Τα ξηρά καρπά και ψιψιψόνια, σνακ μαζί με τα ξύδια.

Καλά ρε, ο Νίκος μεγάλο λιγούρι... Όποτε πάμε σε μπαρ, ξεσπάει πάνω στα ξηροκάρπια... Τρία μπολ τρώει κάθε φορά... Δεν τρώει σπίτι του αυτός;

βλ. και ξηρούς καρποί και παρελκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπιχλιμπίδι, το μικρόπραγμα...

Η σχέση του με το καλιαρντό και τις τζιβιτζιλούδες δεν είναι γνωστή.

Ρε εξήγησέ μου πώς λειτουργεί αυτό το κινητό, γιατί είναι όλο κουμπάκια, παρακουμπάκια, μενού, υπομενού και τζιβιτζιλίκια. Δε βλέπω τον πούτσο μου εκεί μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αντρογυναίκα, συνήθως αρρενωπή, ψηλή και υπέρβαρη. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για την τσαούσα, δυναμική γκόμενα, που πιάνει τον ταύρο απ' τ' αρχίδια, γυμνασμένη, αθλήτρια.

Αρχετυπικές νταρντάνες είναι οι χωριανές που περνάνε τη μέρα στα χωράφια σκάβοντας και που παρότι έχουν 5 παιδιά, λόγω τρόπου ζωής δεν ασχολούνται με τη θηλυκότητά τους.

- Ρε ο Κώστας τα έφτιαξε με μπασκετμπολίστρια. Μια νταρντάνα μαλάκα, δίμετρη.
- Σοβαρά; Είναι καλή γκόμενα, ή του βγήκε «μητσάρας»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νταρντάνα σε κάποιες περιοχές της επαρχίας. Ενδεχομένως τουρκικής προέλευσης.

Από εκεί βγήκε και το αντίστοιχο καλιαρντό.

- Α αυτή; Τζιβιτζιλού, όλη μέρα στο χωράφι, έχει κάνει κάτι ώμους να!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νταρντάνα γυναίκα στα Καλιαρντά, θηλυκός Ηρακλής δηλαδή.

Καλέ ντίκα την ηράκλω. Τη τζινάβω για τζιβιτζιλού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα στα καλιαρντά.

Ο Λάκης προσπαθεί να το γυρίσει και τώρα τα έφτιαξε με μούτζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο (της γυναίκας ντε) στα καλιαρντά.

Βλέπε μούτζα.

Αυτοί οι στρέιτ, μη δουν μουτζό, από πίσω τρέχουν...

Καλιαρντοευχές (από Khan, 02/07/14)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ωραίος, καλός (στα καλιαρντά).
Επίσης:
λατσολίθαρο = διαμάντι, λατσαβέλω = καλωσορίζω.

- Λατσό το γαργαρότεκνο! (=καλός ο ναύτης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταλαβαίνω, σκέφτομαι (στα καλιαρντά).

- Τζινάβεις τα καλιαρντά;
- Και τα τζινάβω και τα μπενάβω!

(από Khan, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν τζινάβει, ο απονήρευτος, ο χαζός.

- Τι αβέλεις μωρή με το αγοράκι το ατζινάβωτο; Νάκα ντρέπεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified