Από το εγγλέζικο «I don't know», «δεν ξέρω». Μαγκιόρικη έκφραση, προφέρεται αγρόσυρτα και σταθερά, με σιγουριά, όχι επιθετικά. Δείχνει αδιαφορία, απαξίωση για τις μικρές (στη ματιά του ομιλητή) λεπτομέρειες, ξεγνοιασιά, και αναδίνει μια ζεστασιά για τη ζωή και τα σημαντικά πράγματα σε αυτή. Γιατί η άγνοια είναι ευτυχία.

- Και τι θα γίνει λες; Θα πιάσουν τόπο οι σπουδές και τα χαρτιά μας ή τσάμπα παιδευόμαστε τόσα χρόνια; Θα βρούμε καμιά δουλειά σχετική ή θά 'μαστε συνέχεια από 'δω κι από 'κει;
- Αρονόου...

(από marooned, 30/01/12)Πάντα ξεκάθαρος στα μηνύματά του ο Ozzy (από marooned, 31/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρλώνω (< τρούλος, βλ. 2ο σχόλιο στο σύνδεσμο) + κώλος: ανατρέπω, ρίχνω / γυρίζω κάτι τ' ανάποδα, με το κάτω μέρος προς τα πάνω. Αντίστοιχα για ανθρώπους, ρίχνω κάποιον /-α μπρούμυτα, ώστε ο κώλος τα τουρλωθεί (βλέπε και τουρλοκωλιάζομαι).

Παράγωγο επίρρημα: τουρλόκωλα.

  1. - Πω ρε τι μποτιλιάρισμα είναι αυτό; Σίγουρα έχει γίνει κάποιο ατύχημα...
    - Εμ βέβαια... Τον θυμάσαι τον γκαζοφονιά που μας προσπέρασε σα σίφουνας πριν από κανά δεκάλεπτο; Νά 'το το αμάξι του τουρλόκωλα εκεί στην άκρη της στροφής.

  2. - Κι εκεί που γυρίζω η μαύρη από την εκκλησία, μου πέφτουν απάνου δυο αλjήτες, με σπρώχνουν, μου τραβάνε το σταυρό από το λαιμό και γίνονται καπινός... πάλι καλά που δε με τουρλοκωλιάσανε να σπάσω καμιά λεκάνjη να έχω άλλα ντράβαλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει δραστηριότητες ή ασχολίες που στερούνται κάθε πρόκλησης ή ενδιαφέροντος σε τέτοιο βαθμό, ώστε ούτε ένας φυλακισμένος, μ' όλη την απελπισία του, δε θα κατέφευγε σε αυτές για να σκοτώσει την ώρα του.

Συνηθίζεται ιδιαιτέρως στα χαρτιά, στο τάβλι, στο ποδόσφαιρο, σε κάθε ανταγωνιστικό άθλημα γενικότερα, και παροτρύνει την πρόωρη ολοκλήρωση της παρτίδας, όταν αυτή έχει κριθεί προ πολλού. Όταν μάλιστα υπάρχει έκδηλη διαφορά ικανότητας μεταξύ των αντιπάλων και η κατάληξη είναι προδιαγεγραμμένη, η φράση αποκτά επιπλέον νόημα: πέρα από την απουσία ενδιαφέροντος, υπαινίσσεται ατιμία από την πλευρά του ικανότερου - δεδομένου ότι επέλεξε εύκολο αντίπαλο με μάλλον δόλιους σκοπούς (στοίχημα, αυτοεπιβεβαίωση, κοροϊδία και λοιπά) - που ούτε μεταξύ φυλακισμένων δε συναντάται.

Παραλλαγή: «ούτε ο [όνομα ξακουστού βαρυποινίτη] δεν το κάνει / παίζει κλπ αυτό».

  1. [Ο ομιλών χάνει 8-1 στο τάβλι που τελειώνει στις 10 νίκες, έχει υποστεί εξάπορτο και φαρμακωμένος βλέπει τον αντίπαλο να συγκεντρώνει αργά και βασανιστικά τα πούλια του, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει:]
    «Άντε πάρ'το διπλό να τελειώνουμε και πολύ τράβηξε... ούτε στη φυλακή δεν το παίζουν αυτό...»

  2. - Πω ρε τι πράμα είναι αυτό... στο 72' και το σκορ 0-0, ούτε μία φάση για δείγμα, λίμνη το γήπεδο να κολλάει η μπάλα, ο διαιτητής να σφυρίζει κάθε τρεις και λίγο, οι παίκτες να κυλιούνται στη λάσπη σαν τα γουρούνια... σκέτος καρκίνος σου λέω!
    - Ε κλείσ'τη τη γαμημένη να πάμε καμιά βόλτα! Ούτε στη φυλακή δεν το βλέπουν αυτό!

  3. - Κι άλλο γκολ! Χο χο 10-0 τα γατάκια!
    - Χαίρεται ο χάχας! Ελάτε ρε παιδιά να ξαναβγάλουμε ομάδες γιατί ούτε στη φυλακή δεν το παίζουν αυτό.

  4. - Ψιτ! Ψήσε δηλωτή με τα πιτσιρίκια που το παίζουν ιστορία να βγάλουμε κανά φράγκο...
    - Τόσο χαμηλά βρε κακομοίρη; Ούτε στη φυλακή ρε... ούτε στη φυλακή!

(από marooned, 04/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη λέξη πάτος + κατάληξη -ίλα.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει:

α) αντικείμενα του πεταματού, υπό την έννοια ότι βρίσκονται στον πάτο της ποιοτικής κλίμακας του ομιλούντος,

β) (συχνότερα) καταστάσεις / εμπειρίες έσχατης κατάντιας (βλ. και πιάνω πάτο) ή, στην πιο ελαφριά εκδοχή, με κατάληξη τουλάχιστον απογοητευτική ως προς τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η χρήση μπορεί να επεκταθεί και για παρακμιακά μέρη.

Στις περισσότερες περιπτώσεις ο όρος είναι αμοιβαίως εναλλάξιμος με τη λέξη σαπίλα. Ωστόσο, ενώ ο χαρακτηρισμός πατίλα μπορεί να μεταφέρει αποκλειστικά μειωτική διάθεση (η εκφορά συνοδεύεται από ξινισμένη γκριμάτσα, βλ. παράδειγμα 1), συχνότερα υπαινίσσεται χαρά, ευχάριστη έκπληξη ή επιδοκιμασία του ομιλούντος για την καλτίλα του σκηνικού (συνοδεύεται από χαμόγελο και ανασήκωμα των φρυδιών, βλ. παράδειγμα 2). Η «κατάντια», δηλαδή, που αναφέρθηκε προηγουμένως, αφορά μόνο στην αντικειμενική εκτίμηση της κατάστασης, που συχνά ουδεμία σχέση έχει με την υποκειμενική!

Συναντάται επίσης ως πατιλιά.

[i]1. - Έλεος ρε φίλε! Δηλαδή εγώ που ξεσκίστηκα όλο το εξάμηνο με τις εργασίες και έτρεχα σαν το Βέγγο να προλάβω τις προθεσμίες, πήρα τον ίδιο βαθμό με την άλλη που κατέβηκε μόνο στο τέλος στις εξετάσεις;! Τι πατίλα είναι αυτή ρε γαμώτο;!
- Κάτσε ρε... ξεχνάς τη μοριοδότηση...

  1. - Έχουμε πάει που λες για το χαβαλέ με τον Κώστα στο ζιγκολάδικο στην Πατησίων, μια υπόγα, και έχουμε αράξει στην μπάρα με γυαλί ηλίου, πουκαμισιά ανοιχτή και δε συμμαζεύεται, και καλά γόηδες. Τα ποτά μπόμπα, οι γυναίκες όλες πάνω από 50, στην πίστα ένας τύπος με διχτυωτή μπλούζα να «χορεύει» - «δρομέα» τον λέγαμε - και Σώτης Βολάνης να παίζει στα ηχεία... σαν τα «Παρατράγουδα» σου λέω!... Και εκεί που το τραγούδι έλεγε κάτι «στέλνεις SMS στην καρδιά μου» και κάτι τέτοια, έρχεται μια μπάμπω και μου λέει με βλέφαρα πεταριστά: «Εσύ; Θα μου στείλεις κανένα SMS;»... Της λέω: «Μπαα... δεν έχω κάρτα...»!
    - Πω ρε φίλε! Πατίλα! Αυτά είναι!
    [/i]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified