Ουσιαστικός ορισμός του «τσέος» προέρχεται από το μπάτσος - μπατσέος - τσέος.

Χρησιμοποιείται:

  • είτε για να προσδιορίσει την άμεση επαφή με μπάτσους, χωρίς αυτοί να αντιληφθούν ότι αναφέρεσαι σε αυτούς,
  • είτε επειδή το να είσαι μπάτσος από κάποιους θεωρείται υποτιμητικό και ταπεινωτικό, για να προσφωνήσεις κάποιον που, εν ολίγοις, δεν ξηγιέται σωστά ή αλλιώς μόρτικα.

- Ρε τελικά δεν μπορώ να σε πάω στο αεροδρόμιο το βράδυ.
- Έλα ρε μαλάκα... μην είσαι τσέος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος στοματικού sex όπου η γυναίκα περιποιείται τον σύντροφό της, όχι απλώς γλείφοντας μέσα-έξω, αλλά στριφογυρίζοντας ταυτοχρόνως το ανδρικό μόριο.

— Τι έγινε ρε μαν με το γκομενάκι χθες;
Άσε φίλε... μου έκανε ένα στριφολαρυγγάτο η κοπελιά... ξηγήθηκε μόρτικα η τύπισσα.

έλα στον παππού να μάθεις... (από BuBis, 30/09/09)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρομερά καυτερή κλανιά... που πηγάζει από τα άδυτα του εντέρου και συνήθως μυρίζει.

- Πωωω ρε φιλαράκι.... έφαγα κρύα χαλασμένα φασόλια για πρωινό... και άφησα ένα πυροκλάνι... γάμα τα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ γέλιο δε, έχει όταν χρησιμοποείται από κάποιους έλληνες στην Αγγλία ή άλλη χώρα στο τέλος μιας φράσης...

Can I have a pack of cigarettes ναούμ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που συνοδεύει πολλές γυναίκες σε έξοδο.

- Πωωωωω ρε φίλε... Με πόσες γκόμενες είναι ο τύπος;
- Άσε μάγκα... Μουνοβοσκός ο τυπάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απο το αγγλικό «Local»... Χρησιμοποιείται από τους Έλληνες της Αγγλίας για να προσδιορίσουν τους κλασσικούς τύπους με την ασορτί φόρμα, κάλτσα πάνω από το αθλητικό παπούτσι, και καπελάκι (απαραίτητα), οι οποίοι είτε θα σε κλέψουν, είτε θα σε μαχαιρώσουν, είτε και τα 2 ...τα αντίστοιχα δικά μας «καβούρια» ή «κάγκουρες» σε πιο χαρντκόρ έκδοση.

- Μαλάκα σκάνε λοκάλια... Κρύψε τα τσιγάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόρτικος τρόπος να πεις το «δικηγόρος». Συνιστάται να μασάς και τσίχλα όταν το λες.

Δεν λέω τίποτα... θα μιλήσετε με το δικαιόρο μου (δήλωση γνωστού σκυλά της εθνικής Αθηνών - Λαμίας μετά από σύλληψη για κατοχή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνολο των γυναικών που πάνε ανά πεντάδες (τουλάχιστον) στην εκκλησία, φέρουν τα ίδια χαρακτηριστικά (1.55 το πολύ, κοιλάρες, βυζάρες, λεπτά ποδαράκια και απαραιτήτως κοντό μαλλί βαμμένο και φτιαγμένο στο κομμωτήριο την προηγουμένη το πολύ, χρυσός σταυρός και καλτσόν). Ο χαρακτηρισμός τους αποδίδεται στον χαρακτηριστικό θορύβο που παράγουν όταν βρίσκονται σε ομάδες (και μιλάνε ταυτόχρονα) που θυμίζει έντονα κοπάδι από γλάρους που πετάει κοντά στο ακρογιάλι.

- Φιλέ η γιαγιά σου είναι αυτή;
- Πω έχεις δίκιο ρε... καλύτερα να αλλάξουμε δρόμο γιατί θα πέσουμε μέσα στο κοπάδι με τις γλαρίνες και θα μας ζαλίσουν τα @@ για το μαλλί και τα σκουλαρίκια...

δώστε βάση στον ήχο που παράγουν οι γλάροι (από King_Alobar24, 04/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς η γκόμενα που τη βλέπεις και πετρώνεις... Όχι ακριβώς ολόκληρος, ένα μέρος σου όμως στάνταρ.

(Για όσους δεν κατάλαβαν, ας κάνουν μία ιστορική αναδρομή στην ελληνική μυθολογία και στην τερατόμορφη «Μέδουσα»).

Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, πουτσομούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς μια γκόμενα που έχει τρελό σώμα και χάλια μάπα. Κόβεις το κεφάλι και τρως το υπόλοιπο.

- Μαλάκα, κοίτα κωλαράκι η κοπελιά... Και βυζί... μπαλκόνι...
- Στάσου μαλάκα να γυρίσει να δεις πρόσωπο... Γκόμενα-γαρίδα σε φάση!!

Γκόμενα τ. butterface (< but her face), αν και πολύ αυστηρά κττμγ (από Khan, 13/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified