Συνώνυμο του θα μπω με καρατιά, παραπέμπει στο ευγενές άθλημα της καρεκλομαχίας, χρησιμοποιείται κυρίως όταν το υποκείμενο θέλει να απειλήσει με χιουμοριστική διάθεση, και δη, κατά την είσοδο σε κλειστούς χώρους.

Θα πάω κατά Λουκάνικο, και αν την πετύχω την ψώλα θα μπω με καρεκλιά!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει απειλή, συνήθως με χιουμοριστική πρόθεση, κατά την οποία το υποκείμενο θα εισέλθει στην δράση με θεαμάτικο και βίαιο τρόπο, όπως πχ με μια ιπτάμενη κλωτσιά.

Ο μαλάκας ο Κώστας όλο πούστικα ξηγιέται, θα πάω να τον βρώ στην πλατεία και θα μπω με καρατιά!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζάκιας, ζέουλο, πρέζακλας, ή πιο απλά πρεζάκιας. Η χρήση των όρων αυτών ποικίλει ανά περιοχές, με την τελευταία να συναντάται σε περιοχές όπως Νεάπολη, Εξάρχεια, Μοναστηράκι.

- Φάε μια μπύρα ζέος στην γωνία εκεί! Αραχτός και cool!

(από doodoon, 15/04/11)(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλάδος υπερεπιστημόνων που αφιέρωσαν την ζωή τους στην απόδειξη του αυτονόητου και αυταπόδεικτου, ήτοι την προέλευση των Ελλήνων από τον Σείριο, την χρήση νανοτεχνολογίας και πυρηνικής ενέργειας από τους Δαναούς, την πανσπερμία του Ελληνικού DNA... Ο κατάλογος είναι ατελείωτος.

- Καλά μιλάμε, ο Χάρης παρήγγειλε μια από τις μαλακίες του Τηλεάστυ και από τότε την έχει δει ελληνολόγος. Όλο για τον Τάλω και τους διαδρόμους προσεδάφισης λέει.
- Και με τα δύο χέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πιο διαλεκτοί και σκληραγωγημένοι στον αθηναϊκό στίβο της αλητείας. Πολλά χιλιόμετρα πάνω κάτω στις λεωφόρους, μισόευρο στην τσέπη, μπάχαλα και φέρμες δημόσιας περιουσίας, χιλιοκομμένη για βανατζί κάρτα σίτισης, πάντα σε πεζούλι και πάντα αισιόδοξοι. Τους αγαπάμε και εμπνεόμαστε από αυτούς.

- Θυμάμαι τρίτη λυκείου, φίλε, είχαμε όλην την αφρόκρεμα της τσακαλοσύνης στο τμήμα.
- Γ3, η ελίτ της αλήτ όπως πάντα.

(από doodoon, 16/04/11)

ως προς το λογοπαίγνιο βλ. και ελίτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρμάδα από στυλούς, μαρκαδοράκια, μηχανικά και συμβατικά μολύβια στοιβαγμένα σε κιτς βαζάκι στην βιβλιοθήκη του σπιτιού, από τα οποία ούτε ένα δεν φτάνει να γράψει μία πρόταση χωρίς να καταλήγεις να χαρακώνεις το χαρτί, ελέω ξεραμένου μελανιού.

Στις κρίσιμες στιγμές που μιλάς στο τηλέφωνο και πρέπει να γράψεις τάχιστα έναν αριθμό, σε προδίδουν όλα τους. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να παραμένουν ως και 10 χρόνια στο βαζάκι χωρίς να τα πετάξει κανείς.

- Ε, μάνα, φέρε έναν στυλό γρήγορα να γράψω μία διεύθυνση!
- Ορίστε παιδί μου!
- Ε, αυτό δεν γράφει μία, φέρε άλλο.
- Αυτό σου κάνει;
- Κανένα τους δεν γράφει γαμώ τους δεγράφυλλους μου. Στείλ' τα στον κάδο τα γαμημένα!
- Ε, όχι, αυτά ήταν τα parker παππού σου του Γιώργου (μπλα μπλα μπλα...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με άσπρα ή πράσινα χαρτάκια, εξού και το έντονο άσπρο χρώμα. Προέρχεται από την λέξη γάρο, καμουφλαρισμένη για χρήση μπροστά σε τρίτους.

- Αλάνια, να γυρνάει ο γλάρος...
- Πάει ο γλάρος, πέταξε, τον τζιβάνιασε ο Τάκαρος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μποντιμπιλντεράδικο ιδίωμα, αναφέρεται σε γυμνασμένη τούμπανη γάμπα, η οποία λόγω μεγέθους, στιβαρότητας και σφαιρικότητας ομοιάζει με πλανητικό σώμα.

Καλά τον είδες το Χρήστο; Γύρισε από tour de france μόλις, με μία γάμπα πλανήτη.

(από doodoon, 31/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικός χαρακτηρισμός προς άτομα συνήθως εφηβικής ηλικίας που δείχνουν απαράμιλλη αφοσίωση σε συγκεκριμένο συνολάκι ρούχων, τουτέστιν δεν το βγάζουνε ποτέ από πάνω τους και δεν συνδυάζουν ποτέ με άλλα ρούχα. Ως εκ τούτου, δημιουργείται η λαθεμένη εντύπωση ότι απ' τα βαφτίσια και μετά δεν το έχουν αποχωριστεί και ούτε πρόκειται.

-Ε, πέτυχα χθες τον Μάκη Εξάρχεια, 3 χρόνια είχα να τον δω.
-Σε τι κατάσταση, παραμένει ο φασέος μεταλλάς;
-Όπως το 'πες. Μαύρο all star, μαύρο levis jean, μαύρο μπλουζάκι iced earth, μαλλούρα.
-Βαφτιστικό δηλαδή, όπως πάντα.

(από doodoon, 31/07/11)

βλ. και στολή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σπάνια και ολίγον παρεκκλίνουσα πρακτική της καύσης χρησιμοποιημένης τζιβάνας (ή αλλιώς βάνα, βανατζί), κάτω από την μύτη του πυρπολητή, με σκοπό την εισπνοή τετραυδροκαναβινόλης που έχει συσσωρευτεί εκεί.

Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες φέρουν ως λίκνο της πρακτικής αυτής την εξωτική Κολομβία. Πιθανές παρενέργειες, ελαφριά ρινική αιμορραγία.

Ο τύπος παραδίπλα δεν αφήνει ρανίδα thc να πάει χαμένη! Μέχρι και βάνα καμινάδα ξηγήθηκε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified