Αρχικά η λέξη προήλθε από την επιθεώρηση του Σεφερλή «Ο Μπαχαλόγατος» (απέναντι από το πατσατζίδικο του Τζιτζιφιόγκουρα), αλλά στην πορεία απέκτησε την έννοια του Τζιτζιφιόγκου, του Φλώρου.

- Πωπω τον Βρασίδα δεν τον πάω μια!
- Ούτε εγώ, α ρε τον Τζιτζιφιόγκουρα, να ούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος πίνει τη μπύρα του από το μπουκάλι και αυτό παραπέμπει στο παίξιμο του κλαρίνου.

Σερβιτόρα: Να σε φέρω ποτήρι;;
Πελάτης: Όχι, θα τη πιω κλαρίνο!

Πιες την κλαρίνο, γίνε ντίρλα, κάνε μας και κανένα μαγικό. (από Galadriel, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κόψιμο, διάρροια, που σε κάνει να μη κρατιέσαι και να τρέχεις με τη ταχύτητα του φωτός στο χαλέ.

(επίσης το ανέφεραν και οι ΑΜΑΝ στο βιντεάκι με τους γέρους)

Πω χτες με αυτό το γύρο που τσαλακώσαμε με πήγε τσαπαρτάπαρ!!! Πολύ μάπα σε λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified