Απιστευτος -greeklish
.
Απιστευτος -greeklish
.
Got a better definition? Add it!
Ο ουρανός στο κεφάλι.
Μόλις τα έμαθε τα νέα, της ήρθε νταβουρλίνγκα.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Κλανιά, πορδή.
Έριξε μια τσούφα και βρόμισε ο τόπος.
Got a better definition? Add it!