Αναβάλλω χωρίς ιδιαίτερο πλάνο, σε αόριστο ή και ανύπαρκτο χρόνο, εξαντλώντας την ελαστικότητα των περιθωρίων, όσο με παίρνει χωρίς συνέπειες, επειδή βαριέμαι / δε θέλω / δεν μπορώ / δε γουστάρω την ευθύνη / δε με συμφέρει να ασχοληθώ με κάποιο θέμα άμεσα. Συνήθως συναντάται με τη μορφή «το καιροπετάω». Το θέμα.

Του χώνω μια κλωτσιά και το πετάω σε μελλοντικό χρόνο. Εκεί να κάτσεις εσύ, εγώ θα κάτσω εδώ, χωρίς να ασχολούμαι μαζί σου. Θα έρθω να σε βρω μετά. Ή, αν είμαι και λίγο τυχερός, δε θα σε βρω ποτέ γιατί όταν φτάσω εκεί εσύ θα έχεις φύγει.

Διαφορετικά στο πιο τρυφερό του, έχω πάρει από το χέρι απαλά το ζητηματάκι μου και απλά το αφήνω να με ακολουθεί στο ανάλαφρο ανέβασμά μου στο μαγικό συννεφάκι του καιρού που περνάει, εγώ και το μικρό ζητηματάκι μου πετάμε στον καιρό. Δεν κατεβαίνω στη γη, ακόμα περισσότερο δε μπαίνω σε βάθος στις καταστάσεις με την καμία, άσε ρε ποιος ξέρει τι θα βρω εκεί, τι λες τώρα για τέτοια είμαστε. Άααμα τέλος πάντων υπάρξει λόγος, όοοταν δεν μπορώ να κάνω αλλιώς δηλαδή, άντε, σταματάω το ταξιδάκι, κατεβαίνω στη γη με το ζητηματάκι μου, το παίρνω αγκαλίτσα και τελοσπάντων καταπιάνομαι με όσα ως τότε αποφεύγω. Ως τότε ασχολούμαστε επιφανειακά και βλέπουμε.

Το καιροπέταγμα γίνεται κατά κύριο λόγο επειδή ελπίζω κάτι να αλλάξει στο μεταξύ και α) τελικά να μην χρειαστεί καν να ασχοληθώ γιατί παίζει να λυθεί από μόνο του ή β) η έκβαση να είναι θετικότερη για μένα από ό,τι προβλέπεται αν το χειριστώ άμεσα. Ως τότε ποιος ζει ποιος πεθαίνει.

- Τι ξύνεσαι ρε πάλι; Δεν έφυγε ακόμα το τσίμπημα από το κουνούπι, δέκα μέρες πάνε!
- Μπα…
- Τι σου 'δωσε αυτός ο παπάρας, είναι δυνατό να μην έφυγε ακόμα;
- Ο γιατρός λες ε... Ε, δεν έχω προλάβει να πάω στο γιατρό… Πέσανε πολλά τελευταία…
- Ρε πας καλά; Πήγαινε να σου δώσει καμια κρέμα να ησυχάσεις από τη φαγούρα! Κοίτα την καντήλα, τούμπανο την έχεις κάνει από το ξύσιμο!
- Αααα, γάμησέ τααα, το καιροπετάω το ξέρω, το ψαξα στο γκουγκλ, παίζει να έχω καρκίνο στο πάγκρεααααας λέειιιι φοβάμαι να πάωωω.
- Είσαι ηλίθια έτσι; Κάτσε να σου βάλω λίγο φουσικόρτ δε μπορώ να σε βλέπω χράτσα χράτσα και μπορεί να σου περάσει ο καρκίνος το κέρατό μου μέσα!

Εδώ: Στην Ελλάδα ο χρόνος έχει τη δική του διάσταση. Αυτή του ξεχειλώματος, του κοινώς λεγόμενου «καιροπετάω», είτε από ανικανότητα να κάνω κάτι δημιουργικό και χρήσιμο, είτε από συμφέρον να μην κάνω τίποτα και απλά να αμείβομαι, είτε και από τα δύο.

Εδώ: Στις πόλεις μας η ρύπανση οργιάζει και το ΥΠΕΧΩΔΕ περιμένει να φυσήξει....οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν ταφεί εντελώς από τη ΝΔ με χίλιους μύριους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς «καιροπετάω» και η ΔΕΗ ρυπαίνει βάναυσα με τις θερμικές της μονάδες.

Εδώ: Πετάει- πετάει η συνταξιοδότηση; Πετάει. Για την ακρίβεια καιροπετάει. Κι εκεί θέλαμε να καταλήξουμε...Το βασικό κόνσεπτ της Ασφαλιστικής Μεταρρύθμισης Λοβέρδου περιελίσσεται γύρω από το ξεγέλασμα του χρόνου.

Για σοβαρούς λόγους. (από Galadriel, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες εγκεφαλικών καταστάσεων:

  1. Τα μυαλά σου είναι στη θέση τους, που θα πει είσαι με τα καλά* σου, είσαι με τα σωστά* σου, προχωράς μαζί τους* σε κανονικές / φυσιολογικές εγκεφαλικές διαδρομές: πας καλά.

  2. Τα μυαλά σου δεν είναι στη θέση τους, έχεις τρελαθεί, σου έχει στρίψει (η βίδα), τα ‘χεις χάσει*, έχεις ξεφύγει (από το φυσιολογικό τρόπο σκέψης, από το σωστό το μονοπάτι): δεν πας καλά.

Το ερωτηματικό «πας καλά;» εκφράζει έκπληξη για τα λόγια ή τη συμπεριφορά του συνομιλητή, δηλώνει αμφιβολία για τη φυσιολογική κατάσταση του εγκεφάλου του, δεδομένου ότι τα λόγια ή / και οι πράξεις του παραπέμπουν σε τρελοκομεία. Η ερώτηση είναι ρητορική και η φράση έχει ακριβώς την ίδια έννοια με την σχετική «α, δεν πας καλά». Χρησιμοποιείται κυρίως με στόχο την αφύπνιση του απέναντι, τ. χελόου, κούκου! κι έτσι και όχι τόσο προσβλητικά.

*μυαλά

Δικά μας: αφενός:
– Τράκαρα το σιβικάκι μου και το άφησα στον Χριστόπουλο.
Πας καλά; Αυτός είναι φαρμακείο. Θα σε στείλω σε ένα ξαδερφάκι μου να σ'το φτιάξει με τα μισά λεφτά.

αφεδύο:
- Πας καλά ή χάνεις λάδια;

αφετρία:
- Καλά ρε, πλάκα κάνεις; Αν δεν σέβεσαι τη μάνα σου, ποιόν θα σεβαστείς;
- Τι λες τώρα ρε μαλάκα; Βαλτός είσαι; Μου 'χει πρήξει τ' αρχίδια λέμε.
- Δεν έχει σημασία. Η μάνα σου θέλει το καλό σου. Μπορεί να μην το καταλαβαίνεις στην αρχή, να σου φαίνεται εντελώς απαράδεκτη η συμπεριφορά της, αλλά πάντα έχει στο νου της το καλό σου.
- Α δεν πας καλά εσύ...

αφετέσσαρο:
- Μπα πανάθεμά το, είναι που είναι κιτσαριό, είναι και μπίζηλο από πάνω! Πας καλά, ρε Τασία; Θα κοιμάμαι μ' αυτή τη μαλακία πάνω απ' το κεφάλι μου;

Κι αλλού όμως: Ρε πας καλα θα πληρωσω τα κλεμμενα των πολιτικων; Κανεις πλακα ; Εμπρος λαε μην σκυβεις το κεφαλι ο μονος δρομος ειναι αντισταση και παλι

Got a better definition? Add it!

Published

Στην φράση «μέχρι τότε ποιος ζει ποιος πεθαίνει»: ας μην απασχοληθούμε με αυτό το θέμα που δεν είναι του παρόντος, υπάρχουν άλλες προτεραιότητες, μέχρι τότε θα δούμε τι θα κάνουμε. Κατά μεγάλο ποσοστό η φράση αφορά συνέπειες ενεργειών του παρόντος που εκτιμάται ότι δεν πρέπει να μας δημιουργήσουν αναστολές σε αυτή τη φάση και γενικώς ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας γιατί δεν ξέρει κανείς τι θα φέρει η αύριον, ατμός, τα πάντα είναι ατμός.

Έτσι, η αντιμετώπιση ενός θέματος αναβάλλεται ελπίζοντας ότι κάτι θα έχει αλλάξει ώσπου να έρθει εκείνη η ώρα. Μέχρι τότε μπορεί να συμβεί οτιδήποτε, μπορεί ακόμα και κάποιος πρωταγωνιστής του δράματος να έχει πεθάνει, οπότε το πρόβλημα παίζει να λυθεί από μόνο του, σο τι σημασία θα έχουν όλα τα υπόλοιπα, στ' αρχίδια μου κιόλας. Κι αν δεν έχει πεθάνει και κανείς κι αν όλα μείνουν ως έχουν, τι είχαμε τι χάσαμε, θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα όταν έρθει εκείνη η ώρα.

Ας αναφερθεί εδώ το ότι το «ποιος ζει ποιος πεθαίνει» αναφέρεται σε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα και συνεπώς δεν έχει την ίδια χρήση με το καιροπέταγμα, το οποίο είναι φλου κι όσο τραβήξει.

Εδώ - ας χαρούμε: Πάντως αν με ρωτάς πού θα πόνταρα περισσότερο να χρησιμοποιήσω τα φτυάρια, μάλλον θα ήταν από Δευτέρα, αφού με τα μέχρι τώρα δεδομένα, πιστεύω ότι θα έχουμε ισχυρότερα φαινόμενα !
Αλλά τι λέω;; Ποιος ζει ποιος πεθαίνει έως τότε. Ας απολαύσουμε τη σημερινή μέρα, η οποία ξεκίνησε με ασθενή χιονόπτωση, γύρω στις 8 το πρωί, η οποία όμως λόγω του ψύχους δεν άφησε να πάει τίποτε χαμένο. Ό,τι έπεφτε έγραφε, με αποτέλεσμα ήδη να έχει δημιουργηθεί μια «πέτσα» στις γνωστές επιφάνειες.

Εδώ: ΘΕΕ ΜΟΥ! σκέφτηκε κανε το θαύμα σου να εξαφανιστεί ο γκόμενος από το κρεβάτι πριν μπει ο άντρας μου μέσα και από μένα ότι θες. Αμέσως ακούει την φωνή του Θεού μόλις τελείωσε την ευχή της να της λέει: Τέκνον μου.θα κάνω αυτό που μου ζητάς! Να ξέρεις μόνο ότι το αντίτιμο είναι βαρύ!. Εαν σου κάνω αυτό που μου ζήτησες να ξέρεις ότι σε τρία χρόνια από σήμερα θα πρέπει να πεθάνεις! Η γυναίκα σκέφτηκε γρήγορα Τρια χρόνια σου λέει...Ποιος ζει ποιος πεθαίνει; Δεν βαριέσαι... ΕΝΤΑΞΕΙ! Απάντησε του Θεού. Ας γίνει όπως το θέλεις Συμφωνώ...! Και τσουπ! Μόλις συμφώνησε εξαφανίστηκε μονομιάς ο ξένος άντρας από το κρεβάτι της πριν μπει ο σύζυγος μέσα! (συνέχεια στο λίνκι)

Εδώ: Τα καλύτερα ονόματα γραφείων τελετών:
1. Η ωραία κοιμωμένη [...]
16. Από το Παρίσι στο κυπαρίσσι [...]
18. Γιατί μέχρι αύριο ποιος ζει ποιος πεθαίνει
19. Παπαλα [...]
21. Το συγχωράδικο

Got a better definition? Add it!

Published

Όσο με παίρνει: όσο μπορώ, όσο με αφήνουν, όσο περνάει από το χέρι μου, όσο μπορώ να εξαντλήσω όλα τα περιθώρια που μου δίνονται ενεργώντας με συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς μεγάλη έκπτωση στις αρχές και τα στάνταρτζ μου ή, κυρίως, χωρίς να ρισκάρω συνέπειες ή σοβαρές απώλειες.

Το παίρνω έχει την έννοια του χωράω - η βαλίτσα τα παίρνει όλα τα ρούχα, το βαρέλι παίρνει και χίλια λίτρα, το γήπεδο παίρνει ένα κάρο κόσμο. Mε παίρνει σημαίνει καταρχήν με χωράει.

Προφ ένας χώρος είτε δε με χωράει καθόλου (δε με παίρνει), ή με χωράει αν μαζευτώ (με παίρνει τσίμα τσίμα), ή με χωράει κι αν απλωθώ (με παίρνει άνετα). Σε άλλη σφαίρα, πηγαίνοντάς το ένα βήμα πιο πάνω, με παίρνει θα μπει μπορώ να κουνηθώ εντός του τρέχοντος χωροχρόνου και του συνόλου των περιστάσεων χωρίς να βρω ντουβάρι και φάω τα μούτρα μου. Πόσο με παίρνει; Όσο με παίρνει.

Εδώ: Επιδιώκετε στη ζωή σας να κάνετε αυτό που θέλετε με οποιοδήποτε τίμημα; «Το επιδιώκω, αλλά όχι με οποιοδήποτε τίμημα. Όσο με παίρνει. Δεν θίγω τους άλλους και δεν ρισκάρω την αξιοπρέπειά μου».

Εδώ: …κι άμα θέλω τη μέγιστη οξύτητα με μεγάλο βάθος πεδίου κλείνω το διάφραγμα όσο με παίρνει (με κάποιες θυσίες στην ποιότητα).

Εδώ: Όσο όμως είναι παίχτης του και τον χρησιμοποιεί ο προπονητής του θα τον στηρίζω όσο με παίρνει ανεξάρτητα τι γνώμη έχω ο ίδιος… Μας χάλασε μήπως που έβαλε το γκόλ στην Τούμπα και πανηγύριζε φιλώντας το σήμα και ήταν από τους καλύτερους παίχτες στο γήπεδο ;;;

Εδώ: Όταν την προηγούμενη εβδομάδα πλησίασε η πτώχευση, ξαφνικά όλοι οι αγαναχτισμένοι μούλωξαν, όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους, ούτε μισή απεργία. Γιατί σου λέει, κάνω απεργίες και μαγκιές όσο με παίρνει. Ζητάω έξοδο από το ευρώ και λέω «ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ» για να περνάει η ώρα, όχι για να με πάρετε στα σοβαρά. Δεν περίμενα αντίδραση κότας από τους μαχητικούς δενπληρωτζήδες. Κι όμως...

Εδώ: Και συνεχίζει. «Αποφάσισα, όσο με παίρνει, εσωτερικά να διατηρήσω τη χαρά της νιότης. Και να μην απαντάω πια σε δημοσιεύματα που με σχολιάζουν. Το έκανα στο παρελθόν, αλλά όλοι κάνουμε μαλακίες.

Δες και παίρνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως προαναφέρθηκε κατσίκι παίζει να είναι αφενός ο παίκτης, αφεδύο ο γκαντέμης παίκτης.

Συμπληρωματικά και αφετρία κατσίκι είναι ο διαθέτων μεγάλη ενεργητικότητα, ο αεικίνητος, ο πηδών αριστερά και δεξιά όλη την ώρα που σου εμφανίζεται ξαφνικά από κει που δεν τον περιμένεις μπόινγκ μπόινγκ όπως πηδούν τα κατσικάκια ζωηρά ζωηρά από βραχάκι σε βραχάκι και μετά παίζουν παλεύοντας με τα κέρατά τους.

Ενίοτε χρησιμοποιείται για ζωηρά παιδάκια στη φάση λίγο πριν τα πάρει η μάνα τους στην κράνα και αρχίσει τις φωνές.

  1. Μαμά: Τι χοροπηδάς όλη την ώρα πέρα δώθε βρε κατσίκι, θα με τρελάνεις... Σου είπα κάτσε κάτω να φας το φαΐ σου δεν έχουμε όλη μέρα... ΚΑΤΣΕ ΚΑΤΩ ΝΑ ΦΑΣ ΕΙΠΑ.

  2. ...και ξυπνάς αμέσως και γίνεσαι κατσίκι (μήδι λολ).

(από Mr. Cadmus, 21/02/12)(από patsis, 25/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ασχολείται ερασιτεχνικά με κάτι για την ευχαρίστησή του, που έχει ένα χόμπι - αυτή είναι η ψιλοδόκιμη σημασία γνωστή και κατανοητή.

Ο όρος επεκτάθηκε παραπέρα: Χομπίστας είναι γενικώς ο χαλαρός, ο άνετος, ο άπλα, ο κουλ, ο γοητευτικά ξέγνοιαστος, ο χωρίς πρακτικά προβλήματα που επιζητούν επίλυση, αυτός που κινείται φυσικά, αβίαστα, κουλαριστά, που όταν μπαίνει σε ένα χώρο ο χώρος γίνεται αυτός κι αυτός γίνεται ο χώρος.

Λίγο μποέμ, ο χομπίστας δεν εξαρτάται από τις καταστάσεις, όπως θα έλεγε κανείς για τον μεροκαματιάρη επαγγελματία. Αντιθέτως εμπλέκεται σε αυτές αποκλειστικά για να γουστάρει, σαν από χόμπι, επηρεάζοντας ή και ελέγχοντας την έκβασή τους, γιατί είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.

Σε αυτό το σημείο, μη παραλείποντας το σχετικό ρισπέκ, αντιγράφεται από εδώ η παρακάτω αναλυτική και ο,τινανική προσέγγιση ορισμού που αποτελεί και εντός ορισμού παράδειγμα:

Χομπίστας (ο) Η σημασία της λ. Χομπίστας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μπερδεύεται με την έννοια του «ανθρώπου που έχει χόμπι» με τον κλασικό ορισμό του χόμπι ως ορίζει ο Γ. Μπαμπινιώτης άνωθεν. Ο χομπίστας είναι αυτός, ο ένας, ο μοναδικός, ο ρετρό, ο vintage, ο απόλυτα γραφικός, ο ρηξικέλευθος, ο δωρικός, αυτός που ορίζει τον πυρήνα στον «σκληροπυρηνικό», ο ντεκαπάζ, ο ρελαντί, ο τρισμέγιστος, ο τίγρης, το σαρκοβόρο εκείνο τέρας που θα δεις στον δρόμο και θα σου βγει από μόνο του «βρε, κοίτα έναν χομπίστα! Πωω είναι θεός

Επειδή ο απόλυτος ορισμός της λ. χομπίστας δεν είναι δυνατός με όποιον συνδυασμό λέξεων μπορούν να δημιουργήσουν τα 24 γράμματα του αλφαβήτου (πέραν των βοηθητικών ακλ. Ντουκέβιλ, ασπιρίνιο, αουρέλιο, α-ο-ρα, βζντόλι και αροάνια) [...]

Ιστορικά να σημειωθεί πως η αρχική προέλευση της λέξης Χομπίστας, είναι ομιχλώδης αλλά φημολογείται ότι έχει να κάνει με ένα ενυδρείο δύο χιλιάδων λίτρων και με μια σπάνια ράτσα μαύρων πιράνχας.

Χαρακτηριστικός χομπίστας του μπι ο Κ. Τσάκωνας (αλλά στην πραγματικότητα ο Ρένος Χαραλαμπίδης «Το μόνο επάγγελμα που πραγματικά μου ταιριάζει νομίζω ότι είναι αυτό του Θεού») στα Φτηνά Τσιγάρα - από την ίδια ταινία το μήδι και το παράδειγμα.

(Τσάκωνας πάει να πάρει τηλέφωνο τη Λίτσα): Εγώ λέω να την πάρω από το κινητό για γκλάμουρ.
(Άλκης Παναγιωτίδης): Όχι Τέλη μου, όχι αγόρι μου, όχι άφησε το κινητό, σε θέλω απλό, απέριττο, δωρικό! Όλα θα παιχτούν εδώ, στη φωνή, όλα! Και να ξεκαθαριστεί απ' την πρώτη στιγμή, ότι δεν έχεις ανάγκη την απάντησή της! Είσαι ένας ΧΟΜΠΙΣΤΑΣ, είσαι ένας χομπίστας, θέλω βαθιά φωνή αισθησιακή, να τη διαπεράσεις σ' όλο της το κορμί. Κι όχι λεπτομέρειες ποιος είσαι και τέτοια, σε θυμάται, ΟΦΕΙΛΕΙ να σε θυμάται! Μπρος, πάρτην τώρα, χάρισέ της αυτή την εμπειρία.
Τηλεφωνητής: Είμαι η Λίτσα, αφήστε μήνυμα.
(Τσάκωνας): Ναι... γεια... είμαι ο... δε μπορώ (το κλείνει). (Προς τον Παναγιωτίδη): Μόνο που ακούω τη φωνή της διακατέχομαι από αίσθημα κατωτερότητας. (σ.ς. σκατά χομπίστας).

Εδώ:
- Πείτε του κυρίου μεγαλοδημοσιογραφου και όχι μόνο, να αφήσει τις δικαιολογίες του τύπου «Δεν είμαι χομπιστας». Γιατί, ρε Χατζηνικολάκο, θα σε χάλαγε να είσαι ο Χομπιστας;
- Άλλο να είσαι ένας χομπίστας και άλλο να είσαι Ο Χομπίστας.

(από Galadriel, 27/03/12)Για τι με κόβεις; Για τίποτα. Κόβει το μάτι σου. (από Galadriel, 27/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλαρός. Αστρίμωχτος, δεν πιέζεται από πουθενά. Ζει με μεγάλα περιθώρια, χωράει εκεί που οι άλλοι ζορίζονται. Γενικώς δεν αγχώνεται για το πόσο τον παίρνει, γιατί έχει αβάντα για πολλά ανοίγματα, χαλαρουίτα. Δεν ανησυχεί γιατί δε χρειάζεται, ζει ξέγνοιαστος χωρίς προβλήματα, τα 'χει όλα για πλάκα κι άκοπα, άπλα. Στην τελική στ' αρχίδια του γενικώς, γιατί ξέρει ότι ο κόσμος είναι δικός του, λέμε τώρα. Είναι κουλ και έτσι κουλαριστός κινείται αβίαστα. Είναι λαρτζ, είναι γαμάουα, είναι χομπίστας. (Π1)

Άνετη μπορεί να είναι μια νίκη, μία επικράτηση, ένα οτιδήποτε μπορεί να συμβεί με χαλαρότητα (άνετα) ή με στρίμωγμα (ζόρικα). (Π2)

Ο καθένας θέλει να είναι άνετος, σο αρκετοί προσπαθούν να το παίξουν, χωρίς να πείθουν πάντα. (Π3)

Ο άνετος χαρακτηρίζεται προφ από ανετιά ή και ανετίλα, όπως το δει κανείς.

Π1 - Εδώ: Έκλεψε και είναι ελεύθερος και άνετος. Δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν γιατί πέρασε το αυτόφωρο αν και εξιχνιάστηκαν, ύστερα από εκτεταμένες έρευνες της Ομάδας Δημόσιας Ασφάλειας του Τμήματος Ασφάλειας Δράμας δεκατέσσερις (14) περιπτώσεις διακεκριμένων κλοπών, για τις οποίες σχηματίσθηκε δικογραφία σε βάρος 44χρονου.

Π2 - Εδώ: Μία αγωνιστική πριν από τη λήξη του α' γύρου και η ΑΕΚ εξασφάλισε την πρωτιά με την άνετη νίκη της επί των Μακεδόνων Αξιού με 3-0 σετ (25-13, 25-14, 25-13)

Π3 - Εδώ: Γιώργος Νταλάρας: Το παίζει άνετος στις δηλώσεις του για τα γιαούρτια και τ' αβγά: Ήρεμος και απτόητος εμφανίζεται ο Γιώργος Νταλάρας μετά τις πρόσφατες αποδοκιμασίες σε συναυλίες του στη Νίκαια και στο Ίλιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Μου βγαίνει η Παναγία», εντελώς συνώνυμο του «μου βγαίνει η πίστη», παραπλήσιο με το «μου βγαίνει το λάδι» (υπεν. της βάφτισης) και σχετικό με το «μου βγαίνει η ψυχή»: Κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, τυραννιέμαι, τραβάω πίκρα, μέχρι σημείου αγανάκτησης.

Η βαθιά ριζωμένη πίστη του Χριστιανού Ορθόδοξου δεν βγαίνει εύκολα, όπως συχνά ακούσαμε στο σχολείο κυρίως στη γιορτή της 25ης Μαρτίου πριν τα ποιματάκια. Εγώ γραικός γεννήθηκα, γραικός θε να πεθάνω, δεν προσκυνώ τον Αλλάχ. Άμα όμως πέσω σε μετακόμιση και κουβαλήσω όλη την οικοσκευή της γκόμενάς μου ή του κολλητού εντός τετραώρου πάνω κάτω πέντε ορόφους, ε, το ξανασκέφτομαι και παίζει και να αλλαξοπιστήσω, να μου βγει η Παναγία από κει βαθιά που την έχω στην καρδιά μου. Φαντάσου δηλαδή ταλαιπώρια.

Για πιο έντονο χρώμα η Παναγία μπορεί να μου βγει και ανάποδα.

Μηλιώκας: Γιατρέ δεν είμαι καλά, [...] νιώθω να πηγαίνω στο διάολο, νιώθω να μου βγαίνει η Παναγία, με κόλλησε η γκόμενα κέρατα την κόλλησα κι εγώ φιλοσοφία.

Doc: Λοιπόν για ακόμα μία φορά με πήρε τηλέφωνο ο ξαδερφός μου και μου λέει βρήκα ένα υπολογιστή..(κάθε φορά που ακούω κάτι τέτοιο μου βγαίνει η παναγία)

Μαρίλια: Και άντε μετά να ηρεμήσεις την εξαγριωμένη, απολυμένη αδερφή η οποία ωρυόταν: “ρε, αυτές εκεί πληρώνονται!!! Εμένα μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα, κάνω ό,τι μπορώ στη δουλειά μου, έχω χιλιοσπουδάσει και… δες με τώρα!”

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γεγονός απίθανο και εξαιρετικά δύσκολο να γίνει πιστευτό. Κατάσταση τόσο ασύμβατη με την κοινή λογική που η ίδια η ουσία της πραγματικότητας φαίνεται να κάνει κοιλιά και να διαστρέφεται.

Προφ προερχόμενο από το κλασικό, περιλάλητο κι αγαπημένο The Matrix, που έδωσε στον κόσμο άλλη μια διάσταση: δε ζεις πραγματικά αυτή τη ζωή, πρόκειται για μια ονειρική κατάσταση που σου υποβάλει ένα τσούρμο μηχανές που ζουν παρασιτικά ρουφώντας τη ζωτική σου ενέργεια, όσο εσύ είσαι βυσματωμένος σε καταστολή μέσα σε σιχαμερά κουκούλια.

Πού και πού αντιλαμβάνεσαι κάτι παραμορφώσεις του χωροχρονικού περιβάλλοντος που οφείλονται σε μπαγκ του προγράμματος κι αν είσαι λίγο ψυλλιασμένος, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για ρωγμή στο μάτριξ: δεν είναι αλήθεια αυτό που ζεις, είναι όνειρο, τσιμπήσου για να δεις αν το ζεις αληθινά. Πονάει Νίο; Πονάνε ωρέ τα παλληκάρια;

Ενίοτε η μαγκιά της δημιουργίας ρωγμής στο μάτριξ, της οδυνηρής επαφής με την πραγματική υπόσταση του κόσμου, πέρα από τη βολική άγνοια, αποτελεί αυτοτελή στόχο (βλ. σχετικό παράδειγμα). Μεγάλα φιλοσοφικά διλήμματα χωρίς ξεκάθαρες απαντήσεις, γιατί όπως είπε κι ο Cypher στον αναίσθητο Μορφέα «Αν μας είχες πει την αλήθεια, θα σου 'χαμε απαντήσει να χώσεις εκείνο το γαμοκόκκινο χαπάκι στον κώλο σου».

(σ.ς. Το λένε κι οι εγγλέζοι: matrix hole)

Δικό μου: Ρωγμή στο μάτριξ. Κάμινγκ σουν το ε θίατερ νίαρ γιου. (απίστευτο, ο τζίζας έχει ορίσει ο ίδιος μια ατάκα ελληνικής μικροαστικής μιζέριας).

Δικό μας: Ρωγμή στο Μάτριξ! Χάνονται σχόλια στο slang.gr! (Ναι, ναι, την είδα modswatch, ελέγχουμε τους μοντς, στηρίζουμε το έργο τους).

Αλλουνών: Ο εντοιχισμός μας στο Μάτριξ συνεπάγεται, ότι η δημιουργία ρωγμής σε αυτό δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς ρωγμή στην παραμορφωμένη μας ύπαρξη. [...] μια ρωγμή στο Μάτριξ προϋποθέτει συνθλιβή κάποιων πολύ στοιχειωδών, πολύ βασικών τμημάτων μας.

Δανεικό: - Είδες τη γκόμενα του Μήτσου; Τη λες άνετο δεκάρι!
- Μαλάκα... κι αυτός μπουχέσας και μπατάκι... Αυτό είναι ρωγμή στο μάτριξ, ρε μαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρέκλα είναι η αλογόμυγα που άμα σε τσιμπάει λυσσάς και παραπατάς από τον πόνο. Επίσης, ενδεχομένως για τον παραπάνω λόγο, στρέκλα είναι ο κουτσός και αυτός που χάνει την ισορροπία του.

Δίπλα είναι λίγο πιο κει από κει που έπρεπε να είσαι, ναι ναι, το γνωστό ακριβώς από δίπλα.

Στρέκλα-δίπλα είναι χαρακτηρισμός τ. τροπικό επίρρημα (λέμε τώρα) για τρόπο περπατήματος και κυρίως παραπατήματος. Η έκφραση στο μεγαλείο της είναι «περπατάω στρέκλα-δίπλα» που σημαίνει: (σ)τρεκλίζω, κλυδωνίζομαι, είμαι ασταθής, κάνω απέλπιδες προσπάθειες να διατηρήσω την ισορροπία μου, αλλού πατάω κι αλλού βρίσκομαι ή και ίσα που στέκομαι στα πόδια μου, ένα στάδιο πριν καταρρεύσω.

Στρέκλα-δίπλα περπατούν οι κλασμένοι, τα πτώματα και οι λοιποί κομματιανοί παραπαίοντες.

Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι το λέει όλο το σύμπαν, αλλά μετά με γούγλε κατάλαβα ότι μάλλον πρόκειται για τοπικό ιδιωματισμό, χαίρε ω χαίρε δοξασμένη Ηλjεία.

  1. Έκανα γενική στο σπίτι χτες, τι με έπιασε, μου βγήκε η Παναγία, το βράδυ ίσα που πρόλαβα να πάω μέχρι το κρεβάτι στρέκλα-δίπλα.

  2. Ε ρε πούστη μου, οι λαχανοντολμάδες βραδιάτικο... Μάτι δεν έκλεισα, όλο εφιάλτες, στο τέλος είδα κάτι πυρηνικά ολοκαυτώματα, απηύδησα σηκώθηκα στρέκλα-δίπλα από το κρεβάτι, με το κεφάλι μου ακόμα μπερδεμένο, να μουρμουρίζω ακατάληπτα, τρελάθηκε η άλλη.

  3. - Σε είχα έννοια χτες έτσι που σε είδα να πας στρέκλα-δίπλα μετά τα σφηνάκια, πώς θα φτάσεις σπίτι.
    - Πήρα λεωφορείο...
    - Α οκ, αφού είχε λεωφορείο εκείνη την ώρα.
    - ...και σκεφτόμουν μεγάλο πράμα η τεκίλα, μέχρι χτες δεν ήξερα να οδηγώ ούτε ποδήλατο και κουμαντάρησα ολόκληρο θηρίο.

Έτσι περίπου. (από Galadriel, 15/09/12)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified