Αυτός που κάνει βλακείες και είναι στην κοσμάρα του.

- Ρε συ, είδες τον αναπτήρα; Έχω φάει όλο το σπίτι για να τον βρω!
- Ρε μπουρμπουληθρόπουλε, στο τραπέζι είναι! Δεν βλέπεις μπροστά σου ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγγλική αργκό λέξη bro, δηλαδή brother, που σημαίνει αδερφός στα ελληνικά, αλλά χρησιμοποιείται στις συζητήσεις νέων -πιο πολύ ραπάδων ή wiggaz.

  1. - Yo, whats crackin' dogg;
    - Nuthin' much, bro.U;

  2. - Έλα ρε μπρο, τί νέα;
    - Καλά ρε μαν, τα ίδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μυξιάρης, που ψάχνει για κοιτάσματα πετρελαίου στα ρινικά του σπήλαια.

- Καλώς το μυξοβοσκό! Βρήκες κάνα κοίτασμα ή θα παγώσουμε πάλι, τόσο ακριβό που είναι το πετρέλαιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δάχτυλο με το οποίο κάποιος (βρωμύλος) σκαλίζει την μύτη του.

Αμάν πια με το μυξοτρύπανο Κωστάκη!

Got a better definition? Add it!

Published

Κάποιος που είναι χαζός ή παντελώς άσχετος με κάτι.
Συνώνυμα: γκάου μπίου, γκάου, γεια σου.

- Καλά αυτός ο Τάκης είναι τελείως νιάου! Δεν καταλαβαίνει τι του λες, στον κόσμο του είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος. Μάλλον προέρχεται από τις θηλυκοπρεπείς κινήσεις τους.

Δες, ρε, τον ντιγκιντάγκα τον Λούλη, που έρχεται με διχάλα 1-4 στο μπαρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ άσχημη γυναίκα, το μπαζόκλειδο, το μπάζο, η μπαζόλα.

-Ρε συ, πώς βγαίνει ο Τάκης μ' αυτή την πατσούρα;
-Ξέρω 'γω... Πάντως πρέπει να 'ναι πολύ απελπισμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κοινώς γνωστή χυλόπιτα, εννοώντας την απόρριψη πρότασης για ερωτική σχέση.
  2. Η χυλόπιτα σαν ζυμαρικό.
  1. - Πωωωώ ρε φίλε... Έφαγα χυλόπιτα χθες από το Μαράκι και είμαι χάλια σήμερα.
    - 'Ντάξει, δεν έγινε ρε και τίποτα... Θα φας πολλές στη ζωή σου. Εμένα έχει σκάσει η κοιλιά μου απ' τα πιτοπούλια που έχω φάει!

  2. - Τι να φάμε ρε συ αύριο; Έχω και δουλειά και δεν έχω χρόνο να φτιάξω τίποτα...
    - Εγώ λέω να πάμε στο εστιατόριο να φάμε τίποτα πιτοπούλια με κοτόπουλο, και για το βράδυ βλέπουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούτσος + ψωμί = πουτσόψωμο.

Λαϊκιστί και τρεντουλιστί, η λουκανικόπιτα.

- Να σου βάλω παιδί μου τίποτα να φας;
- Όχι, ρε γιαγιά, έφαγα ένα πουτσόψωμο το πρωί και δεν πεινάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του ανθρώπου που κάνει skateboard, ακούει ανάλογη μουσική (Slipknot, Limp Bizkit, The Offspring etc.) και συχνάζει με τις παρέες του σε πλατείες και γενικώς μέρη με ανοιχτό χώρο. Στο MSN τους γράφουν ως προσωπικό μήνυμα πράγματα τύπου: «sk8 is life», «sk8 or die», «sk8 or sk8». Διώκονται κυρίως από: τραγόπαπες (αν ασκούν τις ιδιότητες τους μπροστά σε εκκλησία), γριές (που νομίζουν ότι τα skateboards είναι πράματα του Σατανά, γι' αυτό μπορεί να πετύχετε τη γιαγιά κάποιου σκεϊτά να του κάνει ευχέλαιο).

Διάλογος μεταξύ σκεϊτάδων περιλαμβάνεται παρακάτω.

- Μιλάμε, πήγα στα Frozen Wave και φέρανε κάτι καινούρια skates, με κάτι σχέδια να γουστάρεις! Μια καινούρια παρτίδα της Elements με 30% έκπτωση!
- Άσε ρε, εγώ παράγγειλα το δικό μου απ' το ίντερνετ... Πιο φτηνό ήταν. Από το http://www.skateheaven.co.uk...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified