Είναι τα ελληνικά όταν μιλιούνται από Αλβανούς οι οποίοι, συνηθισμένοι να μιλάνε στη μελωδική γλώσσα τους, δανείζουν κάποια υπέροχα στοιχεία της προφοράς τους και στη γλώσσα μας. Αυτά είναι:

-rja, rjo: Όπως καινούrjo, καβούrja.
-xh: Όπως xhάντα, xhάι, xhέπη, xhατάλια (τα νεύρα)
-d: 'Οπως καρντιά, καρτιά, ντιντάσκαλος.
-sh: Όπως έshει, shοιρομέρι. -«Α;»: Αντί για -«Ε;»

  1. - Εshει αrμύrα εντώ, μην αφήνεις τη xhάντα, είναι xhαινούrja. - Α;
    - Εshει αrμύrα πάρε την xhάντα!
    - Έshεις καβούrja στις xhέπες εσύ. Και το Μεrσεντέ που έshει ντε το έκλεψε μη πληρώσει να αλλάξει πλαίσιο, πήγκε και το έφτιαξε από τrακαrισμένο.

  2. - Το πούστι το Έλληνα το Τεόφιλι ντε πληρώνει. Εγκώ έκανα το ντουλειά, εκλαδέpshα, εποτίsha και ντε ντίνει μεροκαμάτι, θα τη βγκάλω τη μαshαίrι!!!

  3. Εγκώ βορειοηπειρώτη, όshι Αλμπανό! Εγκώ πολιτικό μηκανικό στο πατρίντα μου, εντώ οικοντόμι... Μπλένταρ, πιάσε μια μπύrα!

  4. Εγκώ Αλμπανό στο καrτιά, Έλληνο στο καρντιά!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O φαντάρος που δεν την παλεύει και σκέφτεται συνέχεια να πάρει αναβολή. Από τους τύπους δηλαδή που έχουν μπει μέσα, θέλουν κάτι μήνες για απολελέ και τρελελέ και επειδή π.χ. τους έβαλαν νούμερο που τους χαλάει, απειλούν ή/και παίρνουν αναβολή και κάθονται και ξαναπερνούν το ίδιο λούκι λουκ από την αρχή (Φτου, ξανά μανά).

-Πω πω ρε μαλάκα δεν τη μπαλεύω να μείνω σήμερα μέσα, θέλω να πάω για καφέ.....
-Εντάξει ρε φίλε, κι εμείς εδώ δεν θέλουμε δηλαδή;
-Όχι φίλε δεν τη μπαλεύω μέσα, θα πάρω αναβολή, τελείωσε... Θα πάω να πω ότι θα αυτοκτονήσω.....
(Μετά που φεύγει ο κλαψομούνης)
-Ρε συ τι αναβολιάρης είναι αυτός! Μας έχει πρήξει τα ούμπαλα! Θαλαμοφυλίκι του λες να κάνει και κλαίει για αναβόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί που εμφανίζει κάποιο πρόβλημα εκ γενετής (συνήθως λέγεται για συνδρομητές) και έχει συλληφθεί παραμονή μεγάλης χριστιανικής εορτής.

Επειδή ο μπουλκουμές σε τέτοιες μέρες αποτελεί αμαρτία, πιστεύεται ότι ο Θεός τιμωρεί τους ανθρώπους με προβληματικό απόγονο.

Εκ των γιορτή + πιάνω.

Χρησιμοποιείται ευρέως στην Θεσσαλία.

Παιδί μου, να πάτε διακοπές τον δεκαπενταύγουστο, αλλά να νηστέψεις για να μεταλάβεις, και να μην κάνετε τίποτα με την Λjίτσα πριν την γιορτή της Παναγιάς.... Η Παναγιά τιμωρεί τα γιορτοπιάσματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος έχει φάει τέτοια νίλα, που δεν μπορεί να την ξεπεράσει. Προσομοιάζεται με το ότι έχει καταπιεί την πούτσα, έχει κολλήσει όμως στον οισοφάγο λόγω μεγέθους και δεν μπορεί ούτε να τη βγάλει, ούτε να τη χωνέψει.

Σούλης: -Έλα ρε συ Ανέστη, αφού αν δεν σας έσπρωχναν έτσι οι διαιτητές θα χάνατε!
Ανέστης: -Τι λες ρε μαλάκα; Έχεις φάει την πούτσα και δεν μπορείς να τη ρευτείς, δεν μπορείς να τη φτύσεις και μιλάς;

(από dk636, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν μασάω την πούτσα μου, δεν παίρνω χαμπάρι τίποτα, δεν καταλαβαίνω Χριστό.

Θα πρέπει να δοθεί μια απαραίτητη διευκρίνιση προς αποφυγή παρεξηγήσεων: Η ψωλή δεν θεωρείται κρεμασμένη απλώς (δηλαδή πεσμένη, ξέγκαυλη), αλλά κρεμασμένη στη ζώνη, από όπου βγαίνει πολύ πιο εύκολα ώστε να γαμήσει όποιον ενδιαφέρεται και πααίνει γυρεύοντας.

Επειδή υπάρχουν περιθώρια παρεξήγησης, αλλά και από την άλλη αν η φράση λεγόταν με ενσωματωμένη επεξήγηση, σε στυλ «έχω την ψωλή κρεμασμένη στη ζώνη» θα έχανε πολύ ακουστικά, θα πρέπει να λέγεται «έχω την ψωλή κρεμασμένη» και ταυτόχρονα να υπάρχει κατάδειξη της ζώνης (στο σημείο που έχουν το θηκάρι του όπλου οι αντερκάβερζ).

- Κοίταξε αγόρι μου, μου έκαναν μια πρόταση να πάω στη Σομαλία να φυλάω πλοία από πειρατές. Έχεις το Καλάσνικοφ, συρματόπλεγμα γύρω γύρω... Αλλά δίνουν μόνο 200 δολάρια... Τι λέτε ρε καρναβάλια τους λέω;
- Ναι ρε συ, αλλά και πιο πολλά να σου έδιναν, δεν είναι πολύ επικίνδυνο;
- Όχι μωρέ, εγώ έχω κάνει Περσικούς, Κόσσοβο, έχω την ψωλή κρεμασμένη, δεν καταλαβαίνω τίποτα...

(από dk636, 15/06/12)(από dk636, 15/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ύβρις για γυναίκα που δε γουστάρει κάποιος. Σχετίζεται με την κλασομπανιέρα, και τον κλασαρχίδα. Ταιριάζει η χρήση του σε γυναίκες που το παίζουν κλασάτες, δυναμικές και όμορφες, αλλά στην πραγματικότητα είναι ελεεινές και φτωχόμουνα με femme fatale attitude.

  2. Το αιδοίο που κατά τη διάρκεια του ξεσκιζόλ απελευθερώνει αέρα πολύ συχνά (ρυθμός άνω των 5 fpm - farts per minute).

-Τι έγινε ρε, γιατί μάλωνες με την Ίριδα;
-Άσε με μωρέ με το κλασόμουνο, που θα μου πει εμένα να πούμε πως να κάνω τη δουλειά μου! Γαμώ το Χριστόφορο και την Πανακόλα της!

-Για πες ρε, τι έλεγε η Ίριδα στο κρεβάτι;
-Ωραία φίλε, στενό μουνί, αλλά έκλανε συνέχεια.....
-Μμμμ κλασομούνα δηλαδή.
-Ναι, σαν τη μάνα σου.
-;;;;;;;;;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάθε λογής πουστάκια που βλέπεις στην τηλεόραση κατά τη μεσημεριανή-απογευματινή ζώνη. Είναι πάντα χαρωπές και τσαχπίνες, και ως μέρος της σόου μπιζ, έχουν παραμερίσει το σύνδρομο του βρωμόπουστα και επιδεικνύουν την πουστοσύνη τους στο κουτσομπολιό.

- Κοίτα χαμόγελο! Αστράφτει στο γυαλί ο Βαγγέλης μας ε;
- Ε στο είπα. Έχει ανέβει επίπεδο ο γιος μας. Από φτωχόπουστα, έγινε λαμπερόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορίζεται ως ο ομοφυλόφιλος του οποίου ο πρωκτός είναι τούνελ διπλής κατεύθυνσης, ρουφάει άγγιχτα, με ταμπλό και τρίποντα, καρφώματα και λέι-απ, ενώ προσομοιάζει και σε πουστερία.

Η παραπομπή σε μπασκέτα έχει και λαογραφικό χαρακτήρα, καθώς το μπάσκετ είναι άθλημα στο οποίο υπερτερούν οι μαύροι αθλητές, καθώς έχουν μεγαλύτερα προσόντα, ενώ η άμυνα είναι πάντα man to man.

- Ὲεεεεεεεελα Σούλη, καλέ τι ψωλαράς ήταν αυτός ο Τζο; Μου έκανε τον κώλο μπασκέτα!
- Χα χα χου χα τι μου λες χρυσό μου! Σου έκανε και κάρφωμα;
- Τι να σου πω! Καλέ μου έσκισε το διχτάκι... Εν τω μεταξύ είχε τόσο μεγάλα αρχίδια που πήγαιναν αίρμπολ και χτυπούσαν τα δικά μου.... Εν τω μεταξύ ήρθε και ένας φίλος του από το Τόγκο μετά...
- Και; Και...;
- Καλά αυτός τον είχε πιο μεγάλο... Μου πετούσε τα τρίποντα άγγιχτα από τα 7,25! - Μμμμμμ... Ζηλεύωωωωω..... Εγώ γνώρισα έναν χθες στο glory hole, και ήταν στραβοψώλης... Με ραβέρσες σκόραρε!

(από dk636, 11/06/12)(από dk636, 11/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εϊναι τα γνωστά καλαίσθητα σαντάλια που φοράνε ανεξαιρέτως όλοι οι Ινδο-Μπαγκλαντέσο-Αφγανο-Κουρδο-Ιρακινο-Αιγυπτιο-Ιρανο-Πακιστανοί που ζουν στη χώρα μας.

Φοριέται στο φανάρι, στο μηχανάκι, στο Σούπερ Μάρκετ, στο ποδήλατο, σπρώχνοντας το καροτσάκι με τα σκουπίδια...

Ιδιαίτερα με την παραδοσιακή «κελεμπία» και το μουστάκι α λα 1970, δίνουν στη χώρα μας μια ανάλαφρη πινελιά καλαισθησίας και οριεντάλ κουλτούρας.

Από τα Ολ Τάιμ Κλάσσικ αθλητικά παπούτσα της Αντίντας, τα οποία συνήθιζαν οι νέοι να φορούν χωρίς κάλτσες.

Είκοσι μέτρα μπροστά μου δυο Πακιστανοί και επειδή δεν είχε φρένα το παπί τους, σταματάνε με τα Πακιστάν Σμιθ! Και να ακούγεται και Σκουιιιιιιιιιιιιίκ!!! Μιλάμε για γαμώ τες σόλες. Και τους έφερε 3000 χλμ περπάτημα, και κολύμπι στον Έβρο, και ακόμα κάργα η γόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, ενεργητικός ή παθητικός, ο οποίος λατρεύει τα πέη. Μπορεί να είναι ξεφωνημένη ή κρυφόπουστα, θηλυπρεπής ή όχι, πάντως σίγουρα λατρεύει τις ψωλές. Τον διακρίνει κανείς εύκολα, καθώς όταν πέφτει το βλέμμα του σε πέος, γλείφει λίγο τα χειλάκια του και κάνει «Μμμμμμμμμμ!!!» παθιάρικα.

  1. Δασκάλα: Πώς λεγόταν ο διάσημος ζωγράφος από τη Λέσβο;
    Μαθητής-πουστάκι: Πεόφιλος κυρία! Αχ... Πάλι μπούρδα είπα καλέ!
    Δασκάλα: Όχι αγόρι μου. Θεόφιλος λεγόταν. Πεόφιλος είσαι εσύ!

  2. - Ρε συ, τι ήταν αυτός ο μπάρμαν χθες; Όλο σφηνάκια με κερνούσε!
    - Δεν ξέρω, αλλά πρόσεχε. Παίζει να είναι λίγο πεόφιλος.

(από dk636, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified