Στο ΔΠ υπήρχε το λήμμα από τον χάνκυ με επεξηγηματικό σχόλιο: «ποιο; αυτό! 1-0».

Σύμφωνα με τον ορισμό γαμάω θα πει μεταξύ άλλων καταστρέφω. «Μη μου γαμάς» θα πει «μη μου καταστρέφεις»: το σκηνικό όπως το ‘χω στήσει μετά από κόπο, το όνειρο, το όραμα, την ψυχολογία, τη συζήτηση, την φαντασιακή μου αυτοθέσμιση. Μπορείς να γαμήσεις σε κάποιον ό,τι μπορεί να καταστραφεί, πρακτικά (π.χ. το σπίτι - ως οικοδομή γκρεμίζεται) ή θεωρητικά (π.χ. το σπίτι - ως πιστή σύζυγος ξενογαμιέται κ.λπ.). Μπορείς να γαμήσεις την αγωνία απέναντι στο άγνωστο (...τέλος μιας ταινίας), οπότε αποκαλείσαι και σπόιλερ.

Μη μου το γαμάς: Έκκληση για έλεος προς αυτόν που έχει τη δύναμη να καταστρέψει ό,τι. Μην του το γαμάς, γιατί είναι αμαρτία από το θεό. Σα να λέμε ρίχνεις τον άλλο στο φιλότιμο (δεν αποκλείεται βέβαια η φράση να περικλείει υποβόσκουσα απειλή για συνέπειες, τ. «μη μου το γαμάς μη σε γαμήσω...»).

Μη μου το γαμάς: Λέγεται επίσης αφού ο άλλος έχει ήδη γαμήσει ό,τι (συνώνυμο: «Ε, μου το γάμησες τώρα.»). Εκφράζει δυσάρεστη έκπληξη, απογοήτευση και αποδοκιμασία, ελάχιστη ελπίδα όσον αφορά στο σώσιμο της κατάστασης έως και παραίτηση.

Το χειρότερο πάντως είναι να σου γαμάει κάποιος την ελπίδα που αφορά σε οτιδήποτε, όταν δηλαδή εσύ πιστεύεις στο νόμο του πούστη κι ο άλλος σε ψήνει ότι τελικά ισχύει ο νόμος του πούστη του Μέρφυ.

Μη εξαντλητική λίστα παραδειγμάτων:

Μη μου το γαμάς το θρεντ στο φόρουμ:
από Iznogoud » Είσαι μουνί, άνοιξε νήμα νέο, ρε, μη μου το γαμάς, πάμε αλλού να πλακωθούμε, εδώ είναι το δικό μου επετειακό.

Μη μου το γαμάς το θέμα: Κοίτα, αλήθεια θέλω να κάνουμε μια γαμημένη κωλο συζήτηση, μην μου γαμάς το θέμα και εσύ...

Μη μου τη γαμάς τη συζήτηση:
Απ: Σάλος στην Τουρκία από δηλώσεις Ερντογάν για εκδίωξη μειονοτήτων -ρε κόλλημα με τους τσάμηδες και τους τσάμηκους.... όλη η ελληνική ιστορία συνοψίζεται στο πογκρόμ εναντίον των τσάμηδων...... και γαμώ τις πηγές που διαβάζεις ιστορία. να μας τις λινκάρεις πλιζ...... -μη μου τη γαμάς τη συζήτηση ρε.... ασε με και έχω καταλήξει ότι έχουμε μέγα ιστορικό θέμα ως έθνος με τους τσάμηδες.....

Μη μου το γαμάς το όνειρο:
-...και είμαι εκεί σκυμμένος πάνω στο ποτήρι μου... και νιώθω ένα χέρι στον ώμο και γυρίζω... και ποια βλέπω; Την Αντζελίνα να με κοιτάει... βυθίζομαι στα υγρά μάτια της και την ακούω να λέει με βραχνή φωνή «έχω ώρα που σ' έχω προσέξει, θα με κεράσεις ένα ποτό;»...
-Σε τι γλώσσα στο 'πε ρε μαλάκα, αφού δε μιλάς Εγγλέζικα, μιλάει αυτή Ελληνικά;
(παύση... έναρξη απάντησης με ένρινη φωνή που ανεβαίνει σταδιακά σε απελπισμένους υπερήχους)
-Μα τι μαλάκας είσαι ρε Μιχάλη, φαντασίωση είναι, μου γαμάς το όνειρο, μη μου το γαμάς το όνειρο, τι μου το γαμάς το όνειρο, άι γαμήσου ΝΤΕ!

Σπύρος Χαλβατζής, "Μη γαμάς τη συζήτηση" (από patsis, 30/08/10)(από allivegp, 31/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαίρη Παναγιωταρά: Χαρακτηρισμός, συνήθως αυτοσαρκαστικός, για τη γυναίκα-θύμα, που γίνεται θυσία για όλους, ενώ αυτοί (περιλαμβανομένων και των αγαπημένων προσώπων) την εκμεταλλεύονται (ή βολεύονται απλώς) για την ικανοποίηση των αναγκών τους. Η ίδια δεν ασχολείται με τις αντίστοιχες δικές της ανάγκες και αν κάποτε το κάνει επειδή το πράμα ξέφυγε ή πάνω στην τρέλα της, νιώθει τύψεις και της βγαίνει ξινό.

Οι στίχοι του Κηλαηδόνη έδωσαν ονοματεπώνυμο στη μίζερη πραγματικότητα μιας κοινωνίας που έχει δεχτεί επιρροές από ανατολικά και δυτικά, αλλά δεν έχει βρει ακόμα τις ισορροπίες της.

Το τραγούδι / λήμμα είναι εϊτίλα προφ και, παρόλο που δυστυχώς παραμένει σε αρκετές περιπτώσεις επίκαιρο, το σύμβολο Μαίρη Παναγιωταρά σιγά σιγά (αλλά πολύ σιγά όμως) φθίνει: τα νέας κοπής αποδέχονται τις επιθυμίες τους και επιδιώκουν την εκπλήρωσή τους, ενώ έχουν τις απαιτήσεις που προβλέπονται για να τηρηθεί το ισοζύγιο πόρων. Για έναν περίεργο λόγο αυτό ακριβώς κάνει τους πάντες να τις σέβονται και περισσότερο από τις γυναίκες-χαλιά-να-τις-πατήσεις...

...αλλά και πάλι όλα είναι σχετικά γιατί το Desperate Housewivesείναι αμερικανιά και πρόσφατο - ούτε εκεί ξέρουν τι τους γίνεται, άσε που αυτές δε δουλεύουν κιόλας...

Σχετικές αναφορές είναι πολύ διαδεδομένες στο νετ, ενδεικτικά παρατίθεται μερικές εδώ, εδώ, εδώ. Άλλα παραδείγματα:

  1. Γελούν (σ.ς. αυτά που λέγαμε περί αυτοσαρκασμού):
    frapedia72 - Απ: Ειμαι η Μαιρη Παναγιωταρα!!!!! οχι σαφως και οχι, ξερω οτι δεν ειμαι μονη, αλλα ειπα ν ανοιξω το ποστ να γελασουμε λιγακι με ... τα χαλια μας!!!! αααχχχ

  2. -Ελένη τάξε μου. Έκλεισα πλήρες πρόγραμμα spa μιας μέρας και για τις δυο μας, θα στο κάνω δώρο για τα γενεθλιά σου ρε.
    -... ευχαριστώ ρε συ, αλλά δεν ξέρω πότε θα βρω χρόνο...
    -Το ήξερα! Ξεκόλλα απ' τη ζωή σου μωρή Μαίρη Παναγιωταρά όλη μέρα τρέχεις και έχεις παρατήσει τον εαυτό σου τελείως, έλεος!

  3. Αυτή λέει «ΔΕΝ είμαι η Μαίρη Παναγιωταρά part 1»: Καλή μου κυρία. Εννοείται, μα εννοείται, μα δεν τίθεται θέμα καν, ότι όταν κάνουμε σεξ πρέπει να χύνουμε αμφότεροι. [...] Αν έχουμε πρόβλημα λοιπόν με την μυρωδιά του λέμε χαλαρά να κάνει κανένα μπανάκι. [...] Το να πεις την φαντασίωσή σου, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θες να την πραγματοποιήσεις. [...] Αν αντιδράσει, απλά τον χωρίζουμε! Το να ΜΗΝ το απαιτήσεις είναι ντροπή!

(από HODJAS, 31/08/10)Η κυρία Μαίρη γίνεται θυσία για όλους (β γραμμή ορισμού)  (από GATZMAN, 15/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mπαρμπούνι - θηλ. μπαρμπούνω: μαμαδο-/γιαγιαδοσλάνγκ, χαϊδευτικός χαρακτηρισμός για κοριτσάκι, κυρίως μπεμπάκι, που είναι αφρατούλι και λαχταριστό για μαμαδο-τσιμπιές και μαμαδο-δαγκωνιές, με τσουπωτά μπουτάκια και μπρατσάκια γούτσου-γούτσου.

Ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται και για στρουμπουλά αλλά τριζάτα ζουμπουρλούδικα παστάκια που σου 'ρχεται να τα δαγκώσεις (παίζει και σε ψαροδιασταύρωση).

Τώρα γιατί το μπαρμπούνι με τα μουστάκια του μπορεί να είναι χαρακτηρισμός για λιγουρευτικά μωρά, άβυσσος η ψυχή της γιαγιάς μου και της σειράς της, το πιθανότερο επειδή το μπαρμπούνι είναι χρυσοκόκκινο κι όμορφο, νόστιμο και λαχταριστό μιαμ μιαμ.

-Θεία τη θυμάσαι την Αρτεμούλα;
-Πω πω καλέ πώς μεγάλωσες εσύ;! (μάτσα μούτσα) Σε θυμάμαι ένα κοκκαλιάρικο μωρό και κοίτα τώρα... τι μπαρμπούνω έγινες! Σεφάω!
-Ίου μωρέ θεία με γέμισες σάλια!
-Α, όμως είσαι αγενέστατη πρέπει να μιλήσω στη μάνα σου.

Εδώ - πρωτότυπα προσκλητήρια για βάφτιση: -[...]ομως εγω εχω 3 (2κοριτσακια κ 1 αγορακι) κ θελω ενα ποιηματακι και για τα τρια.απ'οτι βλεπω εχεις πολυ δουλεια,μηπως εχεις λιγο χχρονο κι για μας; [...] προς το παρον τα φωναζουμε χαιδευτικα μπαρμπουνο(κοριτσακι),φλουφλι(αγορακι) (σ.ς. κυρία μου, τι να σχολιάσω τώρα λέτε το αγόρι φλούφλη...) κ μινιατουρα(κοριτσακι). ευχαριστουμε!!!!!!!!
-[...]Για το τέλος αφήσαμε / το γλυκό μας το μπαρμπούνι / που είναι το τσαχπίνικο / το ροδαλό μας το ζουζούνι!!!

Εδώ - αφιερώσεις εξαιρετικές: Για το μπαρμπουνάκι, γνωστότερη σαν KV (Al Dente), μια σούπερ σπέσιαλ αφιέρωση, ειδικά για τις ακαδημαϊκές της εμπειρίες και το σεβασμό που αυτές απαιτούν: Η Μαίρη του Χάρυ Κλυν (χαμογελάτε, κάνει τους άλλους ν' ανησυχούν).

Ποιος πεινάειιι;;; (από Galadriel, 31/08/10)Απο που κλανει το μπαρμπούνι; (από perkins, 01/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με τον ήδη αναρτηθέντα ορισμό από τον χάνκυ, Αντουανέτα χαρακτηρίζεται «ο πολύ υψηλόφρων, που σνομπάρει τα προβλήματα άλλων», ή ο «που έχει λύσει ανάλογα προβλήματα οι απόψεις του είναι τελείως ουτοπικές».

Να πω εδώ ότι Αντουανέτα παίζει να χαρακτηρίζεται και η μη μου άπτου, η πριγκιπέσα με την κακή την έννοια, αυτή που έχει μάθει τα προβλήματά της να της τα λύνουν άλλοι όσο εκείνη ασχολείται με σοβαρές δουλειές π.χ. να επιβλέπει τις εργασίες μανικιούρ που γίνονται στα δαχτυλάκια της ενώ είναι καθισμένη στον λαμπερό της θρόνο.

Μπορεί να αποτελεί χαρακτηρισμό μόνιμης κατάσταση χαρακτήρος και συμπεριφοράς ή να αναφέρεται σε κάποια που με τυχαία δήλωσή της παραπέμπει σε τέτοιο κατάπτυστο μοντέλο φτου φτου βλ. σενάριο επιστημονικής φαντασίας - παράδειγμα.

(Προ ΔΝΤ: Πωλητής - Σοφία Αντουανέτα - Θανάσης Γκόμενος)
Πωλητής: Κυρία μου, σας συστήνω αυτό το μπαχαρικό, όταν μαγειρεύετε θα μοσχοβολάει το φαγητό σας. Σοφία: (τσίχλα φούσκα μιαμ μιαμ φφφφ τσακ) Μπα, εγώ δε μαγειρεύω, μου μαγειρεύουν άλλοι.
Θανάσης: Τείπες τώρα!
Σοφία: Μαλακία είπα ε; Καλά πάμε να κάνουμε έρωτα γουγουγού μωλάκι μου που σε πεθύμησα πάνε και τρεις ώρες που δεν σε έχω μέσα μου και νιώθω ένα συναισθηματικό κενό... (τσίχλα φούσκα μιαμ μιαμ φφφφ τσακ)
.......
Κατερίνα: Λέγε ρε κανα νέο πώς περάσατε στο Πήλιο;
Σοφία: (μπλα μπλα) και ήμαστε στο δρομάκι εκεί που μπαίνεις στην Τσαγκαράδα είναι κάτι υπαίθρια που πουλούνε γλυκά του κουταλιού, μυρωδικά και τέτοια... (μπλα μπλα)
Κατερίνα: Τι λες μωρή Αντουανέτα και σε άκουσαν κι άλλοι εκτός από τον καλό σου να κάνεις δήλωση; (Αχαααχαχα. Χα.)

(από Galadriel, 21/08/10)(από Galadriel, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πελοποννησιακά: Φλομώνω, βουλώνω / φράζω (αναφορά: εδώ), ταπώνω / πωματίζω (αναφορά: εδώ). Σε λεξικό το βρίσκουμε ως μετάφραση του αγγλικού «stuff».

Ένα σπίτι μπορεί να πουμώσει από καπνό, να ντουμανιάσει σε φάση. Μια μύτη μπορεί να έχει πουμώσει από τις μύξες, η φάση που είσαι εντελώς φρακαρισμένος, αλλά δεν πάει ούτε μπρος ούτε πίσω, όσο και να φυσάς / ρουφάς.

Στη Ναύπακτο όπως και στη Λακωνία φαίνεται να έχει και την έννοια σκεπάζω καλά, κρύβω κάτι, συγκαλύπτω για το οποίο όμως δεν εβρέθη σχετικό παράδειγμα, ο έχων ακούσει παρακαλώ να συνεισφέρει σχετικά.

Παραδείγματα από σλανγκογιαγιά:

-Ανοίχτε κανα παράθυρο, έχει πουμώσει ο τόπος εδώ μέσα από τα λιβάνια.

-Πω πω δεν είναι συνάχι αυτό, ρίχνω σπρέι, κάνω εισπνοές, ό,τι και να κάνω νιώθω τη μύτη μου εντελώς πουμωμένη είναι εντελώς δυσάρεστο (φφφφρ στο μαντήλι άκαρπη προσπάθεια).

Περαστικά. (από Galadriel, 21/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπιχλιμπίδια, πραματάκια, σκατολοΐδια, στολιδάκια και γενικώς διακοσμητικά κρεματζόλια που προσαρτούνται σε κινητά, αρμαθιές κλειδιών, αλυσίδες χεριών και λαιμού, αυτιά και λοιπά (καθώς στα μήδια του παρόντος).

Στα χωριά ορισμένων από μας μπορεί να ακούσετε ως συνώνυμο και τον όρο τσαρμζ. Στα χωριά των υπoλοίπων παίζεται η λέξη να προέρχεται από το λειρί που είναι το βασικό στολίδι του κόκκορα (παράδειγμα 3). Ή, που λέει και ο καθυστερημένος λόγος, από το λιλί - τσουτσούνι στα Ποντιακά.

Κάθε επίδοξη φασιονίστα έχει ένα τουλάχιστον λιλί να κρέμεται από το κινητό και κάθε σωστή λατέρνα έχει δεκάδες λιλιά να κρέμονται από παντού.

- Καινούρια συσκευή; Να δω!
- Σιγά ρε, μη το τραβάς έτσι, θα τα κόψεις τα λιλιά του!
- ...Α μωρέ μαλάκα δεν σου είπα με τα σάμψουνγκ δεν μπορείς να γράψεις sms της προκοπής, ας πρόσεχες ... καλά ρε, τι είναι αυτά που του 'χεις κρεμάσει, τώρα τα πρόσεξα...;
- Σβαρόφσκυ άσχετη.
- Κι εγώ σ' αγαπάω. Βάλτου κι ένα «μπαμπά μην τρέχεις».
- Ομιτζί και τρία λολ.

Εδώ: Τα απογεύματα στην Πάρο συνήθως μ' αρέσει να κάνω σουλάτσο στα στενάκια της Παροικιάς να χαζεύω λιλιά και άλλες ομορφιές, να κλέψω καμμιά ιδέα γιά να φτιάξω καμμιά καλλιτεχνία, μα κυρίως ν' απολαύσω την αίσθηση της.

Εδώ: Από κοντά στις κοτούλες, τριγυρίζανε πάντα αλαζονικά, σαν «προστάτες» και σαν «άρχοντες» κι ένα-δυο πετεινάρια. Με τα «λιλιά» τους, τα «σπιρούνια» τους και τα πλουμιστά φτερά, επέβαλλαν την παρουσία τους επιδεικτικά και παραβγαίνανε σε λαρυγγισμούς και κικιρίκου ο ένας τον άλλον, απ'; τα χαράματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Δεν θα μείνει τίποτα», δεν θα μείνει όρθιο τίποτα, θα καταστραφούν τα πάντα, η καταστροφή θα είναι ολοκληρωτική, θα μείνει ένα τίποτα που θα ‘ναι λιγότερο κι από τίποτα. Less than zero.


Προσπάθεια εντοπισμού προέλευσης:
Που υπάρχει το κολυμπηθρόξυλο, αφού όλες οι κολυμπήθρες είναι μεταλλικές; Οι κολυμπήθρες που βαφτίζουν τα μωρά είναι μεταλλικές – σο, ξύλο δεν υπάρχει, δεν υπάρχει τίποτα.

Ακόμα και η διάσημη «κολυμβήθρα του Σιλωάμ», όπου έπλυνε τα μάτια του ο τυφλός και ξαναβρήκε το φως του, λίμνη ήταν επί της ουσίας, ξύλο μια φορά δεν είχε λέμε, δεν είχε τίποτα.

Η εκδοχή ότι, κολυμπηθρόξυλο είναι το ξύλο που χώνει το μωρό στον παπά κατά την διάρκεια της βάφτισης στην προσπάθειά του να αποφύγει το χώσιμο στην κολυμπήθρα, δεν υποστηρίζεται από επιστημονικά στοιχεία (σ.ς. ενδέχεται, αυτή η εκδοχή να οδήγησε μεταγενέστερα στην έννοια του κολυμπηθρόξυλου). Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο σημαίνει ότι δεν θα μείνει ούτε παπάς, ούτε μωρό για να δείρει τον παπά, ούτε βάφτιση. Τίποτα. Τέλος.

Συνεπώς, κολυμπηθρόξυλο = τίποτα, δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο = δεν θα μείνει τίποτα. Όπερ έδει δείξαι.

Το «κολυμπηθρόξυλο» παίζει και ως «κολυμβηθρόξυλο» στην πιο λόγια μορφή του, αλλά στην καθομιλουμένη το -μπ- επικρατεί, γιατί δίνει και μια πιο καταστροφική χροιά στην λέξη όσο και να 'ναι, παραπέμποντας σε μπαμ-μπουμ.


*Asist: GATZMAN από το ΔΠ*

(Εδώ)
Ένας 60χρονος άνδρας συνελήφθη, ως ο υπεύθυνος για την φωτιά στη Ρόδο. Δηλαδή, αν ξαμοληθούν όλοι οι ηλικιωμένοι και δρουν ανεξέλεγκτα, δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο.

Κολυμπήθρες Πάρου. Οταν πέφτει ξύλο εδώ, το λένε κολυμπηθρόξυλο...χεχεχε (από GATZMAN, 06/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Άντρας με τον οποίο σχετίζεσαι ερωτικά χωρίς να έχεις νομικό δέσιμο μαζί του όπως γάμο κλπ. Συνώνυμο των «ο φίλος μου», «το αγόρι μου» πιο προχώ «ο σύντροφός μου», εν αντιθέσει όμως με αυτούς τους όρους που δηλώνουν ένα σεβασμό και μια τρυφερότητα κατά περίπτωση, εμπεριέχει μια άνεση και καλούα νταξ και δεν τρέχει τίποτα. Λίγο σαν το «ο δικός μου» στο πιο κλασικό και ανέμελο.

  2. Άντρας, καταρχήν άγνωστος, που έχει δυνατότητες και είναι ενδεχόμενο να γίνει το παραπάνω 1.

  3. Άντρας εντυπωσιακής εμφάνισης, ιδιαιτέρως ελκυστικός και ποθητός, ο τύπος που γυρίζεις να κοιτάξεις και που ευχαρίστως θα δεχόσουν να γίνει το παραπάνω 1. Παρ. 3.

  4. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για φίλο απειλούμενου που τον συνοδεύει σε δύσκολες συναντήσεις. Παρ. 4

*Asist: vikar από ΔΠ*

Π1 - Απόσπασμα απολαυστικής περιγραφής:
Το μαλακισμένο το πιτσιρίκι, που δεν ξέρει πώς είναι η αιτιατική πληθυντικού του τοίχου, μου έλεγε αλήθεια. Έχει γκόμενο γιατρό κι αυτός έχει έναν πολύ ωραίο φίλο, διαθέσιμο και εν δυνάμει γκόμενο μου, επίσης γιατρό.

Π2 - Φιλοσοφική συνέντευξη:
α. ΕΧΕΙΣ ΓΝΩΡΙΣΕΙ ΓΚΟΜΕΝΟΥΣ ΣΕ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ;
Μπα, δεν έχει τύχει. Κοίτα, έτσι κι αλλιώς εκείνη τη στιγμή είμαι τόσο επηρεασμένη από τη μουσική, που δεν έχω χρόνο για γκόμενους! (σ.ς. άντρες, χχχχκ φτου, πεταμένα λεφτά, γκόμενοι και αηδίες, έχουμε σοβαρά θέματα να ασχοληθούμε)
β. ΘΑ ΜΟΙΡΑΖΟΣΟΥΝ ΜΕ ΜΙΑ ΦΙΛΗ ΣΟΥ ΕΝΑΝ ΓΚΟΜΕΝΟ;
Όχι, θα προτιμούσα μόνο τη φίλη.

Π3 (Μία που έτυχε να δει αγώνα στο Μουντιάλ σε μια βαζελίνα):
-Ρε συ, τι γκόμενος είναι αυτό το Τζόρβας; Γιατί το άλλο το επιθετικό πωστολένε; Μμμ!
-Όχι που με περνάς για μαλάκα με το διαρκείας στη λεωφόρο, στόκε, και καλά κάνω χάρη στον Βασίλη και σε όλο τον αγώνα χαζεύω τα μωρά, χαζή που δεν έρχεσαι.

Π4 (Μετά από το «άμα έχεις αρχίδια ρε σε περιμένω στην πλατεία σε μισή ώρα ακριβώς»)
- Ωπ, ήρθαμε; Τι σκοπό έχεις φίλο; Θα μας δείρεις δηλαδή; Κι ο κύριος τι είναι; Γκόμενός σου; Θα μας δείρει κι αυτός;

(από Galadriel, 05/07/10)(από Khan, 02/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλίμα: οι μετεωρολογικές συνθήκες μιας περιοχής ή / και οι επικρατούσες ψυχολογικές και ηθικές συνθήκες στις σχέσεις των ανθρώπων, η ατμόσφαιρα που λέμετε. Ωραία και λεξικογραφημένα ως εδώ.

Το κλίμα δεν σηκώνει τα ξινά: Σαν να λέμε, το κλίμα στα βόρια δεν ευνοεί τις λεμονιές, είναι εχθρικό γι' αυτές. Μια λεμονιά στη Μακεδονία θα ζορίζεται από το κρύο, θα είναι αντιπαραγωγική, θα παραμείνει κοντή και μίζερη, παίζει να ξεραθεί και τελείως δηλαδή, γιατί δεν την σηκώνει το κλίμα.

Άντε λεμονιά μου στην Πελοπόννησο να γίνεις ευτυχισμένη, γιατί ότι αν περιμένεις να αλλάξει το κλίμα θα περάσουν μερικές δεκαετίες, δε λέει.

Το κλίμα δε σηκώνει τους ανθρώπους: Ένας άνθρωπος σε περιβάλλον ψυχολογικής παγωμάρας ζορίζεται δυσανασχετώντας, μένει κλεισμένος στον εαυτό του μέσα στη μιζέρια του, αντιπαραγωγικός, παίζει να πέσει και στο κρεβάτι να πεθάνει και τελείως δηλαδή, γιατί δεν τονε σηκώνει το κλίμα.

Άντε άθρωπά μου στην άλλη εταιρία / στο άλλο γραφείο / στο άλλο μαγαζί / στο άλλο φόρουμ να γίνεις ευτυχισμένος. Ή...(και εδώ η διαφορά με τη λεμονιά) περίμενε πότε κάποια παράμετρος θα αλλάξει, π.χ. παίζει να μεταναστεύσει ο μίζερος μαλάκας της παρέας / να αλλάξει ο διευθυντής μπλα μπλα και να στρώσει το κλίμα για τους λοιπούς και για την πάρτη σου.

Εκεί:
Παραιτήθηκε ο Νίκος Χατζηνικολάου από το ALTER. ‘Δεν με σηκώνει το κλίμα’ φαίνεται να δήλωσε στους φίλους του Μάκη Τριανταφυλλόπουλο και Θέμο Αναστασιάδη. ‘Είναι τελείως μπανάλ ο σταθμός για τα δικά μου γούστα’ εκμυστηρεύτηκε στον Άκη Παυλόπουλο. ‘Η Πάνια με συμβούλευσε να φύγω, για να μην κάψω το όνομά μου’ είπε στη Φαίη Σκορδά.

Παντού τα ίδια:
Τέλος σε καμία περίπτωση δεν σου επιβάλλω τι να κάνεις και τι όχι.Μην παρεξηγηθώ!Δεν σου απαγορεύω να μπαίνεις(δεν είναι ιδιοκτησία μου το φόρουμ για να έχω τέτοια εξουσία) αλλά προσωπικά αν καταλάβαινα ότι κάπου δεν με σηκώνει το κλίμα θα έφευγα με το κεφάλι ψηλά και με αξιοπρέπεια δεν θα κλαιγόμουν σε μια απέλπιδα προσπάθεια να με συμπαθήσουν.

Ταξιδάκια:
Η Βηρυτός είναι όντως μία πόλη που την απολαμβάνεις περισσότερο από το απόγευμα και μετά. [...] Στην Τρίπολη δεν μπόρεσα να μείνω πάνω από 2 ώρες. Μη με ρωτήσετε γιατί, δεν με σήκωνε το κλίμα, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Θα προτιμούσα να είχα πάει στη κοιλάδα με τα οινοποιεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περνάω σε άλλη σφαίρα: Ανεβαίνω επίπεδο, παίρνω λέβελ. Ξεφεύγω από τα συνήθη και τετριμμένα, περνάω σε άλλο παράλληλο σύμπαν όπου οι νόμοι της φυσικής δεν ισχύουν και τα σοβαρά αυτού του κόσμου δεν έχουν σημασία. Βγαίνω εκτός πραγματικότητας προς τα μπροστά και πάνω, βγαίνω εκτός συναγωνισμού, απομακρύνομαι από τη δυνατότητα κριτικής εκ μέρους των παρατηρητών: φεύγω, είμαι αλλού κι από κει σας χαιρετώ κοροϊδευτικά σε φάση, γιατί φάγατε τη σκόνη μου. Ρισπέκτ.

Πιθανολογείται η προέλευση του όρου από τις πεποιθήσεις της βουδιστικής κοσμοθεωρίας.

Σχετικό: ανεβαίνω τσάκρα

Πέρασαν σε άλλη σφαίρα:

Η Γουίτνεϊ:
Στη συνέχεια όμως ήλθε η επιτυχία του «Σωματοφύλακα». Με αυτή την ταινία και κυρίως με αυτό το άλμπουμ η Γουίτνεϊ Χιούστον πέρασε σε άλλη σφαίρα.

Ο Αιγύπτιος:
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι λ.χ. έχτιζαν παλάτια για τους νεκρούς τους, κι αποθήκευαν εκεί τροφή και κρασί για τον δικό τους, που είχε περάσει σε μια άλλη σφαίρα ύπαρξης, όπου έχει ανάγκη από κατοικία και τροφή.

Ο αγωνιστής:
οι τρεις αγωνιστές υπερέβησαν κάθε τι το ανθρώπινο. [...] επέδειξαν υπέρμετρο θάρρος και αντρεία, έννοιες που εκείνη τη στιγμή ξέφυγαν από την ανθρώπινη σημασία τους και πέρασαν σε άλλη σφαίρα. Η καταδίκη τους σε θάνατο, όχι μόνο δεν ήταν γι' αυτούς κάτι το τρομακτικό, αλλά αντίθετα, ήταν μια ευκαιρία για να απελευθερωθεί η ψυχή τους, η οποία ήταν σκλαβωμένη μέσα στο σώμα τους.

Ο ακτιβιστής:
Φόβο δεν νιώσατε, ειδικά όταν εξουδετερώθηκαν τα ηλεκτρονικά όργανα των πλοίων;
«Αυτό συνέβη στα ανοιχτά, σχεδόν αμέσως μόλις βγήκαμε από τα χωρικά ύδατα της Κύπρου, αποπλέοντας από τη Λάρνακα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, φοβάσαι σε κάποια άλλη στιγμή. Οταν είσαι μέσα, περνάς σε άλλη σφαίρα...».

Ο Νταλί μονίμως σε άλλη σφαίρα. (από Galadriel, 22/06/10)το κρεμμύδι του ήλιου (από alamo, 22/06/10)

Επίσης: λεβελιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified