΚΟΧΕΙΛΑΡΕΣ (αυτό είναι άλλο).

- Είδες φωτό κολέτσα πώς ήτανε παλιά;
- Τι να δω ρε φίλε, αφού έιναι όλο φτιαγμένο στο χέρι. Κώλος, βυζί, χειλάκι για πιποζάν και τα ρέστα.

(από stratos98, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι ανάμεσα στο πούτσα και καράτε και στο κερατάς και δαρμένος.

Όπως και νά 'χει, μιλάμε για πούτσα με το μέτρο.

  1. Πήγε να ζητήσει τα ρέστα ο αλεξάκης στον μαλάκα με το παπί που τον έκλεισε και του 'σπασε τον καθρέφτη και και έφαγε και μπουνίδι. Και γκολ και ξύλο δηλαδή.

  2. Έγινε ο τελικός στη αλεπότρυπα χτες και έγινε μύθος. 3 μπαλάκια με το καλημέρα και ατελείωτο ντου στην κερκίδα με πτυσσόμενο και λουκέτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανύπαρκτοι τύποι που δανείζουν φράγκα που δεν έχουν, ενίοτε και φράγκα που δεν υπάρχουν και μετά μας πρήζουν τις ορχιδέες. Ως ατάκα μας την κοπανάνε κάθε βράδυ οι γνωστοί ανύπαρκτοι ανθυπάνθρωποι πρετεντέρηδες και λοιποί καρυοθραύστες. Ακόμα κάθομαι και συλλογίζομαι κάθε πρωί στη χέστρα, όλα αυτά τα λογιστικά έστω κέρδη πού στο διάλο δηλώνουν έδρα, την στιγμή που όλα τα κράτη μέχρι και τα νησιά gayman και τα τζιτζιfiji έχουν συνολικό εξωτερικό (όχι δημόσιο) χρέος.

- Γιατί δεν έχεις όρεξη ρε μαλάκα να βγούμε;
- Άσε, με πιέζουν οι αγορές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλοχαράδρα.

Πω πω μια μεσοτοιχία!

(από Vrastaman, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified