Παγαπόντης, μικροαπατεώνας, ασταθής, άτομο στο οποίο δεν μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη

Αρχικά ήταν ιερείς της Μεγάλης Μητρός (συνήθως της Κυβέλης) οι οποίοι μάζευαν προσφορές. Η αρνητική σημασία δόθηκε στη λέξη διότι τελικώς κατάντησαν απατεώνες και καταχραστές των προσφορών.

Βλέπε κουρμπέτι, μπαταξής.

Είναι αγύρτης. Μην τον εμπιστεύεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψίθυρος, φωνή σε διατύπωση κατ' αποκλεισμό (αρνητικές).

Κυριολεκτικά, «άχνα» είναι το προσωρινό θόλωμα που προκαλείται στον καθρέφτη ή το τζάμι όταν κάποιος εκπνέει πολύ κοντά (χουχουλίζει). Κατ' επέκταση και ο (φορτωμένος υδρατμούς) εκπνεόμενος αέρας, ο οποίος δημιουργεί τον ήχο. Πρβλ. αχνός = υδρατμοί.

Συνων. Μην κάνεις κιχ!

Δεν έβγαλα άχνα / μη βγάλεις άχνα γιατί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ναζιάρα.

συνων. καθαρευουσιάνικο (νεολογισμός) ακίζομαι < ακίς = μύτη βελόνας. Κάποια που κάνει σαν να την τσιμπάνε συνέχεια βελόνες.

Από το αγγίζω.

Όλο κόλπα και κουνήματα είναι... πολύ γκιάξε με Γιάννη, γκιάξε με...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον κάνω κομματάκια, βλ. και λιάδα.

Θα σε κάνω κιμά... Τον έκανε κιμά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για κάτι που προβάλλει ασυνήθιστη δυσκολία για να επιτευχθεί.

Δε θα τον μεταπείσεις εύκολα, είναι σκληρό καρύδι!

Σκληρό καρύδι, η Καρύδη; (από GATZMAN, 03/07/11)Για κάθε σκληρό καρύδι υπάρχει πάντα κάποιος τρυποκάρυδος που θα του ξηγήσει το όνειρο  (από GATZMAN, 03/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω.

Απλή ελληνικοποίηση του εβραϊκού «αχάλ», τρώω. Δεν είναι βέβαια «πολύ slang» αλλά το ανέβασα παρακινημένος από το «αβέλω αχαλία» = κάνω δίαιτα, από το λήμμα Καλιαρντά του Paparas. Δεν μπορώ να πω αν σχετίζεται, απλώς το δίνω. Δεν είναι καν συχνό. Το συνηθίζανε παλιά οι γριές μας.

Έλα μέσα να αχλάρεις, παιδί μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πήρες αυτό που σου ανήκει, και μην κοιτάς παραπέρα!

Συνήθως με τη σημασία: «παντρεύτηκες, οι γυναίκες τέλος για σένα!»

- Έφαγες το κουλούρι σου, κάτω τη μούρη σου!

(πιθανό μοναδική εφαρμογή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιούργια στα παλιούρια είναι κατά βάση έκφραση ενθουσιασμού και όχι παρότρυνσης σε αρπαγή όπως το γιούργια στον ταβά με τα κουλούρια.

Στο δημώδες / αντάρτικο τραγούδι που έχει ως ρεφρέν το «γιούργια, γιούργια, γιούργια στα παλιούρια», σημαίνει «κάφ' τα όλα» (τέλειωσαν τα ξύλα και για να συνεχίσουν το γλέντι ψήνοντας και τρώγοντας, έφτασαν να κάψουν τα παλιούρια, δηλαδή τα όρθια παλιόξυλα με τα οποία έκαναν τους φράχτες ή τα έμπηγαν δίπλα στις φασολιές για ν' αναρριχηθούν).

Τα παλιούργια σε πολλά μέρη της Ρούμελης λέγονται και λούρια, πιθ. κατά συντόμευση. Να θυμηθούμε και το: «Κάφ' τα γκρέμισ' τα μια δόση κι ο λεβέντης θα πληρώσει».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάτη, δόλια πράξη.

Βλ. και αβανάκης (όχι δικό μου)

Να είσαι τίμιος... εντάξει! Μην κάνεις αβανιές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση κάπως περιθωριακή κοινωνικά που σημαίνει «έχω στο σπίτι μου, διαθέτω». Κυρίως για ευτελή αντικείμενα ή αναλώσιμα. Συνήθως προηγείται αίτησης να το δανείσει ο άλλος το πράγμα.

  1. Σου βρίσκεται λίγη ζάχαρη... να κάνω ένα καφέ του άντρα μου, γιατί ξέμεινα;

  2. Σου βρίσκονται δυο αυγά... μέχρι να πάω να πάρω; Μέχρι ν' ανοίξουν τα μαγαζιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified