Ελαττωματικό, διαλογής, σκάρτο. Είναι μια λέξη σε κοινή χρήση σε όλη την Ελλάδα, αλλά δεν τη βρίσκεις στα λεξικά ευρείας χρήσεως.

- Δύο ευρώ αυτά τα λεμόνια;
- Μάλιστα κύριε, είναι ντόπια.
- Μα αυτά είναι όλα κάρτικα.
- Ε, και! Το ίδιο ζουμί δεν έχουνε;

Σάπιο μήλο (από nikolaosvlas, 28/09/11)Λεμόνι (από nikolaosvlas, 28/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κοινή γνωστή, σωτήρια, αγία καπότα.

Η έκφραση «ναι αλλά μόνο με σκουφίτσα» ήταν το διαφημιστικό σλόγκαν της πρώτης καπότας ελληνικής κατασκευής μετά τον Πόλεμο. Η διαφημιστική αφίσα απεικόνιζε ένα νεαρό με κόκκινο σκούφο που έκλεινε πονηρά το μάτι. Σε χρόνο dt έγινε η φράση της ημέρας πανελληνίως.

- Πού πας ρε Μανώλη;
- Φεύγω, έχω δουλειά!
- Τι δουλειά ρε! Πας να δεις το πρόσωπο! Μόνο με σκουφίτσα, έτσι;

Πάντως η φατσούλα της ..σκουφίτσας θα μπορούσε να \'ταν τραβεστί (από sstteffannoss, 29/09/11)\'Αλλες μάρκες εποχής (από Vrastaman, 30/09/11)

Και σκουφάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζάβαλης, -λη: Κακόμοιρος. Από το τούρκικο zavalli = ταλαίπος, καημένος.

Συνηθίζεται στη κλητική άναρθρα και λέγεται με αγαθή διάθεση. (Βλέπε Λεξικό του Δυτ/κρητικού Ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη).

Αυτός ο χαρακτηρισμός είναι σε καθημερινή χρήση στην Κίσσαμο κυρίως, αλλά όχι στον Αποκόρωνα,όπου, σύμφωνα με τη Μαρίκα Τζεράκη-Βλασσοπούλου (Η Τζαμπιώ στο μικρόφωνο, Χανιά 1978, Πρόλογος σελ.3), μπορεί να γίνει αιτία παρεξήγησης, καθώς νομίζει ο Αποκορωνιώτης ότι τον λες ζαβό, δηλαδή παλαβό.

Κάμε κι αλλιώς ανε μπορείς ζάβαλε.

Στο 3:54 ακούγεται (από GATZMAN, 08/10/11)Ζάβαλης (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληραγωγημένος, ανθεκτικός στις ασθένειες και στις κακουχίες. Από το σκύλος και εντουρά (=αντοχή). Παρεμβάλλεται το ν για ευφωνία.

Στον Αποκόρωνα και στο Σέλινο. Από το Λεξικό του Δυτ/κρητικού Ιδιώματος του καθηγητή Α. Ξανθινάκη.

Διάλε ντο κακό ντο πάθει, γιατί 'ναι σκυλονέντουρος.

Σκυλέντουρος σε παγωμένε νερά (από nikolaosvlas, 09/10/11)Σκυλέντουρος σε βράχο (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το άσθμα του ανθρώπου και του ζώου. Βλέπε τεκνεφές= ασθματικός καχεκτικός, aπό το τουρκικό tiknefes.

Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος του καθηγητή Α. Ξανθινάκη.

-Δεν τ' ακούει να πορπατεί στο ρίζωμα γιατί έει τεκνεφέσι.

Ασθματικός (από nikolaosvlas, 15/10/11)Ασθματικός (από nikolaosvlas, 15/10/11)Ασθματικός σκύλος (από nikolaosvlas, 15/10/11)Άσθμα (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και το αντίστροφο: Για κάθε μιξιάρη υπάρχει και μια τσιμπλιάρα! Καθένας βρίσκει αυτόν που του ταιριάζει.
Σε ευρεία χρήση σε όλη τη Χώρα.

- Τι της βρίσκει της Άννας ο Βαγγέλης, ρε!
- Κι ο Βαγγέλης δηλαδή εσένα τι σου λέει! Ρε συ, για κάθε τσιμπλιάρη υπάρχει και μια μιξιάρα. Δεν το ξέρεις;

Μιξιάρης (από nikolaosvlas, 28/09/11)Για κάθε... (από nikolaosvlas, 28/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λενικό ή ελλενικό (χωράφι): Γόνιμο, μαξουλίδικο, βαλίδικο, ψωμερό, γεννηταρούδικο χωράφι.

Σε χρήση στην ύπαιθρο Χανίων και Ρεθύμνου.

[i]Προσοχή ετυμολογικά δεν προέρχεται από το ρώσικο Lenin!... αλλά σύμφωνα με το Λεξικό του δυτικοκρητικού ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη από τη λέξη ελληνικό.[/i]

Ελλενικό χωράφι είναι και κάνει ό,τι κι ανε ντου βάλεις.

Λενικό χωράφι (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας δυνατός και ακάματος εραστής.

Αχ Μαρία μου τι να σου λέω, κάθε νύχτα δε μ'αφίνει να κλείσω μάτι. Μουγρί παιδί μου, μουγκρί ακάματο!

(από nikolaosvlas, 20/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρβαλος και αρβαλίδι: Στα Σφακιά έχει τη σημασία του θορύβου.

Ίσως από το μτγν. άρβηλο (από το δωρικό τύπο άρβαλος) που είναι το ξέστρο (ξυστρί) δερμάτων. Πβ. το κρητικό όνομα Αρβαλάκης. Η δημιουργία της λέξης προφανώς προήλθε από το θόρυβο που γίνεται με το ξύσιμο των δερμάτων.

Αυτά από το Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη.

Άμε να διώξεις τα κοπέλια γιατί κάνουνε μεγάλο άρβαλο.

Άρβαλος επί το έργον (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμβαίνω αυθαίρετα σε μια συζήτηση, χωρίς ουσιαστική συμβολή στο θέμα.

Το πρώτο συνθετικό της λέξης εκτιμώ ότι προέρχεται από το ιταλικό cazzo (ψωλή).

  1. Δεν μπορεί πάντα κατσιμπάίνει στη συζήτηση με κάποια βλακεία της στιγμής.

  2. Κατσομπαίνει σαν την ψωλή και μας γαμάει τη συζήτηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified